> Γεννήθηκα στην οδό Ασκληπιού, πλάι στο σπίτι του Παλαμά. Δεν ξέρω αν έχει παίξει ρόλο αυτό στην αγάπη μου για τη λογοτεχνία. Μετά μετακομίσαμε και πήγαμε στην πλατεία Αγάμων, μετέπειτα πλατεία Αμερικής.
> Όταν έγινε ο πόλεμος ήμουν δέκα χρόνων. Η Αθήνα στην Κατοχή, αν και τότε ήμουν μικρό παιδί και τριγύριζα στη γειτονιά μου, ήταν γεμάτη φοβερές σκηνές: άνθρωποι μέσα σε καροτσάκια που πέθαιναν απ’ την πείνα, κρεμασμένοι στην πλατεία Αμερικής. Σχολείο μια πηγαίναμε, μια δεν πηγαίναμε. Εγώ τότε ήμουν στο Αρσάκειο του Ψυχικού, το οποίο έγινε αμέσως νοσοκομείο. Αν βρίσκανε απ’ το σχολείο κάποιο διαμέρισμα, πηγαίναμε για μάθημα. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στη δική μου γενιά ίσως μερικές από μας να βγήκαμε έτσι με όρεξη για τα γράμματα και το διάβασμα ακριβώς επειδή δεν πηγαίναμε σχολείο και μας άνοιξαν άλλοι ορίζοντες.
> Το πρώτο βιβλίο που μου εντυπώθηκε ήταν ο Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς. Διάβαζα πάρα πολύ λογοτεχνία -Ιούλιο Βερν, Πηνελόπη Δέλτα-, και μετά, όταν έγινε ο πόλεμος, είχα έναν φίλο που είχε όλη τη ρωσική λογοτεχνία: Ντοστογιέφκσι, Τολστόι, Γκόρκι. Έχω ακόμα το Υπόγειο σε αυτές τις υπέροχες, παλιές μεταφράσεις των εκδόσεων Γκοβόστη. Μάλιστα, ήμασταν μια παρέα παιδιά που με ό,τι χαρτζιλικάκι μας δίνανε, πη-γαίναμε σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη Γ’ Σεπτεμβρίου, αγοράζαμε ένα βιβλίο και μετά το μοιραζόμασταν.
> Έχω αναρωτηθεί πώς ορισμένα κορίτσια απ’ τη δική μου τη γενιά, μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες ήταν οι περισσότερες μαμάδες στα σπίτια, τολμήσαμε να κάνουμε την επανάσταση και σκέφτηκα ότι ήταν το πρότυπο της αντάρτισσας: η γυναίκα που έχει τα φισεκλίκια και είναι ισότιμη με τον άντρα και πολεμάει. Αυτό ήταν που μας έδωσε ένα πρότυπο, ότι μπορεί και η γυναίκα να σπουδάσει και να σταδιοδρομήσει, να κάνει αυτό που θέλει και να πάει αντίθετα σε μια πατριαρχική οικογενειακή δομή, η οποία έλεγε «το κορίτσι είναι για τον γάμο». Εγώ πήρα μια υποτροφία κρυφά απ’ τον πατέρα μου για να φύγω στη Νέα Υόρκη κι έτσι είπα «au revoir et merci»!
> Έφτασα στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 19 ετών για να σπουδάσω Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ο πατέρας μου νόμιζε ότι είχα πάει να επισκεφτώ τον θείο μου και τη θεία μου. Όταν, πια, έφτασα στην Αμερική, του έγραψα ένα γράμμα: «Εγώ αποφάσισα να μείνω εδώ να σπουδάσω, δεν θα σε επιβαρύνω». Στη Νέα Υόρκη ήταν τόσο διαφορετικά όλα, η οπτική, ο χώρος. Στην Αθήνα η κλίμακα ήταν ανθρώπινη, με μονώροφα σπίτια, και ξαφνικά βρέθηκα στην 5η Λεωφόρο με τους ουρανοξύστες. Το Κολούμπια ήταν καταπληκτικό πανεπιστήμιο. Είχε πάρα πολύ καλούς καθηγητές, καταπληκτικές βιβλιοθήκες κι ένα σύστημα ελεύθερο, χωρίς φραγμούς.
