Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας που αγαπάει την ποίηση και δεν ξέρει απέξω λίγους στίχους από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ.Σ Έλιοτ. Ας πούμε το «In my beginning is my end”, που τόσο αγαπούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ή το «Time present and time past are both perhaps present in time future». H νέα μετάφραση του μείζονος αυτού ποιήματος από τον Χάρη Βλαβιανό θα ήταν από μόνη της εκδοτικό γεγονός. Γίνεται ακόμα πιο ερεθιστικό για τον απαιτητικό αναγνώστη, γιατί το βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη έχει κι άλλα ατού. Είναι δίγλωσσο, συνοδεύεται από ένα CD στο οποίο ο ίδιος ο Τ.Σ Έλιοτ διαβάζει τα «Τέσσερα Kουαρτέτα» αλλά και από μια εκτενή εισαγωγή. Ο Χάρης Βλαβιανός, ποιητής με πλούσιο μεταφραστικό έργο, μας δίνει μερικά από τα κλειδιά του ποιήματος, πριν βυθιστούμε μόνοι μας στον κόσμο του.
Προσωπικά, τι σας συγκίνησε περισσότερο στα «Τέσσερα Κουαρτέτα»;
Ο τρόπος με τον οποίο ο Έλιοτ καταβυθίζεται στο παρελθόν του και στοχάζεται το τέλος του, με νηφαλιότητα και μεταφυσική ενατένιση. Το ότι, παρά τον προσωπικό του χαρακτήρα, το ποίημα διαρρηγνύει τα όρια του ιδιωτικού και γίνεται μέρος ενός καθολικού προβληματισμού. Επίσης, επειδή ο Έλιοτ είναι ειλικρινής ως προς τα μέσα του, με άγγιξαν ιδιαίτερα τα σημεία όπου μιλάει για την επισφάλεια των λέξεων, για τη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής όταν προσπαθεί να συλλάβει τον πυρήνα των πραγμάτων. Όντας το τελευταίο του ποιητικό έργο (στη συνέχεια το ενδιαφέρον του στράφηκε στο θέατρο, παράλληλα με την ενασχόλησή του με το δοκίμιο), αποτελεί έναν απολογισμό της ποιητικής του πορείας και μια κατάφαση στη λυτρωτική δύναμη της ποίησης. Ο Έλιοτ των «Κουαρτέτων» δεν είναι ο Έλιοτ της «Έρημης Χώρας», δηλαδή ένας τολμηρός πειραματιστής που δεν διστάζει να γίνει εικονοκλαστικός και ανατρεπτικός. Εδώ μιλάει ένας σοφός, ο οποίος φτάνει να δυσπιστεί ακόμη και απέναντι στις δάφνες της νεότητάς του, υπογραμμίζοντας έτσι τη γονιμοποιό δύναμη της αμφιβολίας.
Ποια είναι η σημασία του Έλιοτ στη σύγχρονη ποίηση; Εξακολουθεί να είναι σημείο αναφοράς;
Ο ρόλος του Έλιοτ και του Πάουντ στη διαμόρφωση του μοντερνιστικού προτάγματος, στην ανανέωση του ποιητικού ιδιώματος, είναι κεντρικός. Αυτό που ονομάζουμε μοντερνισμό στην ποίηση ορίζεται από θεμελιώδη έργα, όπως η «Έρημη Χώρα», το «Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ», τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» και τα «Κάντος». Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πάουντ και ο Έλιοτ δεν ήταν μόνοι: και άλλοι ποιητές, όπως ο Στήβενς και ο κάμμινγκς στην Αμερική, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος στα καθ’ ημάς, διαμόρφωσαν από κοινού μια νέα αντίληψη για την ποίηση.
