«Ovio» στη μιλανέζικη σλανγκ σημαίνει «ξεκάθαρο», «προφανές» και όταν ο δημιουργός ενός εστιατορίου επιλέγει αυτό το όνομα δηλώνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του. «Ovio, όπως ακριβώς θα είναι και η κουζίνα του» λέει ο Πάνος Ιωαννίδης που μας υποδέχεται με χαρά στο νέο το εστιατόριο, τον δικό του χώρο στην καρδιά της Αθήνας, που αποτελεί γι' αυτόν ένα όνειρο που πήρε σάρκα και οστά.
Ο Πάνος Ιωαννίδης έχει γίνει πασίγνωστος μέσω της παρουσίας του στο τηλεοπτικό «MasterChef», αλλά, πριν από αυτό, είχε μεγάλη πορεία σε επαγγελματικές κουζίνες. Ξεκίνησε να μαγειρεύει σε ξενοδοχεία και εστιατόρια της Ιταλίας, δίπλα σε διακεκριμένους σεφ. Ήταν executive chef στη βασιλική Πρεσβεία της Δανίας, αλλά δούλεψε και ως private chef στον πρίγκιπα Αλβέρτο του Μονακό, στον βασιλιά της Ολλανδίας, στον πρίγκιπα Edward Egon von Fürstenberg της Αυστρίας κ.ά. Όμως τα τελευταία χρόνια αναζητούσε την ευκαιρία για έναν δικό του χώρο. «Ήθελα να επικοινωνήσω μέσω της μαγειρικής μου με το ευρύ κοινό. Έχω δουλέψει πολύ στις συνταγές και πιστεύω ότι θα ευχαριστήσω γευστικά τους επισκέπτες μας. Είμαι έτοιμος να με κρίνουν», λέει με χιούμορ αλλά και πάθος στη φωνή του ο κριτής του «MasterChef» και προσθέτει: «Το μενού έχει προκύψει από την προσωπική μου γεύση, τις εμπειρίες, τις μνήμες και τις τεχνικές. Δεν θέλω να είναι κουραστικό, με πολλά υλικά. Είναι casual fine dining. Στόχος μου είναι η πραγματική ουσία και η γεύση ενός καλομαγειρεμένου φαγητού».
Στο Ovio, αν και τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα, όλα λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Το προσωπικό είναι αποτελεσματικό, ευγενικό και σε κάνει να νιώθεις φιλοξενούμενος.
Ο χώρος είναι cozy και αποπνέει φινέτσα και καλό γούστο. Η αρχιτέκτων Αφροδίτη Μπονάτσου επέλεξε έπιπλα design από ξύλο σε φυσική απόχρωση και σίδερο, και άφθονα φυτά. Στο πρώτο επίπεδο η μικρή μπάρα με τα ξύλινα στουλ προσφέρεται για τσιμπολόγημα και οπτική επαφή με τον ξυλόφουρνο, απ' όπου ξεφουρνίζονται οι πίτσες. Μια σιδερένια σκάλα σε φέρνει στο δεύτερο επίπεδο με το γουστόζικο μπαλκονάκι που χαρίζει μια ρομαντική νότα. Η αίσθηση που έχεις είναι αυτή της άνεσης και του οικείου, fine dinning.
Η ψιλόλιγνη φιγούρα του Πάνου, που είναι ζωσμένος με τη μαγειρική του ποδιά, περιφέρεται ανάμεσα στα τραπέζια για να εξηγήσει τα πιάτα αλλά και να ανακαλύψει με ικανοποίηση τα ευχαριστημένα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων που δοκιμάζουν το φαγητό του. Η φιλοξενία και η μαγειρική πάνε χέρι-χέρι και είναι στο DNA του Πάνου, αφού έχει μεγαλώσει με δύο Πολίτισσες γιαγιάδες, δεινές μαγείρισσες. Η φιλοσοφία του είναι πολύ συγκεκριμένη: «φρέσκα και χειροποίητα». Ο σεφ επιμένει στην επιλογή των καλύτερων ποιοτικών υλικών. «Οι πρώτες ύλες, όπου είναι απαραίτητο, έρχονται από Ιταλία, αλλά επιλέγουμε και αρκετά ελληνικά προϊόντα», εξηγεί και προσθέτει: «Όλα είναι χειροποίητα. Οι σάλτσες, οι ζωμοί, τα φρέσκα ζυμαρικά φτιάχνονται στην κουζίνα μας».
Το μενού δεν είναι φλύαρο, προτείνει είκοσι πιάτα και οκτώ πίτσες. «Όλα έχουν νόημα» λέει ο Πάνος και προσθέτει με χαμόγελο: «Γεύσεις αγαπημένες, αυτές που μου αρέσουν να γεύομαι». Άρεσε όμως και σ' εμάς η σαλάτα Caprese με burrata, ντοματίνια μαριναρισμένα σε εσπεριδοειδή και μυρωδικά ραντισμένα με λάδι βασιλικού και δίπλα τα ζελεδάκια ντομάτας που προσθέτουν στο πιάτο το κάτι παραπάνω (€15). Το πιάτο με τον tonno tonnato, στημένο σαν τριαντάφυλλο, είναι ελκυστικό στο μάτι και στη γεύση. Μαριναρισμένα φιλέτα τόνου σε μεσογειακά μυρωδικά και καπνισμένα σε ξύλο ελιάς που απογειώνονται γευστικά από τη σάλτσα με αντζούγιες, κάππαρη, λάιμ και τσίλι και συνδυάζονται σωστά με καππαρόμηλα, κρίταμο και ντοματίνια (€15). Υφή βελούδινη και γεύση απολαυστική, με τα υλικά να κρατούν ιδανική ισορροπία. Στην κουζίνα μαγειρεύουν η Κατερίνα Βάχλα και ο Δημήτρης Παπαπαναγιώτου, «ο οποίος θα έχει τη θέση μου όταν θα απουσιάζω στο "MasterChef"» εξηγεί ο Πάνος.
