Ο βρετανικός ρομαντισμός, βαθιά συνδεδεμένος με τις αρχές του γοτθικού κινήματος, εξακολουθεί να γνωρίζει μεγάλη ανταπόκριση στις βραχύβιες μόδες αλλά και στα σίριαλ και τη μουσική (ακόμη και στις πένθιμες νεορομαντικές μπαλάντες). Ίσως, πάλι, να ξεχωρίζει γι' αυτό ακριβώς: επειδή δεν αποτύπωσε εθνικιστικά σύμβολα –όπως, φερ' ειπείν, συνέβη με τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης– και μάλλον έμεινε στενά αρματωμένος στο βασικό του όχημα, που ήταν ανέκαθεν ο έρωτας.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της γοτθικής παράδοσης που ανέδειξαν οι αγγλοσαξωνικοί τίτλοι εμπίπτει ως αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμά της ο Καλόγερος του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις. Δεν πρόκειται μόνο για ένα από τα πιο εμβληματικά δείγματα του γοτθικού μυθιστορήματος, γραμμένο λίγο πριν από τη λήξη του 18ου αιώνα, το 1796, αλλά για ένα αειθαλές κλασικό έργο που επηρέασε πολλαπλά τους σύγχρονους δημιουργούς: άλλοτε με τη βαθιά επαναστατική του διάθεση –κυρίως κατά του φαρισαϊσμού των ηθών και του κλήρου–, άλλοτε με την περιγραφική του ενάργεια κι άλλοτε με το συμβολικό του βάθος. Πολλοί, μάλιστα, έσπευσαν να δουν σε αυτό και περίτεχνα διαφυλικά παιχνίδια, κυρίως με καλόγερους, που είναι κατ' ουσίαν γυναίκες, ή με γυναίκες που μεταμορφώνονται σε καλόγερους. Το πάθος εδώ δεν είναι μόνο η υπόθεση ενός αγοριού που αγάπησε μια φτωχή ηρωίδα αλλά μια ερωτική έλξη που υπερβαίνει τα φύλα και διαπερνά τις ψυχές, και κυρίως ανατρέπει οποιαδήποτε εικόνα για την κυρίαρχη ηθική. Η λαγνεία δεν επιδέχεται εξωραϊσμούς, με τον ίδιο τρόπο που η συγγραφή –κι αυτό είναι κάτι που τονίζει επανειλημμένως ο Λιούις– δεν συγχωρεί ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις. Το πιο καλό μυθιστόρημα μπορεί να χρησιμοποιεί τα πιο πιασάρικα τερτίπια, όπως και οι πιο «καταχωνιασμένοι» θρύλοι. Εν προκειμένω, ένα λαϊκό παραμύθι για τη Ματωμένη Καλόγρια που υπάρχει εγκιβωτισμένο στο βιβλίο μπορεί να εμπνέει σπουδαίες μυθοπλαστικές αφηγήσεις. Δύσκολο, αλήθεια, να ξεχωρίσει κανείς ποιο ακριβώς είναι το βασικό γνώρισμα του εμβληματικού Καλόγερου (που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοσματόπουλου και του Κυριάκου Αθανασιάδη στα ποιήματα), αυτού το αριστουργήματος του 18ου αιώνα: άλλοι εμμένουν στην περιγραφική του δεινότητα και άλλοι στο σαρωτικό του μένος ενάντια σε ό,τι θεωρούμε δεδομένο. Τίποτε, άλλωστε, δεν είναι εδώ όπως φαίνεται: ο πιο αγαθός καλόγερος, εν προκειμένω ο Αμβρόσιος, μεταμορφώνεται στον πιο πιστό υπηρέτη του διαβόλου και οι αρχές του Αγαθού κυοφορούν εκφαυλισμένες πράξεις. «Μην εμπιστεύεστε την κανονιστικότητα των Αρχών και της Εκκλησίας» φαίνεται πως είναι το κεντρικό σύνθημα που διαπερνά τη γραφίδα του σχεδόν πιτσιρικά Μάθιου Λιούις, ο οποίος, αν και ήταν μόλις 19 ετών όταν έγραφε το βιβλίο, έβλεπε με πόνο ψυχής το έθνος του να βγαίνει διχασμένο και ματωμένο από τον θρησκευτικό φανατισμό.
