Όταν η Δύση ταξιδεύει στην Ανατολή όχι για τον γνωστό τουρισμό αλλά για νααναζητήσει κάποιους χαμένους φίλους, το βιβλίο είναι σαν να γράφεται από μόνο του, διότι τα πάντα επιβάλλουν ένα δικό τους στυλ. Και δεν πρόκειται μόνο για την Ανατολή αλλά και για την Αφρική, για τη Νότια Αμερική, ηπείρους που τίμησαν με τις αφηγήσεις τους διάσημοι συγγραφείς, οι οποίοι ανασήκωσαν το πέπλο της άγνοιας, όπως λέμε, και ανέδειξαν την αγριότητα και την καθυστέρηση ως ηθικό μοτίβο πληθυσμών ολάκερων. Πάντα τον Δυτικό άνθρωπο φαίνεται πως τον αναμένει μια «Καρδιά του σκότους»!
Ο Τζένκινς είναι Σκωτσέζος που ανδρώθηκε μέσα σε καλβινιστικό κλίμα, δίδαξε την αγγλική γλώσσα στην Καμπούλ (επί δύο χρόνια), έζησε τέσσερα χρόνια στη Σάμπα της Ανατολικής Μαλαισίας και οι αφηγήσεις του κινούνται μέσα σε ένα κλίμα ανεκτικού ανθρωπισμού, ανυποχώρητης ηθικής με ξεσπάσματα διαμαρτυρίας απέναντι στις ωμότητες. Μιλάμε, βέβαια, για ένα και μόνο βιβλίο (του) το οποίο, καθώς συμπεραίνουμε, συνοψίζει τρόπον τινά τα βασικά του πιστεύω και τις αφηγηματικές του τεχνικές. Σε πρώτο επίπεδο, η αφήγηση του Τζένκινς και ο ήρωάς του Μακλάουντ δίνουν την εντύπωση ενός εξερευνητή που, για να κάνει την περιπέτειά του ενδιαφέρουσα, εμπλέκει δεξιοτεχνικά –και κάπως άδοξα– έναν φίλο του και μια πανέμορφη γυναίκα που οι πληροφορίες τούς θέλουν νεκρούς και αγρίως δολοφονημένους. Άλλωστε, η δολοφονία σε αυτήν τη χώρα αποτελεί έθιμο. Για παράδειγμα, ο δολοφόνος παραδίδεται στην οικογένεια του θύματος τα μέλη της οποίας, εν μέση οδώ, ξαπλώνουν τον φονιά και του κόβουν τον λαιμό υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Τι θα έλεγαν οι Δυτικοί, αν έβλεπαν τους ντόπιους να δίνουν δηλητηριασμένα εντόσθια στα σκυλιά, διασκεδάζοντας με την επιθανάτια αγωνία τους; Ή να τιμωρούν τη μοιχεία διά λιθοβολισμού;
Ολόκληρο το βιβλίο μπορούμε να πούμε ότι είναι μια μακρά συζήτηση του Μακλάουντ με τον εαυτό του, ένας μονόλογος σαν κι αυτόν που ο Καντ ονομάζει «ομιλία στην κοιλιά». Το εξωτερικό σχέδιο των μετακινήσεών του (καθώς ο Μακλάουντ δεν ησυχάζει στιγμή) τροφοδοτεί την αφήγηση με περιστατικά, απειλές και αδιέξοδα που είναι πειστικά και εξόχως επιλεγμένα. Το εσωτερικό σχέδιο αποσκοπεί, βέβαια, στον εντοπισμό και στην ανεύρεση του ζεύγους που όλοι το ξέρουν, αλλά κανείς δεν δίνει σαφείς πληροφορίες, όσο για την πραγματική φόδρα του βιβλίου δεν είναι άλλη από τη διαφορά ανάμεσα στον Δυτικό και τον Ανατολίτη, τον χριστιανισμό και το Ισλάμ, τον πολιτισμένο και τον απολίτιστο. Άλλωστε το λεπτό, λεπτότατο σημείο της όλης πλοκής θα καταστρεφόταν, αν ο περιφερόμενος ήρωας ήταν απλός τουρίστας ή απλώς περίεργος. Ο Μακλάουντ κουβαλά πολλή, πάρα πολλή Δύση μαζί του, η συνείδησή του άλλοτε είναι ηθικό δικαστήριο και άλλοτε αμυντικός μηχανισμός που συχνά μπλοκάρει από απελπισία. Αναζητώντας τους αγνοούμενους φίλους του, ουσιαστικά υπηρετεί μια ηθική περιπέτεια –ίσως και έναν γύρο του θανάτου– που πάει του μάκρους με γόνιμες ανακυκλώσεις.
