Αρκεί να δει κανείς μέσα στη λογοτεχνία, στα ιδιόμορφα οράματά της, να διασχίσει ψηλαφητά το πυκνό σε ετερόκλητα απεικονιστικά σχήματα σύμπαν της, για να αποτυπώσει με διαφορετικούς βαθμούς ευκρίνειας στιγμές από τον τρόπο δημιουργίας ενός νέου κόσμου. Γιατί αυτό που καταφέρνει το κλασικό μυθιστόρημα –και γι' αυτό ακριβώς νοείται ως κλασικό– δεν είναι μόνο το ότι διασχίζει τους αιώνες και μένει για πάντα αποτυπωμένο στη συλλογική μνήμη αλλά και το ότι μπορεί διαρκώς να συνταράσσει το υπάρχον: η κλασική λογοτεχνία υπάρχει έτσι ως έννοια της ανατροπής των όποιων δεδομένων και καταστάσεων. Ο Μοπασάν, ο Προυστ, ο Ίσεργουντ και ο Κάφκα ήταν σύμφυτοι με την εποχή τους, αλλά την ίδια στιγμή απόλυτα επαναστατικοί στον τρόπο που την προσέγγιζαν: ανέτρεψαν τον παραδεδομένο τρόπο εξιστόρησης και έμειναν για πάντα χαραγμένοι στην ιστορία ως απόλυτα επίκαιροι. Διαπιστώνοντας, επομένως, την αναγκαιότητα και το αναγνωστικό εύρος των κλασικών αυτών κειμένων, οι Έλληνες εκδότες τα προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό σε υπέροχες εκδόσεις και επιμελημένες μεταφράσεις. Ειδικά σε καιρούς κρίσης, είναι εύλογο να αναζητούνται ακόμη περισσότερο η ασφάλεια και η ταυτότητα του κλασικού ως απαράμιλλη επιβεβαίωση του καινούργιου.
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο - Η Αλμπερτίν Αγνοούμενη
Μαρσέλ Προυστ
Εκδόσεις της Εστίας
Τα σκοτεινά μέλη του εσωτερικού κόσμου εδώ συντίθενται σε ένα ενιαίο όλον και απλώνονται σε έξι τόμους όπου ανατέμνονται όλα τα είδη ψυχικής παρέκκλισης: ο εμμονικός και ατελέσφορος έρωτας, η ζήλια, η μοναξιά. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να ενσωματώσει σε ένα άκρως πρωτότυπο μυθιστόρημα όλες τις εκδοχές της προσωπικής ενατένισης μέσα από τη μνήμη, την ερμηνεία και τα εσωτερικά βιώματα. Όλοι ανατρέχουν στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο για να βρουν κομμάτια μιας διαφορετικής ερμηνείας για τον τρόπο που λειτουργεί ο ψυχικός κόσμος: εσωτερικά σπαράγματα, οιδιπόδεια συμπλέγματα, ερωτικές συγκρούσεις αλλά και οι ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του συγγραφέα αποτυπωμένες σε περίτεχνες φαντασιώσεις. Ο κύκλος του «μυθιστορήματος της Αλμπερτίν», που ουσιαστικά ολοκληρώνεται με την Αλμπερτίν Αγνοούμενη, στην οποία περιλαμβάνεται και η πέμπτη ενότητα της Φυλακισμένης, ήταν, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, το πιο καλογραμμένο και περίτεχνο μέρος του μυθιστορήματος του Προυστ. Και εδώ ο χωρόχρονος συνιστά τον κεντρικό ιστό της ερμηνείας του σχετικού και αβέβαιου τρόπου που βιώνει ο κεντρικός ήρωας τον έρωτα: εξού και το ότι η Αλμπερτίν, ως ερωτικό αντικείμενο του εγκλήματος, πρέπει οπωσδήποτε να φυλακιστεί ή να αφανιστεί από τα συνειδησιακά δεδομένα. Τα πάντα, ως εκ τούτου, βιώνονται σολιψιστικά στο μυαλό του αφηγητή και έχουν την ισχύ που αυτός τους δίνει – κι όχι αυτή που έχουν στην πραγματικότητα: «Ο έρωτας, ακόμη και στις πιο ταπεινές απαρχές του, αποτελεί χτυπητό παράδειγμα για το πόσο λίγο μετράει η πραγματικότητα για μας». Σημαντικό το γεγονός ότι το μνημειώδες αυτό έργο του Προυστ μεταφράστηκε από έναν ουσιαστικό γνώστη της γαλλικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, τον Παναγιώτη Πούλο, και συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικότατο επίμετρο, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από τα αποτελέσματα ερευνών, και τη νεκρολογία του Προυστ, κατατεθειμένη από τον διευθυντή της «Νέας Γαλλικής Επιθεώρησης», Ζακ Ριβιέρ. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά εκδοτικά εγχειρήματα των τελευταίων χρόνων.
