Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, στην αρχή της συμβατικά καλουμένης «Οδού των τάφων» με τα πανέμορφα επιτύμβια γλυπτά και σε μικρή απόσταση από τον εμβληματικό ναΐσκο του Δεξίλεω, αναπτύσσεται ένα πλάτωμα, στη συμβολή με τη «Νότια Οδό», με πέντε ταφικούς περιβόλους, γνωστό ως «γωνιακό άνδηρο». Στην προνομιακή αυτή θέση ‒μέσα σε έναν αιώνα περίπου (από τα μέσα του 4ου ως λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.)‒ είχαν ενταφιαστεί τουλάχιστον τρεις ηθοποιοί και ένας κωμικός ποιητής.
Ένας από αυτούς ήταν ο Μακαρεύς από τον δήμο των Λακιαδών (στην περιοχή όπου εκτείνεται ο σύγχρονος Βοτανικός, κατά μήκος της Ιεράς Οδού). Υπήρξε ταλαντούχος ηθοποιός της τραγωδίας, που «εάν η τύχη τον ευνοούσε και του επέτρεπε να ωριμάσει... θα είχαν βρει στο πρόσωπό του οι Έλληνες έναν μεγάλο καλλιτέχνη της τραγικής τέχνης», σύμφωνα με το επίγραμμα στη βάση του ταφικού ναΐσκου του. Ο μαρμάρινος ναΐσκος για τον Μακαρέα ανιδρύθηκε στο γωνιακό άνδηρο μετά το 338 π.Χ. και πριν ισχύσει στην Αθήνα η απαγόρευση των πολυτελών ταφών (το 317/307 π.Χ.). Ο χαμένος σήμερα οπισθότοιχος του ναΐσκου έφερε κάποια ‒σχετική με τον νεκρό‒ ζωγραφική παράσταση, όπως αντίστοιχα η επιτύμβια στήλη για τον επίσης ηθοποιό Αριστίωνα από την Τροιζήνα που «εξασκούσε την κωμική τέχνη» ήταν διακοσμημένη με ένα γραπτό προσωπείο κωμωδίας. Ο Αριστίων επίσης χάθηκε πρὸ ὥρας... οὐκ εἰς γῆρας ἐλθών,[1] λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Ήταν σαράντα ετών και άτεκνος, όπως μας πληροφορεί το επίγραμμα κάτω από το προσωπείο.
Το εύρημα από τον τάφο του ηθοποιού Μακαρέα στον Κεραμεικό χαρακτηρίζεται μοναδικό, διότι, αντίθετα με τα παράλληλά του, σχετίζεται με μια ανδρική ταφή και στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό περιβάλλον μπορεί να ερμηνευτεί πειστικά ως βοήθημα κατά τη μίμηση γυναικείων ρόλων παρά ως μέσο καλλωπισμού.
Ορισμένα ευρήματα που σχετίζονται με την ταφή του Μακαρέως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, μέσα στην πώρινη σαρκοφάγο, μεταξύ άλλων σημαντικών κτερισμάτων, βρέθηκαν δύο μικρές λεκανίδες (αρ. ευρ. 10538, 10539) και μία μικρή πυξίδα με πώμα (αρ. ευρ. 10537 ‒ όλα εκτίθενται στην προθήκη αρ. 13 του Μουσείου του Κεραμεικού) που ανήκουν σε έναν τύπο αγγείου οικείο στην Κόρινθο και στη Βοιωτία. Η συνήθης χρήση τους ήταν ως κοσμηματοθήκες ή σκεύη καλλωπισμού που περιείχαν δισκία ψιμυθίου (πούδρας) και απαντώνται κατά κανόνα σε γυναικείες ταφές. Εν προκειμένω, οι δύο λεκανίδες περιείχαν δισκία λευκού και η πυξίδα δισκία ροζ ψιμυθίου με κύριο συστατικό, όπως έδειξαν οι φυσικοχημικές αναλύσεις,[2] τον ουδέτερο ανθρακικό μόλυβδο (γνωστό ως κερουσίτη, ή ψιμύθιο, ή λευκό του μολύβδου, ή στουπέτσι). Το ροζ χρώμα οφείλεται στη παρουσία μικρής ποσότητας κιννάβαρης (θειούχος υδράργυρος). Το ομοιόμορφο μέγεθος των δισκίων οφείλεται στη χρήση μήτρας, γεγονός που υποδεικνύει μια προτυποποιημένη διαδικασία παραγωγής και πώλησης, όπως καταγράφεται από αντίστοιχα ευρήματα εντός και εκτός Αθηνών.
Η μέθοδος παραγωγής των συγκεκριμένων χρωστικών ουσιών στην αρχαιότητα, η φαρμακευτική και η καλλυντική χρήση τους μνημονεύεται από αρκετούς αρχαίους και Λατίνους συγγραφείς, συχνά μάλιστα με τρόπο απαξιωτικό, τόσο για τη γυναικεία αυταρέσκεια όσο και σε (σπάνιες αναφορές σε) περιπτώσεις ανδρικής θηλυπρέπειας. Ωστόσο, παραμένει σχετικά μικρός ο αριθμός των διαφόρων σκευών που έχουν βρεθεί να περιέχουν ψιμύθιο, τόσο στην Αττική όσο και στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το πλήθος των αναφορών στις αρχαίες πηγές και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Τέλος, η τοξικότητα των συστατικών που περιέχουν οι χρωστικές για τον ανθρώπινο οργανισμό ‒ιδίως ο μόλυβδος‒, παρότι ήταν ήδη γνωστή στον Ιπποκράτη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο, δεδομένου ότι η συμπτωματολογία της οξείας δηλητηρίασης από μόλυβδο περιγράφεται για πρώτη φορά στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., ενώ της χρόνιας τον 7ο αι. μ.Χ.
