Πολύ πριν οι γυναίκες φορέσουν σακάκια με βάτες τη δεκαετία του '80 και πολύ πιο πριν από τις στιλπνές, μαγνητικές γυναικείες μορφές στο βίντεο «Αddicted to love» του Robert Palmer, η γιαγιά του αποκαλούμενου «hard chic» έβαλε σπόρους λουλουδιών στ' αυτιά της με την ελπίδα πως θα μεγαλώσουν και θα καλύψουν το πρόσωπο της, δίνοντάς της τη δυνατότητα να κρυφτεί απ' όλα. To 1932 η Έλσα Σκιαπαρέλι ήταν η μεγαλύτερη αντίπαλος της Coco Chanel, γνήσια Ιταλίδα αριστοκράτισσα, παραμελημένο παιδί, μεγάλη γλεντζού και η πρώτη δημιουργός ρούχων που έδειξε πως στη μόδα χωράνε οι συνεργασίες, τα ασχημoόμορφα, η τέχνη και το χιούμορ, καθώς και πως μια επίδειξη μόδας μπορεί να γίνει τόπος ψυχαγωγίας.
Χρωστάμε πολλά στη Σκιαπαρέλι, της οποίας η ιστορία χάθηκε και διαστρεβλώθηκε πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο της, καθώς το «θηλυκό» και το «όμορφο» του 20ού αιώνα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν χωρούσε τον τυχοδιωκτισμό της σκέψης της. Ωστόσο εκείνη ήταν πρώτη που έδειξε και εξήγησε πως μπορούμε να φοράμε ρούχα με αφορμή τα οποία ξεκινά μια συζήτηση, ρούχα που κάνουν ένα πνευματώδες αστείο, χτυπούν μια ευαίσθητη χορδή.
Αλλά για να εξηγήσουμε λίγο τα πράγματα, η Έλσα γεννήθηκε μία μέρα πριν από την ημερομηνία που έμελλε να χαραχτεί στη μνήμη της ανθρωπότητας, την 11η Σεπτεμβρίου, δηλαδή στις 10 του μήνα, το έτος 1890. Μεγάλωσε στο Palazzo Corsini. Ήταν κόρη μιας απογόνου των Μεδίκων και ενός διάσημου καθηγητή με εξειδίκευση στον ισλαμικό πολιτισμό και στον Μεσαίωνα, εξπέρ στα σανσκριτικά. Ο θείος της ήταν αστρονόμος, εκείνος που ανακάλυψε τα «κανάλια» του Άρη. Ένας ξάδελφός τους ήταν ο Ιταλός αιγυπτιολόγος που ανακάλυψε τον τάφο της Νεφερτίτης.
Μεγάλωσε πεπεισμένη για την ασχήμια της, γι' αυτό φρόντιζε πάντα τα ρούχα της να βγάζουν προς τα έξω αυτό που υπήρχε μέσα της και να σφύζουν από αυτοπεποίθηση.
Εκείνη μεγάλωνε χωρίς αγάπη, με τεράστιο ενδιαφέρον για τις περιπέτειες, τον μυστικισμό, τη μαγεία, τις εξεγέρσεις και τους αρχαίους κόσμους. Έγραφε ποίηση και εκνεύριζε τόσο την οικογένειά της που την έστελνε εσωτερική σε ελβετικό οικοτροφείο μέχρι που αρρώσταινε τόσο, που έπρεπε να την πάρουν πίσω. Ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για οτιδήποτε μεταφυσικό, τη μετενσάρκωση, την αστρολογία, την ανάγνωση της παλάμης, τη μελλοντολογία. Μεγάλωσε πεπεισμένη για την ασχήμια της, γι' αυτό φρόντιζε πάντα τα ρούχα της να βγάζουν προς τα έξω αυτό που υπήρχε μέσα της και να σφύζουν από αυτοπεποίθηση.
