Οι δημόσιες μουσικές δραστηριότητες του Θάνου Μικρούτσικου μπορεί να ξεκινούν πριν την δικτατορία, ενταγμένες στο κύμα των πρώτων ποπ-ροκ συγκροτημάτων και της Μπητλμάνιας, όμως μετά το 1967 πληθαίνουν, καθώς τούτες συνδέονται με το κύκλωμα των μπουάτ.
Ο Μικρούτσικος μελοποιεί από τα πρώτα βήματά του ποιητές, κι ένας από τους πιο αγαπημένους του είναι ο Κώστας Καρυωτάκης. Με δύο ποιήματα του Καρυωτάκη ξεκινά εξάλλου και τη δισκογραφία του.
Είναι ένας δίσκος 45στροφών με τα τραγούδια «Ένα σπιτάκι / Η μυγδαλιά» [Parlophone, 1969], τα οποία αποδίδει μια γνωστή φωνή της εποχής (από την παρουσία της στις μπουάτ) η Βάσω Μεσηνέζη. Τα τραγούδια είναι αυτό που λέμε «νεοκυματικά» (ενορχηστρωμένα για ελαφρά ορχήστρα) θυμίζοντας το ύφος του Γιάννη Σπανού, που τότε κυριαρχούσε στο χώρο. Ήταν ένα συμπαθητικό, αν και άτολμο, ξεκίνημα, που δεν προδίκαζε εκείνο που θα ακολουθούσε.
Τι θα μεσολαβούσε μέχρι το δεύτερο δισκάκι του Θάνου Μικρούτσικου, το 1972 πια;
Βεβαίως οι σοβαρές μουσικές σπουδές δίπλα στον σημαντικό δάσκαλο, συνθέτη και πιανίστα Γ. Α. Παπαϊωάννου και φυσικά τα νέα καθημερινά ακούσματα (σύγχρονη μουσική, τζαζ-ροκ συγκροτήματα, Φρανκ Ζάπα κ.λπ.).
Ελάχιστες φορές στην ελληνική δισκογραφία ο πολυ-χρησιμοποιημένος Καρυωτάκης ευτύχησε μιας αντάξιας (αν μπορεί να υπάρξει τέτοια λέξη) μελοποίησης. Οι «Δον Κιχώτες» χτυπάνε κορυφή, εννοώ, απ' όποια πλευρά και να τους δεις.
Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος στο βιβλίο του Οδυσσέα Ιωάννου Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος / Μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις [Εκδόσεις Πατάκη, Νοέμβριος 2011]:
«Τα ωδεία το 1969 στην Ελλάδα είχαν ένα πολύ συντηρητικό πρόγραμμα σπουδών. Ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου ήταν ο μόνος ο οποίος υποσχόταν ανοιχτούς ορίζοντες. Μαθητής του Άρθουρ Χόνεγκερ και δωδεκαφθογγιστής, άρα θαυμαστής του Σένμπεργκ, δίδασκε στο Ελληνικό Ωδείο, αλλά παρέδιδε και ιδιαίτερα. Δάσκαλος των περισσοτέρων Ελλήνων συνθετών, μέχρι τον θάνατό του. Επέλεγε τους μαθητές του ύστερα από δύσκολες οντισιόν. Έκανα μάθημα μαζί του μία ώρα την εβδομάδα. Για εκείνη την ώρα μελετούσα εξήντα ώρες στο σπίτι. Μέσα σε ενάμιση χρόνο έβγαλα ύλη που στα ωδεία θα χρειαζόμουν πάνω από οκτώ χρόνια. Αρμονία, αντίστιξη, φούγκα.(...) Η βραχεία μαθητεία μου δίπλα του μου προσέφερε εφόδια και γνώσεις, που δεν μπορούσε να μου προσφέρει κανένας άλλος. Μου έκανε οικείο ένα ολόκληρο σύμπαν, κάτι που με βοήθησε πολύ, αργότερα, σε όλο το φάσμα του συνθετικού μου έργου, ακόμη και στο τραγούδι».
Όλα αυτά, οι σπουδές και τα ακούσματα, φαίνονται πλέον καθαρά στο δεύτερο δισκάκι του Θάνου Μικρούτσικου, που θα κυκλοφορούσε κάπου προς το καλοκαίρι του 1972.