Ειδικά τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», πέρα από τη μορφική τους ιδιαιτερότητα, τι έχουν να μας πουν σήμερα;
Κάποια έργα, όπως τα «Κουαρτέτα», θέτουν καίρια ζητήματα, όπως ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία, η σχέση του ατόμου με την ιστορία και η δυνατότητα να αποτυπωθεί μέσω της γλώσσας, ενός ασταθούς και αμφίσημου υλικού, ένας στοχασμός που αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. Όλα αυτά είναι ερωτήματα που δεν απασχολούν μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά διαπερνούν το ανθρώπινο βίωμα ανεξαρτήτως χρόνου και κοινωνικής συγκυρίας. Οι αναζητήσεις ενός ποιητή που γράφει σήμερα δεν είναι δυνατόν να μην αντλήσουν από τα έργα του μοντερνισμού, έστω και για να τα αρνηθούν ή να τα υπερβούν.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στη μετάφραση;
Η βασική πρόκληση ήταν να βρω έναν τόνο φωνής που να αντιστοιχεί σ’ αυτόν του αγγλικού πρωτοτύπου, όπως εγώ φυσικά τον προσέλαβα. Η γλώσσα του Έλιοτ είναι ακριβής, διαυγής, χωρίς λεκτικές ακρότητες, επομένως θέλησα η ελληνική μετάφραση ν’ αποτυπώνει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν πιστεύω στις ελεύθερες διασκευές όταν μιλάμε για μετάφραση και θεωρώ ότι ο μεταφραστής πρέπει να προσπαθεί να είναι πολύ κοντά στο κείμενο που μεταφράζει. Η άποψη παλιών μεταφραστών ότι η μετάφραση σημαίνει οικειοποίηση του ξένου κειμένου ώστε να εξαλείφονται οι πολιτισμικές και γλωσσικές του ιδιαιτερότητες με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Η μετάφραση πρέπει να μπορεί να υποδέχεται την ξενότητα του πρωτοτύπου και όχι με προκρούστειες μεθόδους να επιχειρεί να το υποτάξει σε μια αντίληψη για την εντοπιότητα που είναι και στενή και άγονη. Ο priest του Μπλέικ δεν είναι «τραγόπαπας», ούτε το innocent stranger του Πάουντ «κουζουλός ξενομερίτης». Και το walking dully along του Ώντεν προφανώς δεν είναι «γκεζεράω», όπως θέλει ο Λορεντζάτος, για παράδειγμα, και κάποιοι επίγονοί του. Αν θέλει κανείς να μεταφράζει Άγγλους ή Αμερικανούς ποιητές σε ιδίωμα μακρυγιαννικό, δεν έχει κανέναν λόγο να μπαίνει στον κόπο. Μπορεί κάλλιστα να διαβάζει τα «Οράματα και Θάματα» του στρατηγού και ν’ αφήνεται στη συμπλεγματική νοσταλγία μιας γλώσσας που ούτε μιλιέται ούτε γράφεται πια.
Θα λέγατε ότι υπάρχει κάποια ξεχωριστή σχέση Έλιοτ και Σεφέρη, η οποία και τον ώθησε να εγκύψει και ως μεταφραστής στο έργο του;
Ως προς τα «Κουαρτέτα» καταρχάς, ο Σεφέρης, όπως πονηρά είχε πει, δεν θέλησε να καταπιαστεί με το έργο αυτό, επειδή δεν χωράει στα καλούπια της γλώσσας μας - εννοώντας, προφανώς, τα καλούπια της γλώσσας του (βέβαια και άλλοι μεταφραστές δεν πειθάρχησαν στην προτροπή του Σεφέρη και κονταροχτυπήθηκαν με τα «Κουαρτέτα» στο παρελθόν, με πιο επιτυχημένη ,κατά τη γνώμη μου, την προσπάθεια του Κλείτου Κύρου πριν από είκοσι πέντε χρόνια περίπου). Αν θέλαμε να εξηγήσουμε τη σεφερική επιταγή, θα λέγαμε, ελαφρώς αστειευόμενοι, ότι έχοντας ο ίδιος μεταφράσει την «Έρημη Χώρα» ίσως θεωρούσε πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε εισπράξει αρκετή δόση Έλιοτ και δεν χρειαζόταν περισσότερη. Τώρα πια θ’ μπορούσε να αρκεστεί στον Σεφέρη. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που ο Σεφέρης προσέλαβε το έργο του Έλιοτ και μέσω αυτού διαμόρφωσε τη δική του ποιητική, επηρεάζοντας στη συνέχεια τους επιγόνους του, είναι γνωστός. Οι κακεντρεχείς μιλούν για απλή μίμηση. Εγώ θα έλεγα ότι δεν θα αρκούσε η μίμηση ώστε να παραχθεί το πολύτροπο, σημαντικό έργο που μας άφησε ο Σεφέρης. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ελληνικός μοντερνισμός έχει πολλά χαρακτηριστικά, ξένα προς τον αγγλοσαξωνικό, συναφή προς την αναζήτηση της ελληνικής ιδιοσυστασίας.
σχόλια