#quote#Αξίζει να θυμίσουμε ότι η δεκαετία του ’50 στο Αφγανιστάν αγνοεί ακόμα τον εμφύλιο, την εισβολή των Ρώσων, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τη CIA κ.λπ. Οι ξένοι έχουν πατήσει πόδι, ο καθένας με τον τρόπο του: Ρώσοι, Άγγλοι, Αμερικανοί. Άρα, οι ξένοι και οι ντόπιοι παρουσιάζουν ένα σπαρακτικό σκηνικό όπου μπορεί να βασιστεί το σχέδιο του Τζένκινς. Η απαθλίωση, η ροπή προς την αιμοσταγή εκδίκηση, η ιδιάζουσα αφοσίωση στον Θεό τους, η οικογένεια και η πλήρης εξάρτηση της γυναίκας που δεν επιτρέπεται να ζήσει μόνη, όλα αυτά τα έθιμα έκαναν τους άνδρες να μοιάζουν «οι μισοί με τον Χριστό και οι άλλοι μισοί με τον Τζένγκις Χαν». Βέβαια, η αφοσίωση στη θρησκεία δεν αφορά επ’ ουδενί μια οιαδήποτε ηθική. Μόνο ο εθιμικός νόμος ισχύει απολύτως. Επίσης και η επιλεκτική φιλοξενία. Όσο για τα οστά του οιουδήποτε δολοφονημένου, οι ντόπιοι τα ξεφορτώνονται καλύτερα από τον λύκο και την αρκούδα. «Γιατί κάνατε τέτοιο πράγμα;», ρωτάει ο Μακλάουντ. «Ρωτάς τον λύκο γιατί είναι λύκος;», απαντούν.
Μια λιγάκι φάλτσα δοξαριά αφορά, βέβαια, την περιγραφή του αφγανικού λαού, που κυριολεκτικά ζει σε μια χωμάτινη έρημο χωρίς ένα πράσινο φύλλο: «Αν εξαιρέσει κανείς μερικές συστάδες πρασινάδας εδώ κι εκεί, γύρω από τα χωριά, το μόνο που έβλεπε παντού ήταν η επίπεδη, καστανόξανθη έρημος. Μια γη που ο Θεός με το καυτό, υπομονετικό του χέρι την άλεθε καθημερινά, τη μετέτρεπε σε ολοένα και πιο ψιλή σκόνη. Σπάνια έβλεπε κανείς κάποιο λουλούδι, όλο αγκάθια, λιγόζωο. Κοτρώνες κάθε μεγέθους ήταν σπαρμένες παντού μέσα στην έρημο, λες και είχαν πέσει από τον ουρανό. Η τύχη τους ήταν στα χέρια του Θεού, ποιος ο λόγος να χολοσκάνε;». Όταν γράφει ότι «Δύο χιλιάδες χρόνια από τη γέννηση του Χριστού έμοιαζαν να έχουν λησμονηθεί ή και να μην υπήρξαν ποτέ», ουσιαστικά ψιλοπροδίδει τον αφηγηματικό του όρκο, διότι δεν πήγε σε αυτήν τη χώρα για να την υποτιμήσει αλλά για να σώσει δυο φίλους που δεν ξέρει αν ζουν, αν έχουν αποδεχτεί τη χώρα, αν θέλουν να επιστρέψουν στη Δύση – με έναν λόγο να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.
Ο Ντόναλντ Κεμπ και η Μάργκαρετ Ντάνκαν, τα θύματα που επιδιώκει να βρει νεκρά ή ζωντανά ο Μακλάουντ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανανεώνουν διαρκώς την αφήγηση, καθώς όλες οι πληροφορίες και οι υπολογισμοί αναιρούνται, διότι αμφότεροι ζουν ή πέθαναν σε μια ξεχασμένη άκρη του κόσμου. Δυστυχώς,
η κατάστασή τους είναι δραματική. Ο μεν Κεμπ πνέει τα λοίσθια, η δε πανέμορφη Ντάνκαν είναι έγκυος, εγκυμοσύνη που φέρει δραματικά, καθότι ο Κεμπ πιστεύει ότι, μετά τον άγριο βιασμό της, το παιδί δεν μπορεί να είναι δικό του!
Η όλη περιπέτεια είναι εκπληκτική δοκιμασία που σκοπεί στην ανακάλυψη ενός ζεύγους σε διάσταση, και μάλιστα αποφασισμένο ν’ αφήσει τα κόκαλά του σε αυτήν τη γη (Κεμπ) και να μεγαλώσει το παιδί της (η Ντάνκαν). Προφανώς, ο αφηγητής εκμεταλλεύεται το δράμα του ζεύγους για να επιτύχει μια ψυχική συμμαχία ανάμεσα στον Δυτικό άνθρωπο (τον Μακλάουντ) και το ζεύγος, που μπορεί να μη διασώζεται ο άνδρας (ο Κεμπ), αλλά η γυναίκα (Ντάνκαν) πιστεύει στο παιδί της που το θεωρεί αυθεντική σπορά του Κεμπ και θέλει να το αναθρέψει με την αγάπη της ορφάνιας.
