ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ του ιερομόναχου Δανιήλ, στο Σινά, που τάιζε τη λεοπάρδαλη με το χέρι του και που οι ύαινες τον ξυπνούσαν κάθε πρωί για να προσευχηθεί, τη γνωρίζουν οι πάντες. Όμως την ιστορία που θα αφηγηθώ εδώ, απόψε, δεν τη γνωρίζει κανείς - και από τα πρόσωπα της Τριάδος μόνον ο Υιός. Ούτε ο Πατήρ ούτε το Πνεύμα.
Με τη λήξη των εμφυλίων πολέμων, τον έβδομο χρόνο της ηγεμονίας του Αυγούστου, γεννήθηκε στην Παλαιστίνη ένας προφήτης, ονόματι Εμμανουήλ, που τον φώναζαν «ο Ιησούς» και που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι τα πολλά λόγια είναι πλούτος. Κατ’ αυτόν, ακριβώς όπως δύο αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση, έτσι και δύο οφθαλμαπάτες κάνουν μία πραγματικότητα, συνήθως δυσάρεστη, εξού και αν ονειρευτείς ότι ονειρεύεσαι σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις. Υποστήριζε επίσης ότι το φεγγάρι δεν είναι παρά ο ήλιος που ανατέλλει ξανά τη νύχτα προς χάριν των τυφλών. Τέλος προέβλεπε ότι μια μέρα οι ζωντανοί θα είναι περισσότεροι απ’ τους νεκρούς, κάτι που είχε να συμβεί απ’ την εποχή του Κάιν. Εκτοξεύοντας παρόμοιες ανορθόδοξες αντιλήψεις διαχώριζε τη θέση του από εκείνη των άλλων πλανόδιων προφητών, που όχι μόνον δεν λεπτολογούσαν επί παντός επιστητού αλλά περιορίζονταν σε γενικές τοποθετήσεις υπέρ των ηθικών αξιών και αρχών που θα επιβάλλονταν, λέει, την Όγδοη Μέρα, με το μαστίγιο. Υπήρχαν πάμπολλοι ιεροκήρυκες εκείνον τον καιρό, οι περισσότεροι ετοιμόρροποι από τη νηστεία και με τα γένια και τα μαλλιά τους γεμάτα κακομαθημένους ψύλλους, καμιά φορά και τσιμπούρια του είδους Ixodes ricinus. Ήταν βλοσυροί και πείσμονες, ενώ περιφέρονταν στην ύπαιθρο τρώγοντας ψίχουλα, ωμά λαχανικά, σταφίδες απ’ τις προσφορές των πιστών και την πιτυρίδα τους. Δίδασκαν δικές τους ερμηνείες του Μωσαϊκού Νόμου, όλες σωστές και συνάμα εσφαλμένες, αφού επρόκειτο για έναν Νόμο του οποίου το πνεύμα ήταν ταυτοχρόνως το Γράμμα. Οι προφήτες μουρμούριζαν ασταμάτητα και υποκινούσαν μικροεπαναστάσεις εναντίον της Ρώμης με στόχο την εθνική και διοικητική ανεξαρτησία του ιουδαϊκού κράτους. Έτρεφαν μίσος για το κράτος και ανυπομονούσαν να το δουν ανεξάρτητο διότι νόμιζαν ότι αυτό θα σήμαινε την καταστροφή του.