Για να γλιτώσει από τον υποψήφιο γαμπρό, έναν πλούσιο Ρώσο, η Έλσα δέχτηκε να φροντίζει ορφανά παιδιά σε ένα ίδρυμα στο Λονδίνο μετά από πρόταση ενός φίλου. Εκεί παρακολούθησε μια ομιλία θεοσοφίας, γνώρισε τον ομιλητή και την επόμενη μέρα τον αρραβωνιάστηκε. Αν περίμενε λίγο, πιθανότατα θα καταλάβαινε πως επρόκειτο για έναν απατεώνα, έναν τσαρλατάνο. Ο Wilhelm de Kerlor ήταν γοητευτικός, έγινε γνωστός με διάφορα ονόματα, έλεγε πως ήταν Πολωνός, ενώ ήταν Ελβετός, και προωθούσε τον εαυτό του ως γιατρό, ντετέκτιβ, μέντιουμ, προφήτη και καθηγητή εμφορούμενο από ψυχικές δυνάμεις. Ο γάμος έδωσε στο ζευγάρι μια γενναία προίκα, που προερχόταν από τη μεριά της νύφης. Η Έλσα ήταν 25 χρονών ‒εκείνος 30‒ και πίστευε πως είχε γίνει κοντέσα.
Έναν χρόνο μετά τον γάμο τους τούς έδιωξαν από την Αγγλία, καθώς το να διαβάζεις την παλάμη θεωρούνταν παράνομο. Γύρισαν στην Ευρώπη, όπου και έμειναν, ώσπου αποφάσισαν να πάνε στην Αμερική. Ήταν άνοιξη του 1916. Βρήκαν ένα γνωστό ξενοδοχείο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και ξεκοκάλισαν τα τελευταία χρήματα της προίκας.
Συγχρόνως έκαναν τα πάντα για τραβήξουν την προσοχή του Τύπου, από εκδηλώσεις μέχρι βιβλία, οτιδήποτε για να βγάλουν λεφτά. Η Έλσα έγινε το δεξί του χέρι: υπνωτιζόταν, έδειχνε το μέλλον, επιμελούνταν τις κάρτες και τις διαφημίσεις του. Μαζί του εξέλιξε την τέχνη του τυχοδιωκτισμού, τον τρόπο να κερδίζει την προσοχή του κόσμου, να προωθεί οτιδήποτε. Απέκτησαν μια κόρη και πριν γίνει ενός έτους ο Wilhelm de Kerlor τις εγκατέλειψε. Η μικρή Gogo αρρώστησε από πολιομυελίτιδα. Όλα αυτά εν έτει 1920.
Η Έλσα δεν προσπάθησε ποτέ να έρθει σε επαφή με τον πρώην σύζυγό της και κάθε φορά που η κόρη της ρωτούσε για τον πατέρα της εκείνη της απαντούσε πως ήταν νεκρός. Άλλαξε σύντομα το επίθετο της κόρης της σε Σκιαπαρέλι για να μη διεκδικήσει ποτέ τίποτα και στην αυτοβιογραφία της δεν αναφέρει πουθενά το όνομά του. Αλλά την περίοδο που αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, η Έλσα είχε αποκτήσει μια καινούργια φίλη, την Gabrièlle Buffet-Picabia, αλλιώς Gaby, σύζυγο του ντανταϊστή ζωγράφου Francis Picabia.
Η Έλσα, χάρη στη φίλη της, μπαίνει στην εκλεκτική, απόλυτα νεωτεριστική και γεμάτη ταλέντα αβανγκάρντ περιζήτητη κλίκα καλλιτεχνών όπως ο Michel Duchamp, ο Man Ray και η ομάδα των σουρεαλιστών. Συχνάζουν στο Boeuf sur le toit, ένα μπαρ-καμπαρέ που θα γράψει τη δική του ιστορία στον Μεσοπόλεμο.
