H Αθήνα του 1935-36 δονείται ακόμα από τον ισχυρό απόηχο που είχε το φιλοβενιζελικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935. Ειδικά στην πρωτεύουσα, οι συγκρούσεις βενιζελικών και βασιλικών συνεχίζονται αμείωτες, ενώ συχνά την πληρώνουν με επιθέσεις και κακοποιήσεις οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς ουδέποτε έγιναν αποδεκτοί από τους γηγενείς ή παλαιοελλαδίτες. Τους Αθηναίους, όμως, της εποχής απασχολούν κι άλλα ζητήματα. Οι ληστές στα βουνά έχουν ξεκληριστεί από τη Χωροφυλακή, ωστόσο, όπως είχε προβλέψει ο λήσταρχος Γιαγκούλας δέκα χρόνια πριν, «οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα περάσουν στις πόλεις». Έτσι, μέσα στο 1935 έχουμε συλλήψεις. Ο συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης μνημονεύει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι (Καστανιώτης) τον «γνωστό και πολυώνυμο λωποδύτη ακούων –πάρτε ανάσα– στα ονόματα Στυλιανός ή Ηλίας ή Γεώργιος Ζουρνατζίδης ή Ασημακίδης ή Σταματελάτος ή Γιώργας ή Συμεωνίδης ή Βλάχος ή Σοπανίδης, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πιει, αραχτός σε κάποια καρέκλα «επί του πεζοδρομίου», το... γάλα του, μια και προηγουμένως είχε φροντίσει να ξαφρίσει το ταμείο του επί της οδού Ιουλιανού γαλακτοπωλείου του Γεωργίου Μπράσσου».
Το μεσοπολεμικό κέφι, παρά την οικονομική κρίση του 1929 και την πτώχευση της χώρας το 1932, φαίνεται ότι μέσα στο 1936 οδηγεί σε σειρά απαγορεύσεων, οι οποίες καταστρατηγούνται με την ίδια ευκολία που θεσπίζονται. Για παράδειγμα: απαγορεύεται, όταν είσαι πεζός, να περπατάς στο αριστερό μέρος του πεζοδρομίου.
Μπορεί στις μέρες μας να μιλάμε για τη δραματική αύξηση των μεταναστών από την Αφρική και την Ασία, φαίνεται όμως ότι και στην προπολεμική Ελλάδα γινόταν λόγος για τους... «μαύρους της Αθήνας». Σύμφωνα με τη στατιστική της Αστυνομίας του 1935, τόσο στην Αθήνα όσο και στον Πειραιά υπάρχουν πλέον περισσότεροι από εξήντα Αφρικανοί ως μόνιμοι κάτοικοι. Από αυτούς, οι άνδρες είναι σαράντα δύο και οι γυναίκες είκοσι τρεις – οικιακές βοηθοί στην πλειονότητά τους. Τόπος καταγωγής των περισσοτέρων είναι η Αραβία, το Σουδάν και άλλες χώρες της Αφρικής. Μιλούν πολύ καλά ελληνικά, ορισμένοι βαφτίζονται και χριστιανοί ορθόδοξοι. Μερικοί, μάλιστα είναι και διάσημοι: ο «Τζιμ Ντάουν», όπως τον «βαφτίζουν» οι «επιτήδειοι της αγοράς και οι κλακαδόροι της πλατείας Αβησσυνίας» (Τζανακάρης), προωθείται από τους ίδιους λούμπεν τύπους ως... μποξέρ. Εξού και το όνομα. Σουδανέζος την καταγωγή, ο «Τζιμ Ντάουν» είναι ένας εξαθλιωμένος μετανάστης, άνεργος και πεινασμένος. Τη βγάζει με λίγο πατσά που τον κερνάει ο πάσα ένας.
Ο Οσμάν ή Γιώργος είναι επίσης μία ακόμα χαρακτηριστική φιγούρα Αφρικανού της εποχής που σουλατσάρει άπραγος στην Αθήνα, ξυπόλυτος, φορώντας ψαθάκι κι έχοντας στο στόμα του επί μονίμου βάσεως ένα τσιμπούκι. Είναι και άλλοι όμως, όπως ο «πολύ γνωστός σοφέρ Αμπάς, που σταθμεύει με το αυτοκίνητό του πάντοτε στην οδό Παπαρρηγοπούλου, κοντά στο υπουργείο των Οικονομικών, δηλώνοντας με υπερηφάνεια ότι είναι Αθηναίος και μάλιστα γκάγκαρος! Μια νέγρα ασκεί το επάγγελμα της νταντάς, ντυμένη πάντα στα λευκά, ένας νέγρος είναι ιδιοκτήτης λατέρνας και δύο είναι συνοδοί σε ένα αποκριάτικο γαϊτανάκι» (προσωρινή εργασία, το δίχως άλλο).