Η Δίκη
Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις Μίνωας
Όταν ο Κάφκα ξεκίνησε να γράφει τη Δίκη, ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί και αποτυπώσει λογοτεχνικά τον παράλογο τρόπο που ενεργεί συλλογικά η κοινωνία. Η ενοχοποίηση δεν χρειάζεται να έχει συγκεκριμένο λόγο για να τεθεί σε εφαρμογή – αρκεί που υφίσταται ένα πρόσωπο, μια πράξη και μια απόφανση. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, όλοι είμαστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ένοχοι για κάτι, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις και τον βαθμό του «αδικήματος» – αν ποτέ έχει υπάρξει. Το θεμελιώδες αυτό ζήτημα της διαρκούς ενοχοποίησης ως εσωτερικής διαδικασίας αλλά και ως εξωτερικής επιβολής από μια κοινωνία που στέκεται πάντα απέναντι στο πρόσωπο ως αέναος και άγρυπνος κριτής το συνέλαβε πρώτος, με τον δικό του χαρακτηριστικό, ιδιοφυή, υπερρεαλιστικό και ρηξικέλευθο τρόπο, ο Φραντς Κάφκα. Πέφτοντας, ωστόσο, στην παγίδα που ο ίδιος ο Κάφκα τόσο περίτεχνα είχε στήσει, όλες οι μετέπειτα ερμηνείες για το τι είναι αυτό που έσπρωξε τον τραπεζικό υπάλληλο Γιόζεφ Κ. σε «Δίκη» θεωρούν αναγκαστικά τον Γιόζεφ ένοχο ή αθώο για κάτι. Ενδεχομένως, όμως, οι ατομικές πράξεις να μη συνοδεύονται από κάποια σκοπιμότητα, ώστε να πρέπει απαραίτητα να χρωματίζονται από μια ηθική απόφανση (δηλαδή αθώωση ή καταδίκη) – κι αυτό είναι που συνέλαβε στον πυρήνα της ατομικής και συλλογικής πράξης ο Κάφκα. Γνωρίζοντας, μάλιστα, σε βάθος τις φιλοσοφικές θεωρίες, δεν θέλησε να γράψει άλλο ένα μακροσκελές θεωρητικό δοκίμιο, παρά προτίμησε να αποτυπώσει σε ιστορίες τα μεγάλα διλήμματα και τις υπαρξιακές συγκρούσεις, πάντοτε με χιούμορ, γλαφυρότητα και πρωτοτυπία (εκπροσωπώντας έναν ιδιόμορφο πειραματισμό, που ευτυχώς δεν εξέφρασε συγκεκριμένες σχολές και παρέμεινε πάντα συστατικό της ιδιότυπης αφήγησής του). Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Κάφκα δεν έμοιασε ποτέ με κανέναν άλλο και παρέμεινε αδιανόητα επίκαιρος μέχρι τις μέρες μας. Ο πρώτος ίσως που αφουγκράστηκε το χιούμορ του Κάφκα και την πρωτότυπη γραφή του ήταν ο Μίλαν Κούντερα, τονίζοντας πως «αυτό το μείγμα ελαφρότητας-βαρύτητας, κωμικού-τραγικού, λογικού-παραλόγου, είναι που διέπει όλο το μυθιστόρημα ως την εκτέλεση του Κ., δημιουργώντας μια απαράμιλλη ομορφιά, την οποία πολύ θα ήθελα να προσδιορίσω, αλλά ξέρω πως δεν θα τα καταφέρω ποτέ». Το ευχάριστο είναι ότι οι εκδόσεις Μίνωας αποφάσισαν για πρώτη φορά να εκδώσουν το κείμενο με τα ανολοκλήρωτα κεφάλαια, βασισμένο στο αρχικό χειρόγραφο του συγγραφέα, σε απόδοση Γιώτας Λαγουδάκου, στη γνωστή σειρά της «Ξένης Κλασικής Λογοτεχνίας» από την οποία κυκλοφορούν ήδη περιώνυμοι τίτλοι με φροντισμένα εξώφυλλα.