Η ρομαντική ενότητα στην οποία αποβλέπει ο διπλωμάτης και άκρως πολιτικοποιημένος Λιούις –κάτι που διαπέρασε τους εθνικούς αγώνες του 19ου αιώνα στην Ευρώπη– αντηχεί έντονα σε κάθε του λέξη. Ενδεχομένως να μη γράφει το βιβλίο χωρίς πολιτικό στόχο: το αδιέξοδο των αιματηρών πολέμων ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες είναι αντίστοιχο με το δίλημμα του καλού και του κακού που χαρακτηρίζει τις κινήσεις του καλόγερου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τις όψεις του ίδιου νομίσματος, στο οποίο ποντάρει κάθε πράξη που αντίκειται στην ελευθερία του όντος. Η Εκκλησία είναι στην πραγματικότητα τόσο φαύλη όσο καλή φαίνεται στις αγαθοεργίες και στην υποτιθέμενη συνοχή που εξασφαλίζει για το σύνολο. Είναι σίγουρο ότι ο διπλωμάτης Λιούις, γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα από την ελεύθερη Ολλανδία, οραματιζόταν μια σπινοζική κοσμική ενέργεια, πέρα από τα δίπολα και τα διλήμματα που έθετε ο κλήρος. Και πόνταρε δυναμικά στον έρωτα και το συναίσθημα, ακολουθώντας και εδώ τον Μπαρούχ Σπινόζα, του οποίου οι ιδέες ήταν πλέον δημοφιλείς τότε στη φημισμένη για τις ελεύθερες ιδέες της Χάγη. «Η πραγματική γνώση των αιτιών του παθητικού συναισθήματος», επέμενε ο Σπινόζα, «μπορεί να το μεταμορφώσει σε ενεργητικό», μια θέση που άνοιξε τις πόρτες στις ασυνείδητες αποχρώσεις των οριακών αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τους πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Εξού και τα παράλογα, παράνομα και ασυνείδητα πάθη τα οποία κατακλύζουν τους ήρωες του Καλόγερου, την εύλογη μεταλλαγή του κακού σε καλό και του καλού σε κακό, τις διαρκείς μεταμορφώσεις και τις πλούσιες συμβολικές ενατενίσεις. Όχι τυχαία ο Κόλεριτζ υπερτόνιζε διαρκώς την «πλούσια, δυνατή και διαπρύσια φαντασία του συγγραφέα του Καλόγερου», ενώ ο Μπουνιουέλ είχε επηρεαστεί με πολλαπλούς τρόπους από το αριστούργημα του Μάθιου Λιούις. Βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι ο Αμβρόσιος, επιφανής ηγούμενος σε μοναστήρι των Καπουτσίνων της Μαδρίτης, και ο νεοφερμένος καλόγερος Ροζάριο. Η δαιμόνια Ματθίλδη που τον παρασέρνει, μεταμορφωμένη σε καλόγερο, τον αναγκάζει να υποταχθεί αποκλειστικά στα θέλγητρα της σάρκας: χτυπημένος από το πάθος, ο μέχρι πρότινος άμωμος Αμβρόσιος ξεπερνά εύκολα τη Ματθίλδη και επιζητά οποιαδήποτε βρίσκεται στο διάβα του. Τυφλωμένος από το πάθος, προσπαθεί να διακορεύσει την αθώα Αντωνία, η οποία προστατεύεται από τη μητέρα της, την Ελβίρα. Μέσα στη μανία του αποφασίζει να βγάλει από τη μέση την Ελβίρα δολοφονώντας τη, ενώ το ίδιο τελικά θα κάνει και με την αθώα Αντωνία, αφού τη βιάσει – μόνο που δεν γνωρίζει ότι ένα θανάσιμο μυστικό εμπλέκει ως θύμα και θύτη τον ίδιο. Ατμοσφαιρική πλοκή, ίντριγκες, μάγισσες και όλα τα αιματηρά «κεκτημένα» του γοτθικού μυθιστορήματος διαπνέουν τις σκοτεινές αλλά και άκρως γοητευτικές διαδρομές του μυθιστορήματος του Λιούις, το οποίο υμνήθηκε για τις παραστατικές εικόνες και τη συμβολική του δύναμη. Ο Ντε Σαντ ανέφερε πολλές φορές το όνομα του Λιούις ως πρωταρχική του επιρροή, το ίδιο και αρκετοί υπέρμαχοι της σκοτεινής ελευθεριότητας, όπως ο Μπάιρον.
Ατμοσφαιρική πλοκή, ίντριγκες, μάγισσες και όλα τα αιματηρά «κεκτημένα» του γοτθικού μυθιστορήματος διαπνέουν τις σκοτεινές αλλά και άκρως γοητευτικές διαδρομές του μυθιστορήματος του Λιούις, το οποίο υμνήθηκε για τις παραστατικές εικόνες και τη συμβολική του δύναμη. Ο Ντε Σαντ ανέφερε πολλές φορές το όνομα του Λιούις ως πρωταρχική του επιρροή, το ίδιο και αρκετοί υπέρμαχοι της σκοτεινής ελευθεριότητας, όπως ο Μπάιρον
Πολλοί έσπευσαν να δουν στις αλληγορικές του ταυτίσεις τις θεωρίες περί ασυνειδήτου, με προεξάρχοντα τον Μπρετόν, ο οποίος εξέλαβε τον Καλόγερο ως το σπουδαιότερο σουρεαλιστικό αφήγημα και βασική πηγή έμπνευσης για τους εκφραστές του σουρεαλισμού. Όχι τυχαία ο Αρτό έσπευσε... να το ξαναγράψει με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, μετατρέποντάς το σε σουρεαλιστική αντι-βίβλο. Ακόμη και ο δικός μας Άδωνις Κύρου, ο σπουδαίος κινηματογραφιστής και φίλος του Μπουνιουέλ, το γύρισε σε ταινία με τον τίτλο Le Moine και με βασικούς πρωταγωνιστές τον Φράνκο Νέρο, τη Ναταλί Ντελόν, τη Νάντια Τίλερ και τον Νίκολ Γουίλιαμσον. Άπειρες ήταν επίσης και οι θεατρικές διασκευές του έργου, ενώ πρόσφατη ήταν η πετυχημένη κινηματογραφική εκδοχή –μόλις το 2011–, με τον Βενσάν Κασέλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Ντομινίκ Μολ να υπογράφει τη σκηνοθεσία. Απελευθερωτικός, βέβηλος, υποδειγματικός στις ακρότητές του ή μη, ο Καλόγερος του Λιούις εξακολουθεί να γοητεύει και να αποπλανεί, όσοι αιώνες κι αν έχουν παρέλθει από την πρώτη του ανατρεπτική ριπή στο γοτθικό σύμπαν.
σχόλια