Ο Ιησούς, αντίθετα, διέδιδε πεποιθήσεις τόσο λογικές, και επομένως ακραίες, ώστε κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη να τις αντικρούσει. Διαλαλούσε, για παράδειγμα, ότι αργά ή γρήγορα θα είμαστε ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΙ να έχουμε δικαιώματα κι ότι το υλικό σύμπαν, παρά τη μεγαλοπρεπή του πρόσοψη, ήταν μόλις και μετά βίας ένα έναυσμα για να πάψει κανείς να περιαυτολογεί και να αυτοθαυμάζεται. Διακήρυττε ότι η σωτηρία προορίζεται για τους ταπεινούς και τους αριστερόχειρες, κι ότι τα σώματα των Ρωμαίων αποτελούνταν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από νερό, σύμφωνα με την αναλογία ξηράς και θάλασσας. Ενθάρρυνε την ελεημοσύνη, κυρίως προς τους φιλάργυρους, αφού αυτοί θα χαίρονταν περισσότερο. Δίδασκε ότι όλες οι αντιφάσεις είναι πλαστές κι ότι δεν πρέπει να αναθρέφουμε τα παιδιά αλλά να τα τραγουδάμε σαν μελωδίες, όπως κάνουν οι Ινδοί. Δεν απέφευγε άλλωστε ο ίδιος να πέφτει σε αντιφάσεις ώστε να δίνει προβάδισμα στην ανθρώπινη φύση του - λ.χ. μεροληπτούσε υπέρ των φτωχών ενώ την ίδια στιγμή πάλευε ενάντια στη φτώχια! Ενστερνιζόταν την άποψη ότι άξιζε να ζούμε προκλητικά και πως τίποτα δεν ήταν πιο προκλητικό απ’ το να μην βλάπτεις κανέναν. Στο διά ταύτα, βρέθηκε δεμένος σ’ έναν σταυρό από ξύλο κέδρου, με τους ρωμαίους στρατιώτες γύρω του να μισοκοιμούνται περιμένοντας να λήξει η βάρδια. Χάρη στην απέραντη στοργή του για το ακροατήριο, κατόρθωνε να μιλάει σε μια γλώσσα που οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν και άρα δεν στεναχωριόνταν· το πετύχαινε χρησιμοποιώντας αινιγματικές αλληγορίες και παραβολές. Και όταν ένα αγοράκι τον πλησίασε για να του δώσει μια κούπα με νερό, έβγαλε ως διά μαγείας απ’ το μανίκι του τρία γαρύφαλλα και τα έριξε στην κούπα λέγοντας:
«Πάρε, Ιωνάθαν. Σε διορίζω εκπρόσωπό μου στην Σύγκλητο.»
«Σε ποια Σύγκλητο, Ραβί;»
«Σε όποιαν διαλέξεις εσύ. Αρκεί να με ειδοποιήσεις μία βδομάδα πριν.» Σ’ έναν γέρο που παραπονέθηκε ότι δυσκολευόταν να κοιμηθεί, είχε πει: «Να ξέρεις ότι εμφανίζομαι στους αδελφούς μου με τρεις μορφές, όσες και οι αιτίες της αϋπνίας· δηλαδή το κρασί, τα χρέη και οι τύψεις.» Το ίδιο είπε σ’ έναν γέρο που δυσκολευόταν να καταπιεί.
«Και να θυμάσαι ότι οφείλουμε να πενθούμε ΤΟΝ ΝΕΚΡΟ, όχι το φέρετρο..»
Σ’ έναν σωματώδη ρωμαίο λιποτάκτη έδωσε την εντολή: «Μην αγαπάς τον πλησίον αλλά πλησίασε τον αγαπόντα.» Τον παρότρυνε μάλιστα να μην πλησιάσει απότομα αλλά σιγά σιγά, ώστε ο άλλος να ξαφνιαστεί.
«Και μετά, Κύριε;»
«Μετά, βλέποντας και κάνοντας...» Όταν επέστρεψε ο Ρωμαίος, έχοντας εφαρμόσει τις οδηγίες άνευ επιτυχίας και με την πρόθεση να διαμαρτυρηθεί για τ’ αποτελέσματα, ο Ιησούς ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πει «ώστε ο άλλος να ξαφνιαστεί» αλλά «ώστε ο άλλος να εξαφανιστεί». Εντούτοις, ο λιποτάκτης δεν πείστηκε και γύρισε οργισμένος στην έρημο έχοντας αποφασίσει να δέρνει όλους όσους συναντούσε. Φυσικά, δεν συνάντησε κανέναν, οπότε αρκέστηκε στο να πετροβολάει τα όρνεα, όπως θα έκανε ένας οιοσδήποτε θεοσεβούμενος άνθρωπος.
