Η ΤΕΧΝΗ της μαγειρικής και η μαγειρική στην τέχνη. Γύρω από αυτήν τη θεματική κινείται το 28ο τεύχος του τριμηνιαίου περιοδικού «(δε)κατα», ενός εξαιρετικού πειράματος στον χώρο των εκδόσεων. Όπως γράφει στην εισαγωγή ο ειδικός «αρχισυντάκτης», Γιάννης Ευσταθιάδης: «το “Οίνος, Έδεσμα, Τέχνη” είναι ένα τεύχος γαστρονομικής τέχνης από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα». Το περιοδικό είναι χωρισμένο σε δέκα ενότητες, στις οποίες θα βρείτε μια πληθώρα ελληνικών και ξένων ανέκδοτων κειμένων και ποιημάτων, ιστορικά δοκίμια, κριτικές βιβλίων και έργα τέχνης που πηγή έμπνευσής τους έχουν το κρασί και το φαγητό. Το σύνολο αποτελεί μια διαφορετική οπτική από τη μέχρι τώρα εμπορική κι επιπόλαιη αντιμετώπιση που επεφύλασσαν τα Μέσα στη μαγειρική. Δεν διαβάζεις συχνά σε γαστρονομικά έντυπα αποσπάσματα από τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ και για το πώς θρέφονται από το θηράματά τους οι κυνηγοί φαλαινών.
Ένας από τους αφορισμούς του Jean Anthelme Brillant-Savarin που αναφέρονται στο έβδομο κεφάλαιο του τεύχους υποστηρίζει πως «όσοι παθαίνουν δυσπεψία ή μεθούν, δεν ξέρουν ούτε να πιουν, ούτε να φάνε». Στην παραπάνω φράση συμπυκνώνεται ολόκληρη η ουσία του τεύχους. Χορταστικά κείμενα που δεν «μπουκώνουν τον αναγνώστη κι έχουν διττή αξία: λογοτεχνική και γαστριμαργική. Οι συνεργάτες του τεύχους αποτελούν τον αφρό της ελληνικής εκδοτικής παραγωγής, είτε πρόκειται για τους πεζογράφους, είτε για τους ποιητές, είτε για τους μεταφραστές. Στο πρώτο μέρος του τεύχους διαβάζουμε πώς σχετίζονται οι Νάνος Βαλαωρίτης, Βασίλης Βασιλικός, Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης, Αχιλλέας Κυριακίδης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Κοσμάς Ι. Χαρπαντίδης και πολλοί άλλοι πεζογράφοι με το φαγητό. Από την προετοιμασία μέχρι τη χώνεψη. Το ίδιο και στο επόμενο κεφάλαιο, αλλά αυτήν τη φορά με συνταγές ξένης προέλευσης: Ρολάν Μπαρτ, Ίταλο Καλβίνο, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και Βιρτζίνια Γουλφ επιδεικνύουν την πεζογραφική τους δεινότητα σε σχέση με τη λεπτότητα του ουρανίσκου τους. Ακολουθεί ενότητα με τίτλο «Οι ποιητές στο τραπέζι», όπου περιδιαβαίνουμε ανάμεσα σε πολλές γενιές «ορεξάτων» εγχώριων ποιητών: Απίκιος, Γιώργος Βέης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Μιχάλης Γκανάς και πολλοί άλλοι. Παιγνιώδεις στίχοι με παιχνιδιάρικη αφέλεια, που πολλές φορές θυμίζουν σχολικό αλφαβητάρι μιας άλλης εποχής.
Ιδιαίτερη συμμετοχή στο τεύχος έχει ο Γιάννης Βαρβέρης. Ο ποιητής, μεταφραστής και θεατρικός κριτικός που έφυγε αιφνίδια από τη ζωή τον περασμένο Μάιο έχει μεταφράσει μια σειρά από γαλλικά ποιήματα γαστριμαργίας. Τα ποιήματα, που εκδίδονται για πρώτη φορά, είχαν παρουσιαστεί από τον ίδιο τον Δεκέμβριο του 2009, μαζί με άλλα κείμενα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για λογαριασμό του Megaron Plus. Μάλιστα, τη συγκεκριμένη ανάγνωση μπορεί κανείς να τη δει οπτικοποιημένη, αφού μοιράζεται σε DVD μαζί με το τεύχος. «Κι αν δεν γνωρίζει από γραμματική, δεκάρα εγώ δεν δίνω. Φτάνει χωρίς καλό φαΐ ποτέ μου να μη μείνω», γράφει ο Μολιέρος και ο Βικτώρ Ουγκό περιγράφει στο «Ό,τι αγαπώ» πως «Το δέρμα της βελούδινο και δροσερό, κάτι ανάμεσα σε ρόδο και σε κρίνο στο νερό. Ναι, θα μπορούσε να ‘ναι ένα κορίτσι σαν ροδάκινο. Όμως, αλίμονο, δεν είναι παρά μόνο ένα υπέροχο ροδάκινο». Ο Βολταίρος, ο Ροστάν, ο Βερλέν, ο La Fontaine και άλλοι συμπεριλαμβάνονται στο μικρό αυτό αφιέρωμα.
Η ΛΙΣΤΑ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ και ζουμερά κείμενα δεν τελειώνει εδώ. Το ψωμί, το λάδι και το κρασί στην Αρχαία Ελλάδα μέσα από στίχους της Σαπφούς, του Πινδάρου, του Αισχύλου και άλλων. Τέσσερα δοκίμια των Αρούχ, Καπώνη, Χρίστου Ζουράρι και Ανταίου Χρυσοστομίδη για τις ελληνικές σπεσιαλιτέ. Ιστορικές αναδρομές σε γεύσεις και μυρωδιές, αποσπάσματα από κλασικά κείμενα, όλες οι μόνιμες στήλες έχουν θέμα τον «οίνο και το έδεσμα» και για επιδόρπιο ένα κείμενο του Γούντι Άλεν στον «New Yorker», που στον τίτλο του «Τάδε έφα(γε) Ζαρατούστρα» ανακατεύει τον Νίτσε με την κουζίνα. Μαζί με το τεύχος διατίθεται και μια από τις τακτικές εκπομπές του Γιάννη Ευσταθιάδη στο Τρίτο Πρόγραμμα (ένα δεξιοτεχνικό χαρμάνι λεπταισθησίας και γνώσης), όπου αναφέρεται στη σχέση του τραγουδιού με το φαγητό. «Τη λογοτεχνία κινητοποιεί συχνά όχι μόνο η παρουσία αλλά και η απουσία του φαγητού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα τραγούδια», λέει ο ίδιος. Από την ανάγκη του Μπαχ για έναν καφέ μέχρι τα τραγούδια της τάβλας που ακούμε στα ελληνικά πανηγύρια, παρατηρούμε μια απλή, καθημερινή ανάγκη (ή απόλαυση) να μετατρέπεται σε τέχνη που εξυμνεί τη φιλοξενία αλλά και τον έρωτα. Και τα δύο, εξάλλου, από το στομάχι περνάνε.
σχόλια