> Στο Καίμπριτζ πήγα μεγάλη πια, στη δεκαετία του ’70, σε ηλικία 38 ετών. Έμεινα έξι χρόνια εκεί ως fellow και λέκτορας. Όταν έπεσε η δικτατορία είπα να γυρίσω πίσω, να βοηθήσω τον τόπο μου. Είχα ήδη βάλει υποψηφιότητα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, και όταν με πήρε ο Γιώργος Σαββίδης να μου πει «σε εκλέξαμε, θα έρθεις», όλο το δίλημμα που είχα περάσει «to be or not to be», «to go or not to go» έληξε. Είπα θα πάω και δεν το μετάνιωσα. Εγκαταστάθηκα στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να το ζήσω, να είμαι παρούσα, να έχω την επαφή μου με τα παιδιά. Έμεινα 17 χρόνια, την αγάπησα πάρα πολύ. Έχει αλλάξει πολύ η Θεσσαλονίκη. Τότε ήταν μια επαρχιακή πόλη και οι Θεσσαλονικείς είχαν αυτό που εγώ αποκαλούσα «σύνδρομο Τσέχωφ», αυτό που λέγανε οι Τρεις Αδελφές: «Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα».
> Το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω συγγραφέας, κι έγραφα συνέχεια. Μολαταύτα, όταν πια αρχίζεις να μελετάς και διαβάζεις τ’ αριστουργήματα του Τζόις και του Κάφκα, μπορείς να πάθεις writers’ block, το μπλοκάρισμα του συγγραφέα. Εγώ κάπου μπλοκαρίστηκα και στράφηκα προς την επιστημονική γραφή. Πού και πού έγραφα. Δημοσιεύτηκαν 1-2 διηγήματά μου στα αγγλικά, και μετά σταμάτησα τελείως. Με τον θάνατο της μητέρας μου, ξαφνικά, πήγα πίσω στα παιδικά μου χρόνια και βρέθηκα να γράφω αυτά τα διηγήματα, και μάλιστα μου έκανε εντύπω- ση πώς, ύστερα από τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτό το χρυσωρυχείο του λόγου που έχουμε όλοι μέσα μας και χρησιμοποιούμε ελάχιστα, βγήκε αυτό το πράγμα. Θα ’θελα να μπορούσα να γράψω κι άλλο έτσι.
> Έχω σκεφτεί ότι έχει έναν μεγάλο κίνδυνο η λογοτεχνική γλώσσα. Δηλαδή, για να μπεις πραγματικά μέσα στη γλώσσα της λογοτεχνίας, πρέπει να είσαι έτοιμος να πέσεις στην άβυσσο. Θέλει πάρα πολύ θάρρος. Πολλοί που γράφουνε δεν μπορούνε να φτάσουν κάπου στα άκρα και ίσως αυτό μ’ έκανε να συγκρατηθώ και να μείνω στην επιστημονική γραφή εκεί όπου υπάρχουν μεν οι κίνδυνοι, αλλά παραμένω σε μια κοινότητα.
> Υπάρχουν κάποιοι εξαιρετικοί Έλληνες συγγραφείς: η Ζυράννα Ζατέλη, ο Αριστείδης Αντωνάς, ο Δημήτρης Δημητριάδης. Θέλω να δω τι μέλλον θα έχει το μυθιστόρημα. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος δεν θα σταματήσει να γράφει ποιήματα ή να κάνει τέχνη και μουσική, εκτός κι αν του το απαγορεύσουνε - ακόμα και τότε, όμως, θα τα κάνει κρυφά. Νομίζω ότι είναι σύμφυτο με τον άνθρωπο, ιστορικά ακόμα. Είναι αυτό το ιστορικό DΝΑ το οποίο, όσο κι αν θέλουν οι νέες τεχνολογίες του χρόνου να το σβήσουν, θα επιζήσει, όπως και ο λόγος της καταγγελίας. Ο κόσμος πάντα θα βγαίνει και θα καταγγέλλει το σύστημα, τη συμπεριφορά, την ηθική. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να σβήσει αυτές τις κληρονομιές.
> Όταν μου δόθηκε το βραβείο από την Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων, έβγαλα έναν λόγο για την οικονομική κρίση και τις ανθρωπιστικές σπουδές, που δέχονται επίθεση από παντού. Οι ξένες φιλολογίες, η φιλοσοφία, οι πολιτικές επιστήμες, απλώς δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς. Τρελαίνομαι με όλη αυτή την επίθεση που γίνεται στις ανθρωπιστικές επιστήμες, στην ιστορία, με όλο αυτό το αγοραίο πνεύμα που κυριαρχεί. Κάθε βράδυ, στις 8.00, σε όλα τα κανάλια βλέπεις απ’ τη μια τον εκφωνητή, απ’ την άλλη τα ευρώ να κυλάνε, κάποιον να μετράει λεφτά. Η κυριαρχία του χρήματος είναι παντού. Τρελαίνεσαι να βλέπεις τις δεσμίδες από τα χαρτονομίσματα να βγαίνουν απ’ τις μηχανές και τα ευρώ να βγαίνουν από τις κορνουκόπιες. Σκέφτομαι, τι κάθομαι εδώ και γράφω για τον Σαίξπηρ;
σχόλια