Αντίο Βερολίνο
Κρίστοφερ Ίσεργουντ
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Οι αναμνήσεις από μια εποχή που μοιάζει τρομακτικά επίκαιρη δείχνουν πως η περηφάνια και η προκατάληψη που καλλιεργούνταν στο μητροπολιτικό κέντρο στηρίζονταν στις κατασκευασμένες σημασίες της τάξης και του φύλου και μεταφράζονταν σε προσωπικές ιστορίες, αλλά με ένα έντονο πολιτικό υπόστρωμα. Παντού ανάμεσα στις εξομολογήσεις για τα προσωπικά ερωτικά αδιέξοδα ορθώνεται η τρομακτική σκιά της ιστορίας – κι είναι υπέροχος ο τρόπος που ο Ίσεργουντ ενσωματώνει τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας χωρίς φωνασκίες και διδακτισμούς. Ζώντας στο Βερολίνο την εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, ο Βρετανός συγγραφέας –γνωστός για τα λογοτεχνικά του αριστουργήματα και τον θυελλώδη δεσμό του με τον ποιητή Γ.Χ. Όντεν– δεν μπορούσε να μην καταγράψει τον τρόπο που το πολιτικό περιβάλλον μεταμόρφωσε τους πολίτες μιας πόλης ανοιχτής και άκρως κοσμοπολίτικης. Κι ίσως αυτό να υπήρξε για εκείνον το τρομακτικότερο απ' όλα: το γεγονός ότι όλα έγιναν προτού καν ακόμη προλάβει κανείς να τα δει. «Η Χίπι δεν ανησυχεί ποτέ για το μέλλον. Όπως όλοι στο Βερολίνο, αναφέρεται συνεχώς στην πολιτική κατάσταση, αλλά μόνο εν συντομία, με τον συμβατικά μελαγχολικό τόνο που έχει κανείς όταν μιλάει για τη θρησκεία. Είναι γι' αυτήν κάτι το σχεδόν εξωπραγματικό. Σκοπεύει να πάει στο πανεπιστήμιο, να ταξιδέψει εδώ κι εκεί, να περάσει χάρμα και, κάποια στιγμή, φυσικά να παντρευτεί». Αλλά δεν είναι μόνο η Χίπι που δεν αντιλαμβάνεται την τραγική έκβαση των πραγμάτων – είναι κι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής που είδε ότι τα σημάδια ήταν εκεί, αλλά έγιναν αντιληπτά εκ των υστέρων. Οι χαραγμένες σβάστικες στα δέντρα σε κάποια εκδρομή, το πογκρόμ κατά των Εβραίων –«μια νύχτα τον Οκτώβριο του '30»–, οι χαρακτηριστικοί διάλογοι, όπως αυτός που είχε με τον φίλο του Μπέρνχαρντ: «Εσύ, Κρίστοφερ, με τους αιώνες αγγλοσαξονικής ελευθερίας πίσω σου, με τη Μεγάλη Χάρτα χαραγμένη στην καρδιά σου, δεν μπορείς να καταλάβεις ότι εμείς οι φτωχοί βάρβαροι έχουμε ανάγκη την αυστηρότητα μιας στολής να μας κρατάει ορθούς». Το βιβλίο του Ίσεργουντ, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη, ενέπνευσε τη γνωστή ταινία Καμπαρέ με πρωταγωνίστρια τη Λάιζα Μινέλι.