Η Έλσα δεν έχει χρήματα. Γνωρίζει τον Σαλβαντόρ Νταλί και η σύνδεση που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι σχεδόν καρμική. Τους ενώνουν τα ίδια πράγματα, το πάθος για τη μεταφυσική, το υποσυνείδητο, οι εφιάλτες και η πρόθεση να φέρουν τον κόσμο ενώπιος ενωπίω με τα μυστικά του, χτυπώντας τον χαριτωμένα στην πλάτη. Η επικοινωνία τους είναι μοναδική και καθώς η Έλσα φτιάχνει ένα φόρεμα από ένα τεράστιο κομμάτι υφάσματος, ενώνοντάς το μονάχα με καρφίτσες στο σώμα της φίλης της, Gaby, κερδίζει την προσοχή του μεγαλύτερου μόδιστρου στο Παρίσι εκείνη την εποχή, του Paul Poiret, ο οποίος την ενθαρρύνει να συνεχίσει να φτιάχνει ρούχα. Μολονότι δεν έχει τα χρήματα να αγοράσει τα δικά του, της χαρίζει τα πιο προκλητικά και «δύσκολα», γνωρίζοντας καλά πως μόνο εκείνη μπορούσε να υποστηρίξει.
Η Έλσα έχει βρει πια την ευκαιρία που αναζητούσε καιρό. Πλησιάζει τα 37. Το πρώτο της ρούχο είναι μαύρο πλεκτό που το φτιάχνει μια Αρμένισσα πλέκτρια, με την ψευδαίσθηση ενός φιόγκου στη λαιμόκοψη. Ένας Αμερικανός το βλέπει και της κάνει παραγγελία για 40 σετ, φούστα-μπλούζα. Δεν έχει φτιάξει ποτέ στη ζωή της φούστα.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά η Έλσα αγκαλιάζει όλη την εκκεντρικότητα, την ιδιορρυθμία και την εξτραβαγκάντζα της, προφέροντας ιδέες σαν αστεία για να της εφαρμόσει πάνω σε ρούχα: «Τι θα γινόταν αν έφτιαχνα ένα κολιέ με συλλογή εντόμων;», «Πώς θα φαινόταν μια γόβα σαν καπέλο;», «Αν υπήρχαν σουέντ μποτάκια με γούνα από μαϊμούδες;», «Αν φόραγα ένα ζευγάρι γάντια με βαμμένα νύχια πάνω τους», «Κουμπιά μικροί κολυμβητές;». Παίρνοντας όλη τη σημειολογία από τη δουλειά του Νταλί και φέρνοντάς τον να δουλέψει μαζί της στο ατελιέ, όπως και άλλους καλλιτέχνες, η Έλσα καταφέρνει να κάνει για πρώτη φορά κάτι που εκείνη τη στιγμή φαίνεται σχεδόν αναγκαίο, να παντρέψει τη μόδα με την τέχνη. Τα ρούχα που φτιάχνει, όμως, έχουν την ιταλική λογική. «Χτίζουν» γύρω από το σώμα μιας γυναίκας, δεν συμφωνούν με τις απαιτήσεις του.
Τα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που πέρασε στη Νέα Υόρκη της έδωσαν την αυστηρότητα και την καθαρότητα στις γραμμές, τη γεωμετρία του μοντερνισμού. Σε αντίθεση με την αντίπαλό της, Coco Chanel ‒αμφότερες αντιλαμβάνονται, βέβαια, τις αλλαγές που βιώνει η μοντέρνα γυναίκα‒, εκείνη δεν επιδιώκει την άνεση ή τη θηλυκότητα, την ομορφιά επαναπροσδιορισμένη. Είναι σέξι, αλλά είναι άβολη, μεγαλοπρεπής και δυναμική. Απεχθάνεται το όμορφο. Στις εντολές που θα δώσει πολύ αργότερα ξεκαθαρίζει πως οι γυναίκες που επιδιώκουν να δείχνουν όμορφες είναι αυτές που δεν έχουν γούστο. Οι Αμερικανοί ξετρελαίνονται με τις προτάσεις της και ξεπουλάει στην Αμερική. Παράλληλα οι γραμμές της εμπνέουν τα ρούχα του κινηματογράφου και σταρ του Χόλιγουντ γίνονται πελάτισσές της.