Πάντως, φαίνεται ότι οι Αθηναίοι έχουν πολύ κέφι. Το θέατρο «Μοντιάλ» διαφημίζει ότι την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 8.000 θεατές απόλαυσαν την επιθεώρηση Η Κοσμική, με πρωταγωνιστές τις αδελφές Καλουτά, τον Ορέστη Μακρή, τον Δήμο Σταρένιο κ.ά. Την ίδια στιγμή, στα ήδη κυκλοφορούντα εβδομαδιαία περιοδικά προστίθενται άλλα δύο, η «Εβδομάδα» και ο «Ποδόγυρος», με ερωτικές ιστορίες κλεμμένες από την καθημερινότητα, όπως ο παράνομος έρωτας της κόρης του γνωστού εκατομμυριούχου Μοσχού με τον φτωχό συμφοιτητή της Μιχαήλ Σκευοφύλακα. Οι δύο νέοι «αλληλοκλέφτηκαν» για να ζήσουν τον έρωτά τους, προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών της κοπέλας. Δεν ξέρουμε αν ο έρωτάς τους νίκησε τη φτώχεια και τη στέρηση – αν δηλαδή η πλούσια κοπέλα παρέμεινε κοντά στον φτωχό νέο.
Το μεσοπολεμικό κέφι, παρά την οικονομική κρίση του 1929 και την πτώχευση της χώρας το 1932, φαίνεται ότι μέσα στο 1936 οδηγεί σε σειρά απαγορεύσεων, οι οποίες καταστρατηγούνται με την ίδια ευκολία που θεσπίζονται. Για παράδειγμα: απαγορεύεται, όταν είσαι πεζός, να περπατάς στο αριστερό μέρος του πεζοδρομίου. Απαγορεύεται να περνάς από τη μία άκρη του δρόμου στην άλλη, παρά μόνο αφού επιλέξεις την κατάλληλη γωνία. Αν αυτά σας φαίνονται απλώς κουφά, ακούστε και αυτό: απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, σε τραμ και σε λεωφορεία (!). Επίσης, απαγορεύονται τα τραγούδια, οι χαρούμενες δυνατές φωνές, το παίξιμο της λατέρνας, της κιθάρας, του γραμμόφωνου. Όλα αυτά από τις 12 τα μεσάνυχτα ως τις 8 το πρωί και από τη 1:30 το μεσημέρι έως τις 3:00 το απόγευμα. Απαγορεύονται, επίσης, οι καντάδες μετά τις δέκα το βράδυ. Εννοείται ότι οι πάντες παρανομούν ή, αλλιώς, είναι σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Βεβαίως, σήμερα ξέρουμε ποιο ήταν το μεγάλο γεγονός του 1936, όχι μόνο για την Αθήνα αλλά για όλη τη χώρα. Ένα γεγονός που συνοδεύτηκε από πολλές ακόμα απαγορεύσεις. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στις αρχές Αυγούστου. Οι Αθηναίοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα ατυχή αποτελέσματα των Ελλήνων αθλητών στους Ολυμπιακούς του ναζιστικού Βερολίνου, καθώς και τα νέα από τον Ισπανικό Εμφύλιο που φουντώνει σιγά-σιγά. Εξυπακούεται ότι πρωτίστως παρακολουθούν ανήσυχοι το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Την αστάθεια, τις συνεχείς φήμες περί επικείμενης δικτατορίας. Η 4η Αυγούστου ξημερώνει ζεστή, γνήσια καλοκαιρινή και είναι Τρίτη. Στις εφημερίδες οι Αθηναίοι διαβάζουν ότι το ίδιο βράδυ θα πραγματοποιηθεί το μεγάλο κοσμικό JOUR-CHIC στη Μάντρα του Αττίκ. Πολλοί αγνοούν ότι στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου των Εξωτερικών συνέρχεται το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει τη «λήψιν μέτρων διά την αντιμετώπισιν της προαναγγελθείσης διά την Τετάρτην 5 Αυγούστου γενικής απεργίας των εργατών». Θυμίζουμε ότι στις 14 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς είχε ορκιστεί η εκλεγμένη από παλαιότερα κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Ο Δεμερτζής πεθαίνει ξαφνικά στις 13 Απριλίου και την ίδια ημέρα ο βασιλιάς Γεώργιος διορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό. Εκείνο, λοιπόν, το πρωινό της 4ης Αυγούστου, με πρωτοβουλία του ίδιου του Μεταξά, αποφασίστηκε η αναστολή πολλών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και η διάλυση της Βουλής. Ο βασιλιάς Γεώργιος ήταν σύμφωνος και με δύο βασιλικά Διατάγματα καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός. Ούτε τανκς ούτε εμβατήρια. Το τέλος της Γ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων ήρθε «όχι μ' ένα βρόντο, μα μ' ένα λυγμό».
σχόλια