Το βιβλίο περατούται με διασταυρούμενες επιστολές. Του Μακλάουντ προς τους γονείς της Ντάνκαν (που τους αφήνει να πιστεύουν ότι η κόρη τους δολοφονήθηκε), της Ντάνκαν προς τον Μακλάουντ, ο οποίος μαθαίνει τον θάνατο του Ντόναλντ Κεμπ.
« Αγαπητέ Τζον Μακλάουντ, Με λύπη σου γράφω ότι, μόλις δύο μέρες μετά την αναχώρησή σου, ο Ντόναλντ πέθανε. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να ταφεί με τρόπο χριστιανικό και οι άνθρωποι της κοιλάδας με βοήθησαν όπως μπορούσαν. Το μωρό μου είναι πια σχεδόν έξι μηνών και, δόξα τω Θεώ, παραμένει όμορφο και υγιές. Τον ονόμασα Ντόναλντ, σαν τον πατέρα του. Σε μένα, πάντως, δεν μοιάζει διόλου. Δεν νιώθω καμιά επιθυμία να γυρίσω σε αυτό που αποκαλείται “έξω κόσμος”. Είναι πιθανόν, όταν ο Ντόναλντ μεγαλώσει και του μιλήσω για τον πατέρα του, να θελήσει να φύγει. Αλλά για την ώρα ελπίζω πως όχι. Ανακάλυψα πως η
προσήλωση αυτών των ανθρώπων στη μουσουλμανική πίστη δεν είναι τόσο ισχυρή όσο νόμιζα. Ισχυρή είναι η αγάπη τους στον Θεό και η απόφασή τους να ζήσουν ενάρετα. Μου φαίνεται πως αν δείξω υπομονή και, πάνω απ’ όλα, δώσω το καλό παράδειγμα, ίσως και να κάνω μερικούς να ενδιαφερθούν για το πρόσωπο του Ιησού».
Ο Τζένκινς αποδεικνύεται ικανότατος στην αφήγηση, αλλά ελαφρώς κατώτερος του αναμενομένου στη σκιαγράφηση των προσώπων – ειδικά του ζεύγους. Επίσης, η ψυχική μεταστροφή του Μακλάουντ δεν ξέρουμε αν αφορά τον ίδιο, το ζεύγος ή τη μακρινή χώρα όπου το αίμα είναι περισσότερο από το νερό και οι πάντες έχουν μολυνθεί από την «τρέλα των βουνών». Όσο έξοχος και αν είναι ο ψυχικός διχασμός του Μακλάουντ, που θυμίζει έντονα τον Κίπλινγκ, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει νέο κουμπάσο για την ολοκλήρωση της περιπέτειάς του.
«Με μια ηρεμία και μια βεβαιότητα που εξέπληξαν και τον ίδιο, άρχισε να στήνει τη σκηνή του για να διανυκτερεύσει μέσα στα χιόνια. Και ενώ δούλευε με δύναμη και αυτοπεποίθηση για να χτίσει ένα μικρό τοιχίο γύρω από τη σκηνή του, ταυτόχρονα ένιωθε σαν να στεκόταν κάπου πιο πέρα και να θαύμαζε τις προσπάθειές του από απόσταση. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο Μακλάουντ εκεί πέρα, πιθανόν και περισσότεροι, κι όταν επιτέλους μπήκε στον υπνόσακο στη σκηνή, ρουφώντας τη σούπα που είχε ζεστάνει στο γκαζάκι του, δεν ήταν πια σίγουρος τίνος ήταν αυτά τα χέρια με τα γάντια που κρατούσαν την κούπα και τίνος τα χείλη ρουφούσαν τη σούπα τόσο προσεχτικά. (...) Για αρκετή ώρα αδυνατούσε να κοιμηθεί, έντρομος πως κάποια
ξένη παρουσία είχε καταλάβει όχι μόνο τη σκηνή του αλλά και το ίδιο του το κορμί».
Ο Δυτικός που πετάει τη σκούφια του για το ταξίδι στην ανεξερεύνητη Ασία μπορεί να σιχαίνεται τον εαυτό του και τους άλλους, μπορεί να νοσταλγεί την Ευρώπη και τον πολιτισμό της, ωστόσο τελικά είναι αναγκασμένος ν’ αποδεχτεί ότι κάθε λαός κρύβει μέσα του ένα μυστικό που αποκλείεται να προδοθεί με τη βία ή τα ψεύδη. «Σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έπιναν παρέα, καθημερινά κι ανελλιπώς, το τσάι τους από κούπες χωρίς λαβή, ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η λίμνη φαινόταν στους ντόπιους σαν την κούπα του Θεού, από την οποία έπινε συχνά κι Εκείνος».
σχόλια