Τα ποιοτικά υλικά αλλά και την καλή τεχνική ανακαλύπτεις στο χειροποίητο λαβράκι gravlax, που είναι καπνισμένο σε δρυ και έρχεται μαζί με μεσογειακή σαλάτα από όμορφα μαριναρισμένα ντοματίνια, κρίταμο, ψιλοκομμένη κάππαρη και κρεμμύδι πίκλα που ανεβάζει τις εντάσεις (€10). Το carpaccio affumicato από μοσχαρίσιο φιλέτο μαρινάρεται σε ροζ πιπέρι, αλάτι, ζάχαρη και μυρωδικά, καπνίζεται σε οξιά και συνοδεύεται με λάδι ρόκας, κρέμα παρμεζάνας, φιλέτα πορτοκαλιού και πίκλα παντζάρι (€14).
Οι πίτσες, που βασίζονται με παραδοσιακή ναπολιτάνικη ζύμη και ψήνονται σε ξυλόφουρνο, είναι ο ιδανικός πειρασμός για όσους είναι επιρρεπείς στην περιπέτεια της επιθυμίας. H salsiccia lahmacun με μυρωδικά (€13) έρχεται πάνω σε ξύλινη βάση και είναι φτιαγμένη με λεπτή ζύμη και γεύση πικάντικη, με νότες από άγριο μάραθο. Ο Πάνος δηλώνει απερίφραστα ότι είναι από τις αγαπημένες του πίτσες και μας προετοιμάζει για το πιάτο που θα ακολουθήσει: ριζότo με σπαράγγια και λάιμ (€22) ‒ όλη η φινέτσα σε ένα πιάτο. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια κι ευχόμαστε καλή επιτυχία.
Η κουζίνα του Πάνου Ιωαννίδη, χωρίς φιοριτούρες και ακροβατισμούς, σε μεταφέρει άνετα στις γεύσεις που εκείνος αγαπά. Το ανακαλύπτεις ευθύς και στην πίτσα Μarinara με μαριναρισμένο σε mirin λεπτοκομμένο χταπόδι, αντζούγιες και σάλτσα μαρινάρα (€13). Απολαυστική εμπειρία που γίνεται γευστική ανάμνηση. «Έχω κάνει πολλές δοκιμές για να πετύχω τη σωστή ισορροπία των μπαχαρικών» λέει ο σεφ. Το σπαγγέτι κιτάρα με ντοματίνια, σάλτσα πομοντόρο και βασιλικό προσφέρει μια διαφορετική γευστική εμπειρία (€11). «Αυτήν τη σάλτσα που φτιάχνεται με βούτυρο και μυρωδικά τη δοκίμασα στο πρώτο μου ταξίδι στην Ιταλία και με σημάδεψε γευστικά, αφού τότε πήρα την απόφαση να γίνω μάγειρας» εκμυστηρεύεται ο Πάνος. Πληθωρικό είναι το σιγομαγειρεμένο οσομπούκο με άγρια μανιτάρια (μορχέλες, πορτσίνι, αγαρικά) που συνοδεύεται με τηγανητό risotto al salto, μια μιλανέζικη συνταγή (για 2 άτομα/36 ευρώ). Και εδώ, σε αυτό το πλούσιας νοστιμιάς πιάτο, ο σεφ ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του: «Χρόνια πριν το είχα δοκιμάσει στο Μιλάνο από τα χέρια ενός παππού μάγειρα και είχα ενθουσιαστεί».
Η γλυκιά γεύση από τη σοκολάτα αμαρέτο και την crème brûlée βασιλικού και passion fruit θα σας ακολουθεί στον δρόμο της επιστροφής. Η οινική λίστα προσφέρει αρκετές επιλογές από τον ιταλικό κυρίως αλλά και τον ελληνικό αμπελώνα, ενώ η μπάρα σερβίρει πολλές και διαφορετικές εκδοχές σε ammaro. Στο Ovio, αν και τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα, όλα λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Το προσωπικό είναι αποτελεσματικό, ευγενικό και σε κάνει να νιώθεις φιλοξενούμενος. Αποχαιρετώντας τον φιλόξενο οικοδεσπότη, τον ρωτώ πώς αισθάνεται στον νέο χώρο του. Και μου απαντά χωρίς περιστροφές: «Την πρώτη μέρα που άνοιξε το Ovio ήταν σαν το πρώτο μου παιδικό πάρτι».
Ovio, Απόλλωνος 4, Σύνταγμα, 211 4115755
σχόλια