Τον Αύγουστο του 2008 βρέθηκα για δουλειά στο Βερολίνο. Φυσικά η πόλη εκτός από εκπληκτικά κλαμπ, μπαρ, γκαλερί και θέατρα είναι ένα μνημείο ερειπίων και φαντασμάτων και οι ιστορίες τους ατελείωτες.
Θυμάμαι έντονα στο Εβραϊκό Μουσείο την εικόνα μιας κοπέλας με ακορντεόν που έπαιζε επαγγελματικά σε μαγαζιά και πέθανε στα 19 της στο Άουσβιτς, τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων Κόκκινη Ορχήστρα και Λευκό Ρόδο, των οποίων τις φωτογραφίες βλέπεις παντού, την Τοπογραφία του Τρόμου όπου ήταν τα κρατητήρια της Γκεστάπο και φυσικά τους νεκρούς που προσπάθησαν να περάσουν το τείχος και τις ιστορίες με τη Στάζι.
Το στρατόπεδο ιδρύθηκε το 1936 και βρίσκεται 35 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Δεν είναι σε κάποιο μέρος στην μέση του πουθενά, γύρω γύρω υπάρχουν γραφικά σπιτάκια που μοιάζουν να κτίστηκαν πολλά χρόνια πριν και κατοικούνται από γλυκύτατους ηλικιωμένους που σε κάνουν να αναρωτιέσαι που ήταν τότε.
Κοιτάζoντας τον Lonely Planet ανακάλυψα πως λειτουργούσε στρατόπεδο συγκέντρωσης στις παρυφές της πόλης, πλέον μουσείο. Πήγαμε με μια φίλη και τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει την εμπειρία, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως ένα μέρος μπορεί να είναι στα αλήθεια στοιχειωμένο. Ένα μέρος του είναι κατεστραμμένο σε διατηρητέα μπάζα καθώς οι Ναζί προσπάθησαν να το καταστρέψουν πριν μπουν οι Σύμμαχοι. Το υπόλοιπο είναι επισκέψιμο.
Το στρατόπεδο ιδρύθηκε το 1936 και βρίσκεται 35 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Δεν βρίσκεται στη μέση του πουθενά, γύρω γύρω υπάρχουν γραφικά σπιτάκια που μοιάζουν να κτίστηκαν πολλά χρόνια πριν και κατοικούνται από γλυκύτατους ηλικιωμένους που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πού ήταν τότε. Πας με ένα απλό εισιτήριο του μετρό (το οποίο στο Βερολίνο είναι και υπόγειο και υπέργειο).
Ήταν το πρωτότυπο πάνω στο οποίο αργότερα φτιάχτηκαν και τα υπόλοιπα στρατόπεδα και φτιάχτηκε για πολιτικούς και ποινικούς κρατούμενους αρχικά, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Περίπου 200.000 άνθρωποι φυλακίστηκαν εκεί μεταξύ 1936 και 1945, Εβραίοι, κομμουνιστές, Μάρτυρες του Ιεχωβά, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, ανάπηροι και αιχμάλωτοι πολέμου. Μετά εξακολούθησε να λειτουργεί ως στρατόπεδο για εγκληματίες πολέμου και πολλοί από τους άλλοτε θύτες κατέληξαν εκεί.
Υπάρχουν όλα αυτά - οι φούρνοι, οι θάλαμοι αερίων, η εκκωφαντική σιωπή. Έχεις την αίσθηση πως τα ξέρεις από ταινίες και βιβλία αλλά το να βλέπεις είναι πολύ διαφορετικό. Είχα ξαναδεί τέτοια φρικτά μέρη και σε άλλες χώρες (πχ το ESMA στο Μπουένος Άιρες, τη Γυάρο κ.ά.). Ο πόνος είναι εμφανής παντού και θέλεις να φύγεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Αυτό που με συγκλόνισε πάνω από όλα όμως και κάνει τα γερμανικά στρατόπεδα μοναδικά ήταν πως αυτό το τερατώδες πράγμα στο Βερολίνο ήταν πολύ καλοφτιαγμένο. Κάποιος κάθισε μπροστά σε ένα σχεδιαστήριο, πιθανά με καφέ και τσιγάρο δίπλα του, και αντί να φτιάξει ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, ένα εργοστάσιο, ένα ξενοδοχείο, μια πολυκατοικία, σχεδίασε αυτό. Και το σχεδίασε σωστά, προσεκτικά, με ακρίβεια. Κάθε λεπτομέρεια είναι στη θέση της.
Κάποιος μαζί με τους συνεργάτες του και τους υφισταμένους του μέτρησε και έκανε την περίμετρο σαν ένα τέλειο, ισοσκελές τρίγωνο. Έκανε ένα ημικύκλιο στη μέση έτσι ώστε να διευκολύνει το πολυβόλο και αποφάσισε το πλακάκι στον χώρο όπου έκαναν τα πειράματα στα πτώματα να πιάνει όλο τον τοίχο, μέχρι κάτω, ώστε να πλένεται εύκολα. Σχεδίασε τις τουαλέτες τη μια δίπλα στην άλλη ώστε οι κρατούμενοι να μην έχουν καν εκεί ιδιωτικότητα και τοποθέτησε (ίσως πρώτα σε μια μακέτα) ένα τούνελ με μια ξύλινη πόρτα δίπλα από τον τοίχο των εκτελέσεων έτσι ώστε τα πτώματα να πηγαίνουν εύκολα στους φούρνους. Κάποιος σχεδίασε το σιδερένιο «Η Εργασία Απελευθερώνει». Και μετά τα σχέδια πήγαν σε τεχνίτες που ανάγκασαν τους κρατούμενους να τα κάνουν πραγματικότητα.
Η ευθύνη του σχεδιαστή, του εργοδηγού, του μηχανικού, που πιθανότατα δεν σκέφτονταν καν εκείνη την ώρα και απλά ένιωθαν πως εργάζονταν, ήταν αυτό που μου έμεινε. Αναρωτιόμουν αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια ευθύνη και πόση και κυρίως το αν αργότερα θα ένιωσαν έστω ελάχιστες ενοχές. Όσο κλισέ και αν ακουστεί, καλό θα ήταν να μην ξεχνά ποτέ κανείς τη δική του μικρή ή μεγάλη ευθύνη ώστε να μην ξαναδούμε ποτέ κάτι τέτοιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη Lifo.gr το 2014 από την Κυριακή Αρκουλή.