Η Χοντρομπαλού
Γκυ ντε Μωπασάν
Εκδόσεις Κίχλη
«Κι ύστερα απόλυτη ησυχία: πάνω απ' την πόλη πλανιόταν μια σιωπηλή αναμονή όλο φόβο. Κάμποσοι κοιλαράδες αστοί που τους είχε διαφθείρει το εμπόριο περίμεναν με ανησυχία τους κατακτητές, τρέμοντας μπας και θεωρηθούν όπλα οι σούβλες τους για τα κρέατα ή τα μεγάλα μαχαίρια της κουζίνας. Θαρρείς κι η ζωή είχε σταματήσει, τα μαγαζιά ήταν κλειστά, οι δρόμοι βουβοί. Καμιά φορά ξεμύτιζε κανένας, πτοημένος απ' αυτή την ησυχία, και γλίστραγε γοργά από τοίχο σε τοίχο. Ήταν τόση η αγωνία της αναμονής, που σ' έκανε να επιθυμείς πια τον ερχομό του εχθρού». Αρκούν αυτά τα σύντομα λόγια και η παραστατική περιγραφή για να αντιληφθεί κανείς το σαρδόνιο χιούμορ και τον βαθύ αντικομφορμισμό που χαρακτήριζε τη γραφή του πιο παρεξηγημένου ίσως και του πλέον ταλαντούχου μυθιστοριογράφου από τον κύκλο των «μεγάλων» Γκυ ντε Μωπασάν. Ειδικά σε αυτό το αντιπροσωπευτικό διαμαντάκι, τη Χοντρομπαλού, αποτυπώνονται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο η κοινωνική διαστρωμάτωση, ο φαρισαϊσμός, οι προκαταλήψεις και ο κλασαυχενισμός της γαλλικής κοινωνίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Μωπασάν, έχοντας νωπά τα τραυματικά βιώματα του ατιμωτικού Γαλλοπρωσικού Πολέμου, περιγράφει παραστατικά μέσα από ένα ταξίδι με μια άμαξα, όπου χωράει μια ομάδα από όλους τους εκπροσώπους του πολυποίκιλου γαλλικού κοινωνικού φάσματος, τον σοβινισμό και τον ρεβανσισμό των εκπροσώπων της υψηλής κοινωνίας. Μόνο που μπροστά σε αυτούς η χοντρομπαλού πόρνη αποδεικνύεται η πλέον εκλεπτυσμένη: σε αντίθεση με τους «χονδροειδείς» και άξεστους συνταξιδιώτες της, η πληθωρική εμφάνιση της «Χοντρομπαλούς» εκφράζει αυτοθυσία και ευγένεια (τα περιττά κιλά είναι αντιστρόφως ανάλογα με τα λεπτά αισθήματα). Η Χοντρομπαλού είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του δεξιοτέχνη του conte –ήτοι της μικρής αφηγηματικής φόρμας–, σε εξαιρετική απόδοση από την Αμαλία Τσακνιά και σε μια άκρως φροντισμένη και επιμελημένη έκδοση από την Κίχλη. Εξαιρετικό και άκρως κατατοπιστικό το κείμενο «Άσπονδοι Ταξιδιώτες» της Λίζυς Τσιριμώκου που συνοδεύει την έκδοση, μαζί με χρονολόγιο και σημειώσεις.
σχόλια