Λίγοι συγγραφείς έχουν μείνει πιστοί στην εικόνα που θα είχε το «αμερικανικό όνειρο», αν υπήρχε στα αλήθεια, όσο ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Λουσμένος με χρυσόσκονη και γεμάτος φανταχτερά κορίτσια, ο κόσμος που ξεδιπλώνεται στις σελίδες του είναι ο κατεξοχήν κόσμος της πιο αθώας αμερικανικής φαντασίας. Φαινομενικά, στα διηγήματά του (όπως αυτά που περιλαμβάνονται στη συλλογή Επιστροφή στη Βαβυλώνα κι άλλες ιστορίες) ο συγγραφέας περιγράφει τον τρυφηλό κόσμο του Μεσοπολέμου –πάρτι με flappers και ιψενικά ερωτικά τρίγωνα–, ουσιαστικά όμως αναφέρεται στον άφθαρτο κόσμο που ανέδειξαν μόνο οι σπουδαίοι Αμερικανοί συγγραφείς αλλά κι αυτοί που εντρύφησαν με επιτυχία στις απατηλές πτυχές του αμερικανικού ονείρου (όπως ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ).
Στις πανέμορφες λυρικές περιγραφές του συγγραφέα του Μεγάλου Γκάτσμπι («Μεγάλου» όπως και το «Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα» – Great American Novel) ενυπάρχουν συγχρόνως τα σκοτεινά ρομαντικά μυθιστορήματα, η μεσαιωνική ποίηση αλλά και οι άπιαστες οντότητες της πιο ακήρατης συγγραφικής φαντασίας. Εδώ τα κορίτσια είναι συνάμα απρόσιτα και θελκτικά και οι εικόνες απόλυτες στην πιο απόκοσμη ομορφιά τους. Σαν τις πεταλούδες που είναι πάντα φανταχτερές, πετούν πάντα μακριά, δεν έχουν αισθήματα και πληγώνουν καθώς απομακρύνονται στο βάθος του ορίζοντα. Ο Χέμινγουεϊ έλεγε ότι «το ταλέντο του Φιτζέραλντ ήταν τόσο φυσικό όσο τα σχέδια στα φτερά μιας πεταλούδας», ίσως γιατί ήξερε ότι οι πεταλούδες ενσαρκώνουν τις πλέον αθώες και αδέσποτες ιδέες του. Ό,τι και να έγραψε, ό,τι κι αν ονειρεύτηκε και σε ό,τι και να πίστεψε, ο Φιτζέραλντ παρέμεινε αμετανόητα ρομαντικός ως το τέλος. Γι’ αυτό και πάντοτε ακραίος.
Το χαρακτηριστικό αυτό του Αμερικανού συγγραφέα κατάφερε ανιχνεύσει εξαρχής ο Άρης Μπερλής, πράγμα που διαφαίνεται και στις μεταφραστικές επιλογές του – τα ουσιαστικά του έχουν μια χροιά λαμπερής υπερβολής, η χρήση των επιρρημάτων μια δόση αρχοντικής καθαρεύουσας, τα επίθετα μια παραπάνω ποιητική ένταση από το συνηθισμένο («ψοφοδεή απόγνωση» αλλά και «μουχρό πεζοδρόμιο»). Μπορεί οι αποδόσεις του μερικές φορές να μοιάζουν σχεδόν ερμηνείες, όπως στο διήγημα The Crack-up (όπου ο Μπερλής προτιμάει την εσωτερική «κατάρρευση» από το «σπάσιμο» που είχε επιλέξει παλιότερα ο Μανόλης Σαββίδης), ουσιαστικά όμως εντοπίζονται στο πλαίσιο της ρομαντικής υπερβολής που θα ευλογούσε ο ίδιος ο Φιτζέραλντ. Ακόμα και η πορεία παράθεσης των ιστοριών περιλαμβάνει την κλίμακα μιας ιερής πτώσης σαν αυτή που ακολούθησε ο συγγραφέας στον σύντομο βίο του (πέθανε στα σαράντα τέσσερα): Η συλλογή ξεκινάει από το καλοδουλεμένο, αλλά πιο ουδέτερο Επιστροφή στη Βαβυλώνα όπου αναφαίνονται η συγγραφική ωριμότητα και η συνειδητοποίηση του ρόλου του πατέρα (ο ήρωάς του Τσάρλι Ουέιλς απέχει από το ποτό και κάνει τα πάντα για να ανακτήσει την κηδεμονία της κόρης του), συνεχίζεται με την Τρελή Κυριακή, διήγημα-αναφορά στον ματαιόδοξο κόσμο του Χόλιγουντ («άνθρωποι της βιομηχανίας του θεάματος, ανώτεροι από τους αστούς, που τους ξεπερνούν σε αμάθεια και ηθική χαλάρωση, έχουν καταλάβει περίοπτη θέση σε ένα έθνος που για μια δεκαετία το μόνο που ήθελε ήταν να διασκεδάζει») και κορυφώνεται με τα Χειμωνιάτικα Όνειρα όπου διαφαίνεται το όνειρο της αφθαρσίας που ακολουθεί τον Φιτζέραλντ από την εφηβεία. Εδώ, ένα ακόμα συγγραφικό alter ego του, ο Ντέξτερ, ο οποίος «χειραγωγείται ασυνείδητα από τα χειμωνιάτικα όνειρά του», επιμένει μάταια στις αμετανόητα παιδιάστικες εμμονές του. «Αυτό που ήθελε δεν