Και πάλι δύο ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη ερμηνευμένα τούτη τη φορά, από μια τραγουδίστρια με τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή, την Μαρίζα Κωχ. Ήταν τα «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες / Δον Κιχώτες» [MINOS].
Από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τους «Δον Κιχώτες» –στα μέσα της δεκαετίας του ’80– έχουν περάσει περισσότερο από 30 χρόνια. Παρά ταύτα θυμάμαι ακόμη το σάστισμα, που μου είχε προκαλέσει αυτό το τραγούδι. Γνώριζα βεβαίως την Κωχ από τα πρώτα «διαμαντένια» LP της, όμως τέτοιο κομμάτι ήταν έξω από τη λογική εκείνων των δίσκων της. Ερμηνεία ασύλληπτης δύναμης, μουσική και τζαζ-ροκ ενορχήστρωση πολύ ιδιάζουσα από τον Θάνο Μικρούτσικο και βεβαίως στίχοι (ποίηση) του Κώστα Καρυωτάκη, για τους οποίους στίχους δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα περισσότερο, πέραν τούτου.
Ελάχιστες φορές στην ελληνική δισκογραφία ο πολυ-χρησιμοποιημένος Καρυωτάκης ευτύχησε μιας αντάξιας (αν μπορεί να υπάρξει τέτοια λέξη) μελοποίησης. Οι «Δον Κιχώτες» χτυπάνε κορυφή, εννοώ, απ’ όποια πλευρά και να τους δεις.
Όμως μεγάλο ενδιαφέρον είχε και το «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», που ξεκινά αργά και τελετουργικά, για να αποκτήσει στην πορεία το ίδιο δυναμικά (με τους «Δον Κιχώτες») vibes. Ξεχωρίζουν φυσικά κι εδώ, από την πλευρά της ενορχήστρωσης, οι γραμμές των πνευστών, στις οποίες ο Μικρούτσικος θα αποδειχθεί «μάστορας» (θυμηθείτε για παράδειγμα τις γραμμές του φαγκότου και του κόρνου στο «Federico Garcia Lorca» από το άλμπουμ «Ο Σταυρός του Νότου»).
Για την ιστορία του τραγουδιού είχε μιλήσει ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος στο βιβλίο τού Οδυσσέα Ιωάννου, που αναφέραμε και λίγο πριν:
«Το 1971 παίζω στον Έπαφο, μία μπουάτ στην Κυψέλη –στην οδό Χανίων– μαζί με την Αρλέτα και το 1972 γνωρίζομαι με την Μαρίζα Κωχ. Μαζί αποφασίζουμε να κάνουμε μία δουλειά σε μια μπουάτ στην Πλάκα το 1972, που τη βαφτίζουμε Κιχώτες, από το ομώνυμο τραγούδι που τραγουδούσε η Κωχ και είναι ο δεύτερος μικρός δίσκος μου σε ποίηση Καρυωτάκη επίσης. Έναν χρόνο αργότερα πήρε την μπουάτ ο Χατζιδάκις και την ονόμασε Πολύτροπο. Τότε μου μίλησε η Κωχ για τη Μαρία Δημητριάδη.(…)
Στους Κιχώτες παρουσίασα δύο νέους μουσικούς, τον Αχιλλέα Περσίδη και τον Βασίλη Ρακόπουλο. Ο μεν πρώτος είναι σήμερα ethnic μουσικός κιθάρας, από τους καλύτερους, κι ο άλλος ένας από τους καλύτερους free jazzmen. Ο Βασίλης ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο, μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, κι ο Αχιλλέας δεν θυμάμαι τι ακριβώς ήταν. Έπαιζαν μπλουζ και ήταν στενοί φίλοι. Είχα βαφτίσει το γκρουπ τους Α+Β. Πρωτότυπο! Ήταν και τα Ανάκαρα, μουσικοί που έκαναν δημοτικά τραγούδια, τα οποία είχαν εναρμονίσει με διαφορετικό τρόπο από τον γνωστό. Από τα Ανάκαρα γνωρίσαμε τον Νίκο Ζιώγαλα.(…)
Βασικές τραγουδίστριες η Μαρίζα Κωχ, που ήταν πολύ δημοφιλής τραγουδίστρια τότε, κι η Μαρία Δημητριάδη που ερχόταν από το εξωτερικό, δεν ήταν ιδιαίτερη γνωστή στην Ελλάδα, αλλά είχε το κύρος της “θεοδωρακικής” τραγουδίστριας.(…)
Με τη Μαρίζα λοιπόν κάναμε το 1972 εκείνον τον μικρό δίσκο με τα δύο ποιήματα του Καρυωτάκη – τους “Κιχώτες” και το “Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες”. Στη διάρκεια των προβών η Μαρίζα αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην EMI και την MINOS. Στον προηγούμενο δίσκο είχα γνωριστεί με τον Αχιλλέα Θεοφίλου(…).