Συμπερασματικά, το εύρημα από τον τάφο του ηθοποιού Μακαρέα στον Κεραμεικό χαρακτηρίζεται μοναδικό, διότι, αντίθετα με τα παράλληλά του, σχετίζεται με μια ανδρική ταφή και στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό περιβάλλον μπορεί να ερμηνευτεί πειστικά ως βοήθημα κατά τη μίμηση γυναικείων ρόλων παρά ως μέσο καλλωπισμού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στην αρχαία τραγωδία οι ακόλουθοι του Θέσπιδος ερμήνευαν τους ανδρικούς και τους γυναικείους ρόλους φορώντας μάσκες (έχουν βρεθεί ομοιώματα μασκών στον Κεραμεικό, καθώς και μικρά ειδώλια μασκοφόρων ηθοποιών από τερακότα) και επιπλέον μακριά, χειριδωτά ενδύματα και υποδήματα (κοθόρνους), τα χέρια θα απέμεναν τα μόνα ορατά, γυμνά μέρη που θα έπρεπε να αλλάξουν χρώμα για να παρασταθούν οι γυναικείοι ρόλοι, χρησιμοποιώντας όμως επικίνδυνη χρωστική ουσία. Είναι γνωστό ότι η λευκή επιδερμίδα θνητών και αθάνατων γυναικών υμνείται ήδη στα ομηρικά έπη, ενώ η γυμνή γυναικεία σάρκα αποδίδεται κατά σύμβαση με λευκό επίθετο χρώμα στην αγγειογραφία και σε τερακότες γυναικών και ηθοποιών που παριστάνουν γυναίκες ως την Ύστερη Αρχαιότητα.
Ίσως για τον Μακαρέα, και πιθανόν και για άλλους ηθοποιούς του καιρού του, η αγάπη για την υποκριτική τέχνη να απέβη μοιραία…
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
T. Katsaros, I. Liritzis, N. Laskaris, «Identification of Theophrastus’ pigments egyptios yanos and psimythion from archaeological excavations». ArcheoSciences 34 (2010), 69-80. Online στο: https://doi.org/10.4000/archeosciences.2632.
W. Kovacsovics, Kerameikos XIV: Die Eckterrasse an der Gräberstraße des Kerameikos. Berlin, New York, 1990.
Ε. Μπάνου και Λ. Μπουρνιάς, Κεραμεικός. Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Αθήνα 2014, 240.
E. Photos-Jones, P. Bots, E. Oikonomou, A. Hamilton, C.W. Knapp, On metal and spoiled wine: psimythion (synthetic cerussite) making and the modelling of gas-metal reactions within a Greek pot (5th-4th c BC). (Yπό δημοσίευση. Ευχαριστούμε θερμά τη δρα Ε. Οικονόμου για την επισήμανση της δημοσίευσης).
F.P. Retief και L. Cilliers, «Lead poisoning in ancient Rome». Acta Theologica 7 (2015), 147-164. Online στο: http://journals.ufs.ac.za/index.php/at/article/view/2086.
J. Stroszeck, Der Kerameikos in Athen, Geschichte, Bauten und Denkmäler im archäologischen Park. Bibliopolis, Αθήνα 2014, και στα ελληνικά: Ο Κεραμεικός των Αθηνών. Ιστορία και Μνημεία εντός του αρχαιολογικού χώρου, 2017.
Ελένη Σπ. Μπάνου
Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών
Αρχαιολόγος, PhD
Λεωνίδας Κ. Μπουρνιάς
Υπεύθυνος του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Κεραμεικού
Αρχαιολόγος, MPhil.
Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού
Το Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού στεγάζει εκθέματα, σχεδόν αποκλειστικά ταφικού χαρακτήρα, που προέρχονται από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, εκτάσεως 38.500 τ.μ. Το μουσείο βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο και η πρόσβασή του γίνεται από στον πεζόδρομο της οδού Ερμού (Ερμού 148), πλησίον της οδού Πειραιώς. Πρόκειται για ένα λιτό ισόγειο τετράγωνο κτήριο, η πρόσοψη του οποίου πλαισιώνεται από στεγασμένη εξωτερική στοά, σχήματος Γ. Εσωτερικά υπάρχουν τέσσερις εκθεσιακοί χώροι που περιβάλλουν το στεγασμένο αίθριο, διαμορφωμένο με ελιές και δάφνες ως μικρός εσωτερικός κήπος. Στον πρώτο χώρο και το αίθριο φιλοξενούνται τα έργα της γλυπτικής, που καλύπτουν όλες τις εποχές της αρχαιότητας, ενώ στις υπόλοιπες τρεις αίθουσες εκτίθεται κεραμική και άλλα ευρήματα που προέρχονται κυρίως, από την νεκρόπολη του Κεραμεικού.
Επιμέλεια: M. Hulot
σχόλια