Με το χάραμα. Την πέτυχα περιπλανώμενος στους μεταμεσονύκτιους λαβυρίνθους του Διαδικτύου, ψάχνοντας, όπως το συνηθίζω, για καλοκρυμμένες λεπτομέρειες της αβανγκάρντ σκηνής: Rachel Kushner, Αμερικανίδα συγγραφέας, με πάθος για τις παλιές μοτοσικλέτες και τα κομψοτεχνήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Πέτυχα ένα εικονογραφημένο κείμενό της στην πάντα πολύτιμη «Paris Review». Οι εικόνες, τις οποίες σχολίαζε και οι οποίες αποτελούσαν εναύσματα για να γράφει, μου ήταν οικείες. Οικείο, και πολύ μάλιστα, μου ήταν και το όνομα Gianfranco Sanguinetti, που είχε αποτελέσει την αφορμή για έναν διαδικτυακό καβγά ανάμεσα στην Kushner και έναν επίμονο Αμερικανό μελετητή και μεταφραστή κειμένων του Guy Debord, του Sanguinetti και άλλων καταστασιακών/situationnistes. Το πράγμα κέντριζε την περιέργειά μου ολοένα και πιο πολύ. Σκάλισα, έψαξα, βρήκα. Με το χάραμα είχα έτοιμο τον folder μου.
Η Kushner παρακάμπτει με πεπαιδευμένη αψηφισιά τις συζητήσεις/λογομαχίες περί μοντερνισμού vs μεταμοντερνισμού, περί υστερικού ρεαλισμού και great american novel, και κάνει πολύ καλά αυτό που θέλει να κάνει: να γράψει ένα τίγκα στην ένταση και στις εικόνες μυθιστόρημα για μια δεκαετία εξωφρενικά glitter και αδιανόητα αβαθή, μια δεκαετία τρομερά θορυβώδη και αμήχανα φωταγωγημένη: τη δεκαετία του 1970.
Business. Η Rachel Kushner (Όρεγκον, 1968) είχε μόλις εκδώσει το δεύτερο μυθιστόρημά της, The Flamethrowers (Τα Φλογοβόλα). Νέα Υόρκη και Ρώμη. Βραζιλία και Αίγυπτος. Τα πρώτα σκιρτήματα του 20ού αιώνα και οι παραμονές του 21ου. Σκηνές βίας, καλλιτεχνικές αναζητήσεις, ο κατακερματισμός των σημασιών, η κονιορτοποιημένη ευαισθησία και οι τροπές του κυνισμού. Αυτά μπόρεσα να υποψιαστώ διαβάζοντας κείμενα και κριτικές. Το βλέμμα της, εξάλλου, μου φάνηκε δυναμικά διεισδυτικό, οξυδερκές και ντόμπρο. Έστειλα υλικό στον Νίκο Αργύρη. Ο Νίκος Αργύρης, με επαινετή ταχύτητα, μου έστειλε το βιβλίο. Το διάβασα. Το συζητήσαμε. Μου ανέθεσε τη μετάφραση. Business as usual, που λέει κι ο Αρανίτσης. Μακάρι να ήταν έτσι όλες οι business, και μακάρι να ήταν έτσι κάθε usual.
Στρατηγική. Η Rachel Kushner, λοιπόν, συνθέτει το μυθιστόρημά της με καλειδοσκοπική τεχνική, κινηματογραφικό μοντάζ και κοινωνιολογική οπτική. Δεν λείπουν οι καλοδουλεμένες και καλοχωνεμένες ιστορικές γνώσεις. Είναι έντονη η προγραμματική διάθεσή της να συναρπάσει εμμένοντας στην πραγματικότητα, να τέρψει επεξεργαζόμενη (επιμένω: με ακρίβεια) γνωστά γεγονότα. Η αθωότητα είναι τσαλακωμένη, το πολύπτυχο γλέντι της Δεκαετίας του Εξήντα έχει παρέλθει, έχει κατασταλεί, έχει πνιγεί στα drugs και την παράνοια, την αποχαλινωμένη φιλοδοξία, τον ασυνάρτητο κυνισμό, την πεπιεσμένη λατρεία του τίποτα και των τιποτένιων. Η αμηχανία και η φρικτή εμμονή στην επιφάνεια που χαρακτήρισαν την «απεχθή» δεκαετία αποδίδονται άριστα από την πρόζα της Kushner: η ηρωίδα (;) του μυθιστορήματος κυλάει, τσουλάει, ολισθαίνει σε μια επιφάνεια και δεν κάνει απολύτως τίποτε άλλο. Δεν πρόκειται για την ευπρόσδεκτη «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», για μια ποπ διάθεση ανεμελιάς, όχι, πρόκειται για την εσκεμμένη, προμελετημένη, απολύτως ωφελιμιστική ένταξη στο στρατόπεδο της σκοπιμότητας, του ισοπεδωμένου και άχρωμου/άοσμου/άγευστου συμφέροντος.