Ο Αχιλλέας, με σπουδές στην Ελβετία, επιστρέφοντας στην Ελλάδα δούλεψε στη δισκογραφία: αρχικά στον Μάτσα, αλλά το 1972 πήγε στον Λαμπρόπουλο. Μου ζήτησε να πάω στην EMI να μου γνωρίσει τον Λαμπρόπουλο. Ο Λαμπρόπουλος ήταν ένα όνομα μυθικό της δισκογραφίας. Με βλέπει στο καμαράκι και μου ζητάει ν’ ακούσουμε κάτι δικό μου. Ακούει τους “Κιχώτες” και γυρίζει και λέει μπροστά μου: “Δώστε ένα συμβόλαιο στον κύριο Μικρούτσικο, να γράψει ο ίδιος το ποσό και να υπογράψουμε”. Με ένα τραγούδι ο άνθρωπος αυτός με πίστεψε – και βγαίνουν αληθινά αυτά που έλεγαν όλοι ότι ο Λαμπρόπουλος έβγαλε τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση. Με ένα τραγούδι! Δεν του πήγα δέκα, τους “Κιχώτες” μόνον. Η Μαρίζα όμως υπογράφει στη MINOS, κι έτσι υπογράφω κι εγώ στον Μάτσα τριετές συμβόλαιο και βγαίνει το δισκάκι. Γι’ αυτό δεν συνεργάστηκα ποτέ με τον Λαμπρόπουλο».
Όσα λέει ο Μικρούτσικος στον Ιωάννου τα επιβεβαιώνει μια διαφημιστική φωτογραφία στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (#220, 10-26 Οκτωβρίου 1972). Η μπουάτ λεγόταν Δον Κιχώτες (και όχι Κιχώτες), ενώ πιο πριν λεγόταν Αυλαία και ήταν στην Πλάκα φυσικά (Σωτήρος 19).
Στο σχήμα η Μαρίζα Κωχ, η Μαρία Δημητριάδη, τα Ανάκαρα, οι Α+Β (ο Αχιλλέας Περσίδης και ο Βασίλης Ρακόπουλος δηλαδή, όπως μας αποκάλυψε ο Μικρούτσικος) και ακόμη η Ελένη Νασιάκου (τραγουδίστρια της εποχής, που κάποια στιγμή πέρασε και από τα Ανάκαρα).
Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς κυκλοφόρησε το δισκάκι «Δον Κιχώτες / Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», αν και από κάποια μικροψαξίματα και υποθέσεις νομίζω πως πρέπει να μιλάμε για το καλοκαίρι του ’72 (αναφέρθηκε και πιο πάνω).
Επίσης ένα περίεργο με την έκδοση αφορά στο back cover (το 45άρι είχε εξώφυλλο-φάκελο), καθώς διαβάζουμε σ’ αυτότα ονόματα των μουσικών που συμμετείχαν στην εγγραφή – κάτι όχι σύνηθες ακόμη και για τα LP εκείνη την εποχή (πόσω μάλλον για 45άρι).
Έχουμε και λέμε λοιπόν: Γιώργος Αρχοντίδης τρομπόνι, Γιάννης Θεοδωρίδης τρομπέτα, Χάρης Καλέας πιάνο, Κώστας «Καράλης» Καραγιαννόπουλος ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Λαβράνος ντραμς, Νίσσος Πανταζής μπάσο, Φίλιππος Τσεμπερούλης φλάουτο, ενώ η ενορχήστρωση και η διεύθυνση της ορχήστρας ήταν, φυσικά, τού Θάνου Μικρούτσικου.
Και κάτι ακόμη που έχει ενδιαφέρον.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του εξωφύλλου (Π. Δεληκάρης) του σινγκλ της MINOS, με την Μαρίζα Κωχ σε κατάσταση ερμηνευτικής έκστασης, υπάρχει ως έγχρωμο εξώφυλλο και στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ εκείνης της περιόδου (#203, 29 Ιουνίου 1972).