Χάρη στην απέραντη στοργή του για το ακροατήριο, κατόρθωνε να μιλάει σε μια γλώσσα που οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν και άρα δεν στεναχωριόνταν· το πετύχαινε χρησιμοποιώντας αινιγματικές αλληγορίες και παραβολές.
Ο Ιησούς συμβούλευε τους αρρώστους να διώχνουν τα κακά πνεύματα μιμούμενοι ήχους ποδοβολητού γυναικών και φυσώντας μέσα σε μεγάλα κοχύλια εν ώρα κοινής ησυχίας. Τους συμβούλευε ακόμη να συμμορφώνονται κατευθείαν με τα διατάγματα που εξέδιδαν οι Φαρισαίοι ώστε ο αντίκτυπος των διαταγμάτων αυτών να είναι μηδενικός. Εκθείαζε εξάλλου την ιδιοκτησία, μια και, χωρίς ιδιοκτησία, δεν θα υπήρχαν ακτήμονες για να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών. Τόνιζε ότι ο παράδεισος είναι αυτό που οι εγγράμματοι αποκαλούσαν υπερσυντέλικο. Περιέγραφε επίσης τη φτώχια σαν ένα θέατρο όπου πρωταγωνιστεί το κοινό, ενώ οι ηθοποιοί παρακολουθούν την παράσταση εμπλουτίζοντας την εμπειρία τους. Συμφωνούσε ότι οι πρώτοι εχθροί του καθενός είναι οι γονείς του και απόδειξη ότι τα ορφανά χαμογελούσαν διαρκώς. Διατεινόταν ότι το να απέχεις απ’ τον θόρυβο του πλήθους ήταν το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο στη μοναξιά, ενώ για την αμυγδαλίτιδα συνιστούσε γαργάρες με βρασμένο θυμάρι. Τέλος, προφήτευσε ότι, την ημέρα της στέψης του, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θα διάλεγε το μάρμαρο για τον τάφο του.
ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΦΗΜΕΣ, ο Ιησούς είχε γεννηθεί σ’ έναν στάβλο από την ανύπαντρη δούλα κάποιου Ρωμαίου ονόματι Σέξτος Λυκύων, η οποία είχε μείνει έγκυος κρυφά. Το βρέφος δόθηκε στη γυναίκα ενός μαραγκού που δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά κι αυτή το ανέθρεψε με προσευχές και ρεβύθια, διότι ήθελε να δει, εν καιρώ, τον γιο της νομομαθή. Αν και αναλφάβητη, τον μύησε στη γεωμετρία των Ελλήνων, λύνοντας ασκήσεις επάνω στο δέρμα του με τα χάδια της, που έμοιαζαν με μοιρογνωμόνια, τα δε πρωινά του Σαββάτου διηγούνταν όμορφους και λυπηρούς θρύλους - φέρ’ ειπείν ότι η ίδια καταγόταν από την Βηρσαβεέ, τη δεύτερη γυναίκα του βασιλέα Δαυίδ, που τα μαλλιά της είχαν πεντακόσιες πενήντα πέντε μπούκλες. Του έλεγε μετά ότι ο θετός του πατέρας και σύζυγός της είχε τάχα εφεύρει μια πτυσσόμενη καρέκλα που μπορούσες να την κλείσεις και να την πάρεις μαζί σου, αν και όχι στη μετά θάνατον ζωή. Λένε ότι, μόλις άκουσε αυτόν τον κομπασμό, το νήπιο, που ήταν μόλις τριών ετών, μίλησε με την ευφυΐα ενός ενήλικου και είπε στη μάνα:
«Όταν κλείνουν τα έπιπλα σαν βιβλία, μην περιμένεις ότι τα καταστήματα δεν θα ανοίγουν ΚΑΙ το Σαββάτο!»