Ήταν η ήττα. Μετέφρασα τα Φλογοβόλα, θαυμάζοντας πολλές φορές την πρόζα μεταλλικής στιλπνότητας και σπάνιας ακρίβειας που λάμπει στις εκατοντάδες σελίδες του μυθιστορήματος. Η Kushner παρακάμπτει με πεπαιδευμένη αψηφισιά τις συζητήσεις/λογομαχίες περί μοντερνισμού vs μεταμοντερνισμού, περί υστερικού ρεαλισμού και great american novel, και κάνει πολύ καλά αυτό που θέλει να κάνει: να γράψει ένα τίγκα στην ένταση και στις εικόνες μυθιστόρημα για μια δεκαετία εξωφρενικά glitter και αδιανόητα αβαθή, μια δεκαετία τρομερά θορυβώδη και αμήχανα φωταγωγημένη: τη δεκαετία του 1970. Αδιάφορη παντελώς για τις υπαρξιακές διακυμάνσεις και τα ψυχικά βάθη, αλλά και δεινή μαστόρισσα για να πέσει στην παγίδα της καρικατούρας και του μονοδιάστατου, η συγγραφέας ροκάρει γράφοντας και γράφει ροκάροντας: να από ποιο μακελειό κατάγεται η εποχή μας. Από το μακελειό ιδεών και οραμάτων που ακολούθησε μετά το θάμβος και το «βακχικό όργιο στο οποίο ουδείς μένει εγκρατής» που είναι η αλήθεια, σύμφωνα με τον Hegel, και που ήταν για εκατομμύρια ανθρώπους η δεκαετία του 1960. Η δεκαετία του 1970 ήταν η ήττα. Η απόλυτη ήττα που γέννησε το προμεταμοντέρνο kitsch της δεκαετίας του 1980 που γέννησε την αμηχανία της δεκαετίας του 1990 που γέννησε το σπαρασσόμενο όλον της δεκαετίας του 2000 και τη γενικευμένη μανιοκατάθλιψη της δεκαετίες του 2010.
Καταστάσεις. Λογοτεχνία καταστάσεων. Σαν πολλές ταινίες μικρού μήκους των 16 mm. Η Kushner ξέρει πολύ καλά τι οφείλουμε στον κινηματογράφο, ιδίως στο ποιητικό/ποιοτικό σινεμά που εγκαινίασε ο μέγας Τζον Κασσαβέτης με τις Σκιές. Αλλεπάλληλα πλάνα, εικόνες που σημαίνουν/καταγράφουν καταστάσεις, να το υλικό του μυθιστορήματός της. Ακόμα και τεχνικές: voice over και ευφυές μοντάζ, επιβραδύνσεις κι επιταχύνσεις του ρυθμού. Η Kushner γίνεται αυτό που φιλοδοξούσε να είναι ο Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ: ένα όργανο καταγραφής. Κι ακόμα: όπως ο Ντον Ντελίλο, επιδιώκει στρατηγικά να αποδιαρθρώσει την επίσημη πραγματικότητα για να δει και να μας δείξει από τι είναι κατασκευασμένη και γιατί. Και είναι κατασκευασμένη, για το καλύτερο ή για το χειρότερο, από καταστάσεις, από μικρές μονάδες χρόνου, από τις άριες και τα έπη της αντιηρωικής καθημερινότητας.
σχόλια