Η συντριπτική πλειοψηφία των εκδόσεων στην Ελλάδα -από τη λογοτεχνία και τα σχολικά εγχειρίδια μέχρι τα λευκώματα και τους ταξιδιωτικούς οδηγούς- έχει πλαστικοποιημένα εξώφυλλα. Για την ακρίβεια, είναι πολύ άσχημα αλλά με super gloss (ή και καλά εναλλακτικά ματ) πλαστικοποίηση. Κυρίως δε, είναι εκτός θέματος, δηλαδή όταν τελειώνεις ένα βιβλίο, συνειδητοποιείς ότι ο σχεδιαστής του ανάθεμά κι αν έχει διαβάσει έστω την περίληψη του οπισθόφυλλου. Το χειρότερο, όμως, με τα «πλαστικά» βιβλία στις μέρες του e-book είναι η αφή, η χαμένη αίσθηση του αντικειμένου. Η χαμένη απόλαυ- ση της αφής. Περιεχόμενο μπορείς να βρεις και στο ίντερνετ (όπως και απόλαυση), αλλά η μοναδικότητα ενός χειροποίητου βιβλίου ως αντικειμένου είναι σχεδόν αφροδισιακή (και μπορείς να χρησιμοποιήσεις το ίντερνετ για να το παραγγείλεις). Στην amazon, για παράδειγμα, οι πωλήσεις των graphic novels, κόμιξ και υβριδικών περιοδικών εκδόσεων ανεβαίνει κατακόρυφα. Σαν το βινύλιο ένα πράγμα. Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τα βιβλία καλλιτεχνών στις μέρες μας ως το artwork των μουσικών.
Την κληρονομιά των προγονών σου την κουβαλάς, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Στην περίπτωση που την υπηρετείς λέγεται παράδοση, κι αν θες να της πας κόντρα, πρέπει να την υπερβείς, να τη μετουσιώσεις με νεωτερικό λόγο σε κάτι επίκαιρο. Μόνο τότε οι δημιουργοί-καλλιτέχνες έχουμε τύχη (αυθαίρετο, αλλά βάζω και τον εαυτό μου μέσα, ως γραφίστα).
Τι θέλει να μας πει, λοιπόν, σήμερα μια έκθεση βιβλίων καλλιτεχνών του ενός ή ελάχιστων αντιτύπων από το Εργαστήριο Γραφικών Τεχνών Τυπογραφίας και Τέχνης του Βιβλίου στο Μέγαρο Σταθάτου του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης;
Εκ πρώτης όψεως, σε πολλούς αναγνώστες ελάχιστα, όμως σε μια δεύτερη ανάγνωση, έχει να υπενθυμίσει, να διευρύνει, να ευαισθητοποιήσει, να αφυπνίσει, να συμβάλει, εντέλει, στη δημιουργία ενός σύγχρονου κριτηρίου.
Να υπενθυμίσει ότι ο Αιγύπτιος εκ Παρισίων ορμώμενος χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός, ιδρυτής του Εργαστηρίου το 1939, επί τρία χρόνια (1953-56), μαζί με τους μαθητές του, δημιούργησε έναν τυπογραφικό μύθο. Οι «Δέκα Λευκοί Λήκυθοι» αποτελούν έναν άθλο δεξιοτεχνίας και πλαισιώνεται εκθεματικά στο ισόγειο μαζί με άλλα livres d' artistes των μαθητών της εποχής, όπως η Βάσω
Κατράκη και ο Γραμματόπουλος '28ο κατοπινός διευθυντής του Εργαστηρίου και σχεδιαστής των αρχετυπικών αλφαβηταρίων Α' και Β' Δημοτικού των δεκαετιών '50-'60-'70, με τους αγαπημένους ήρωες Λόλα, Μιμή, Άννα, Έλλη κ.ά.).
Να διευρύνει το προσδόκιμο της ζωής του βιβλίου, δίνοντας μια άλλη διάσταση, σαν απάντηση στο ερώτημα «πού πάει η αγορά», να δι- ευρύνει τους ορίζοντες των νέων καλλιτεχνών φέρνοντάς τους πιο κοντά, πιο «μέσα» στην τεχνική της τέχνης τους ώστε να οδηγηθούν σε άλλα μονοπάτια, ν' αναζητήσουν δρόμους όπως εκείνον που θα σου φέρει το φλερτ με το γκραφίτι, τα κόμιξ, τη γραφιστική, την οπτική επικοινωνία. Ένα μομέντουμ όλων αυτών από παλιά υλικά, από αρχαία ψυχοσύνθεση ποτισμένα σαν το χαρτί πριν την ασφυκτική πίεση, να βγει στραγγισμένο, μοντέρνο, επίκαιρο, αναγκαίο.
Να ευαισθητοποιήσει αναγνώστες, εκδότες, τυπογράφους, μαρκετίστες, συλλέκτες, υπεύθυνους προϊσταμένους και υφισταμένους, πρόσωπα που εμπλέκονται θεσμικά, αλλά περιπλέκουν εγωιστικά, από τους ίδιους τους φοιτητές της ΑΣΚΤ (βλ. κατάληψη προ δεκαετίας λόγω άρνησης δημιουργίας Τμήματος Εφαρμοσμένων Τεχνών) μέχρι τους κλητήρες, ώστε να καταλάβουν ότι ο κόπος, η επιμονή, η προσήλωση και η πίστη οδηγούν πάντα σε ανταγωνιστικά «προϊόντα». Και τα προϊόντα πνευματικής δημιουργίας έχουν πολύ μεγάλο χρόνο ζωής.
Να αφυπνίσει (προσπαθεί) την ταυτότητα μιας λοκάλ κουλτούρας ή τουλάχιστον τη «συζήτηση» γι' αυτήν. Να λειτουργήσει σαν βατήρας όπου θα «πατήσει» για να εκτιναχθεί σε ένα διεθνές πλαίσιο με το οποίο θα έλθει σε όσμωση, σε «γάμου κοινωνία».
Μα, καλά, τα καταφέρνει όλα αυτά η έκθεση του Εργαστηρίου Τυπογραφίας; Και ναι και όχι, ίσως, βεβαίως-βεβαίως, σούπερ, α μπα, μμμ.., όσοι επισκέπτες, τόσες απαντήσεις. Γιατί ό,τι είναι προσωπικό μέσω της τέχνης μπορεί να γίνει κοινό, ό,τι είναι κοινωνικό μπορεί να γίνει προσωπική υπόθεση και πάει λέγοντας. Γιατί ακόμα και ένα εισιτήριο του τραμ (sic) πρέπει να διαπαιδαγωγεί, να παρέχει αισθητική απόλαυση κατά Κεφαλληνό.
Το Εργαστήριο σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί χάρη στα «σηκωμένα μανίκια» της Λεώνης Βιδάλη, που από το 2002 κατάφερε να το επανασυστήσει, τρόπον τινά, να το κάνει να απορροφήσει και να δημιουργήσει αποφοίτους καθώς και να αποκτήσει μια εξωστρέφεια. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε χάρη στον κόπο των σπουδαστών του Εργαστηρίου και τη φιλόξενη στάση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
σχόλια