ήταν η συναναστροφή με τους αστραφτερούς ανθρώπους και αστραφτερά πράγματα – ήθελε τα ίδια τα πράγματα. Συχνά άπλωνε το χέρι του για να πιάσει το καλύτερο, χωρίς να ξέρει γιατί το ήθελε – και μερικές φορές βρισκόταν αντιμέτωπος με τις μυστηριώδεις αρνήσεις και απαγορεύεις στις οποίες αρέσκεται η ζωή». Εντυπωσιακό είναι και το Πλουσιόπαιδο, όπου ο Φιτζέραλντ σκιαγραφεί τον ανθρωπότυπο ενός πλουσιόπαιδου, άκαρδου, φιλόδοξου, αταλάντευτου, «πνευματώδους και καθόλου αφηρημένου», αλλά μοναχικού όσο κάθε άνδρας που δεν κατάλαβε ποτέ τις γυναίκες οι οποίες ανέκαθεν πρόσφεραν «εκστατική ευτυχία αλλά και αφόρητη αγωνία». Ωστόσο, το διήγημα που αναδεικνύει αριστουργηματικά τα σκοτεινά βάθη του Φιτζέραλντ είναι η Κατάρρευση. Δημοσιευμένο το 1936 στο περιοδικό «Esquire», είναι το κατεξοχήν de profundis κείμενο του συγγραφέα – και, όπως φαίνεται, το πιο συγκλονιστικό στην αλήθεια και την ακρίβεια του. Καταυγάζει όλο το φως που είχε κρυμμένο στις ρωγμές –εξού και crack up– της γραφής και της πιο μύχιας ύπαρξής του, απ’ όπου τώρα φωτίζονται γενιές και γενιές συγγραφέων. Παρότι το εν λόγω διήγημα δεν έκανε καλό στη φήμη του, αφού αποκάλυπτε το ξόδεμα του εξωτερικού κόσμου που πρέσβευε το «αμερικανικό όνειρο» σε αντιδιαστολή με τον ίδιο, που άλλα ήθελε η ψυχή του και γι’ άλλα πόναγε, ουσιαστικά ανέδειξε την πραγματικότητα του Φιτζέραλντ ως συγγραφέα. Οι Αμερικανοί δεν συγχώρεσαν ποτέ την ομολογία της εσωτερικής του απόγνωσης και ανεπάρκειας, όπως ούτε και το γεγονός ότι τους επέστρεψε στρεψόδικα τις αυταπάτες με τις οποίες ουσιαστικά γαλουχήθηκε και ανατράφηκε ο ίδιος. Ήταν, όμως, πλέον αληθινός πέρα ως πέρα και ταυτόχρονα ρεαλιστής και βαθιά ανθρώπινος. Το φασματικό συγγραφικό του είδωλο δεν αποκάλυπτε πια τον πανέμορφο ξανθό Ορφέα αλλά τα θραύσματα ενός κατεστραμμένου και συντετριμμένου εγώ: «Τελικά, έγινα μόνο ένας συγγραφέας. Ο άνθρωπος που είχα τόσο επίμονα προσπαθήσει να γίνω μού έγινε τέτοιο βάρος ώστε τον άδειασα χωρίς κανέναν δισταγμό, ακριβώς όπως μια νέγρα αδειάζει μια αντίζηλό της το Σαββατόβραδο. Οι καλοί άνθρωποι ας είναι καλοί – οι γιατροί που έχουν πολλή δουλειά ας λιώσουν στη δουλειά, με μια εβδομάδα διακοπές τον χρόνο που μπορούν να την αφιερώσουν στην οικογένειά τους. Αυτοί που υποαπασχολούνται ας ψάξουν να βρουν ασθενείς με ένα δολάριο την επίσκεψη. Οι στρατιώτες ας σκοτωθούν κι ας καταταγούν αμέσως στη Βαλχάλα του επαγγέλματός τους – άλλωστε, αυτό προβλέπεται στο συμβόλαιο που έχουν υπογράψει με τους θεούς. Ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται να έχει τέτοια ιδανικά, εκτός αν τα θέλει κι ο ίδιος, και ο υποφαινόμενος έχει παραιτηθεί από αυτά. Το παλιό όνειρο να είναι κανείς ολοκληρωμένος άνθρωπος, συνεχίζοντας την παράδοση του Γκαίτε, του Βύρωνα και του Μπέρναρντ Σο, με μια πλούσια αμερικανική πινελιά, ένας συνδυασμός του Τζ.Π. Μόργκαν, του Τόφαμ Μπωκλαίρ και του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, πετάχτηκε στα σκουπίδια μαζί με τις προστατευτικές επωμίδες που φορέθηκαν μόνο μια φορά στον ποδοσφαιρικό αγώνα των πρωτοετών του Πρίνστον και τα στρατιωτικά κράνη που δεν χρειάστηκε ποτέ να φορεθούν στα ευρωπαϊκά μέτωπα.
Ε, και λοιπόν; Να τι νομίζω τώρα: ότι η φυσική κατάσταση του ευαίσθητου ενηλίκου είναι μια ήπια δυστυχία». Αυτήν τη δυστυχία τη βίωσε ποιητικά μέχρι το μεδούλι της ύπαρξης του, συνειδητοποιώντας εξίσου λυρικά ότι ο κόσμος είναι μάταια φτιαγμένος από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα – αυτό και τίποτε άλλο. Ιδού, λοιπόν, το θάμβος της ωραιότητάς του κι η βαθιά αλήθεια του.
σχόλια