Η Wallis Simpson αγοράζει ένα φόρεμα με έναν τεράστιο αστακό (σύμβολο ευνουχισμού στα παιχνίδια του Νταλί) και το φοράει στη φωτογράφιση της από τον Cecil Beaton στη «Vogue» όταν παντρεύεται τον πρίγκιπα Εδουάρδο. Ενσωματώνει σουτιέν στα μαγιό. Φτιάχνει σακάκια για να συνοδεύουν τα βραδινά φορέματα. Βάζει φερμουάρ στα φορέματα, φτιάχνει περίεργες, ολόσωμες φόρμες. Αποφασίζει πως το αγαπημένο της φούξια ροζ θα έχει το δικό του όνομα: «Shocking Pink».
Είναι πάντα σε όλα τα πάρτι, φτιάχνοντας μια μεγάλη, τρανταχτή περσόνα που είναι αδύνατο να ξεχάσεις. Μπαίνει στο εξώφυλλο του περιοδικού «ΤΙΜΕ». Βάζει το όνομά της σε μπουκαλάκι αρώματος, απομίμηση του πληθωρικού στήθους της Mae West, την εποχή που οι γυναίκες προσπαθούσαν να έχουν στήθος πλάκα, καταπιέζοντάς με ταινίες. To μυστικό της ήταν πως κοίταζε τα ρούχα χωρίς κανέναν από τους συμβατικούς κανόνες που άλλοι μόδιστροι διδάσκονταν επί χρόνια και, απαλλαγμένη από το φορτίο αυτής της οπτικής, τολμούσε να δουλέψει όπως οι καλλιτέχνες γύρω της. Η στιγμή ήταν ιδανική. Το 1939 ο κόσμος τής ανήκε.
Όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Έλσα, πιστή στις εκκεντρικές της εμμονές, αποφάσισε να μην αλλάξει τίποτα. Πήγε στη Νέα Υόρκη, αλλά κράτησε διαμέρισμα, ατελιέ και δραστηριότητα στο Παρίσι ‒ σταμάτησε όμως να σχεδιάζει. Όλοι την υποπτεύονται για κατάσκοπο, κάθε φορά για διαφορετική παράταξη.
Μετά το τέλος του πολέμου, ωστόσο, κανένας δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα με το υποσυνείδητό του μέσω ενός γυναικείου φορέματος. Ο σουρεαλισμός είναι κάτι που κανένας δεν θέλει να συζητά. Ο Christian Dior επαναφέρει τη γυναίκα-λουλούδι, φορέματα που είναι για να τα θαυμάσεις, να ονειρευτείς μέσα από αυτά τη ρομαντική εικόνα της γονιμότητας. Η Έλσα δεν μπορεί να πιάσει την αλλαγή ή μπορεί απλώς να την αρνείται, αλλά είναι πολύ γνωστή για να παροπλιστεί.
Το 1950 φέρνει στο ατελιέ της έναν νέο σχεδιαστή, τον Hubert Givenchy. Όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη φορά που τη γνώρισε εκείνη φορούσε ένα ζευγάρι παπούτσια, το καθένα με διαφορετικό χρώμα. Ο οίκος παρουσιάζει την τελευταία του συλλογή το 1954. Είναι η χρονιά που επιστρέφει η Coco Chanel και η συλλογή της έξυπνα αναπλάθει τη γυναικεία ομορφιά με τον φρέσκο, μοντέρνο, καθόλου επώδυνο τρόπο που ο κόσμος έψαχνε εκείνη τη στιγμή.
Στην αυτοβιογραφία της μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, έχει ένα σωρό ανακρίβειες, μυστικά, σύμβολα και οδηγίες. Αλλά εξομολογείται πώς έγινε σχεδιάστρια μόδας απρόσμενα, ενώ πάντα ήθελε να λέει τις καλύτερες ιστορίες, αυτές που θα θυμούνταν όλοι.