Έγιναν κι άλλα θαύματα, κυριολεκτικά αμέτρητα, όπως όταν ο μικρός σχεδίασε ένα σπουργίτι πάνω στην άμμο και, κατόπιν, το φύσηξε έτσι που όλοι να δουν ότι το πουλί όχι μόνον δεν ζωντάνεψε πετώντας μακριά αλλά και ότι το σκίτσο ήταν μάλλον άτεχνο σε σχέση με το πρωτότυπο, το οποίο ασφαλώς είχε επάνω του τη θεϊκή υπογραφή. Ακαριαία διαδόθηκε ότι ένα αγοράκι πέντε ετών ήξερε να ζωγραφίζει πουλιά κατά τρόπον ώστε η ζωγραφιά να μην μπορεί να χαρακτηριστεί σαν βλασφημία, γεγονός πρωτοφανές. Στα δώδεκα, όταν ταξίδεψε με τους γονείς του στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα, τρύπωσε στον Ναό καθώς κυνηγούσε μια γάτα για να τη χαϊδέψει κι έπιασε συζήτηση με τους γέρους, που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, σχετικά με το ρωμαϊκό Δίκαιο και τις εντολές του Μωυσή. Οι γέροι μακρηγορούσαν προσέχοντας να μη θίγουν τα ευαίσθητα σημεία, παρ’ όλο που εντρυφούσαν σε παραπλήσια σημεία μεροληπτικώς. Αποσιωπούσαν και συνάμα υπογράμμιζαν, παρέβλεπαν τις λογικές αντιξοότητες που εμπόδιζαν την ερμηνεία και ταυτοχρόνως αποθέωναν τη σχολαστικότητα ξεφυλλίζοντας κιτρινισμένους πάπυρους και μουγκρίζοντας σιγανά σαν από πονόδοντο. Το αγοράκι τούς είπε μια κι έξω τη γνώμη του για τη φιλοσοφία του δικαίου και κατέληξε:
«Ερωτήσεις;»
Αλλά τι ερωτήσεις να περιμένεις από τόσο μορφωμένους ανθρώπους;
Μεγαλώνοντας, ο Ιησούς διάλεξε μερικούς από κείνους που τον ακολουθούσαν και τους έχρισε μαθητές του, ενώ έδιωξε τους υπόλοιπους με το πρόσχημα ότι, στον τέλειο άνθρωπο, ταιριάζει να είναι μονίμως απογοητευμένος. Αναπόφευκτα, η επιλογή των εκλεκτών ήταν ένα παιγνίδι όπου η εξαίρεση συνιστούσε τον κανόνα. Πρόσθεσε: «Αμήν.»
Έπειτα οδήγησε την ομάδα στις κοντινές πόλεις, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού και θαυματουργώντας προκειμένου να σκληραγωγήσει τους ασθενείς, οι οποίοι, θεραπευόμενοι, δηλαδή χάνοντας το πλεονέκτημα της ασθένειας, έχαναν και τη συμπόνια των άλλων.
Στον Ιησού άρεσε να φοράει κουρέλια και να κάθεται πάνω στη στάχτη, όπως έκανε ο βασιλιάς της Νινευή όταν πενθούσε. Ευγενικός καθώς ήταν, φρόντιζε να προσκαλεί τους αντιπάλους του σε διάλογο, τον οποίο, κατά τα άλλα, έκρινε ως εντελώς περιττό. Τέλος του άρεσε να θυμώνει, να τρώει σύκα και να ιππεύει ένα γέρικο γαϊδουράκι που το δεξί του μάτι έσταζε πύον. Τάιζε τακτικά τους λεπρούς, οι οποίοι σχημάτιζαν ουρές, σε συσσίτια με τηγανιτό καλαμποκάλευρο και αμπελόφυλλα βρασμένα στον ατμό. Γέμιζε ο ίδιος το κάθε πιάτο υποτονθορίζοντας:
«Η αγάπη, αδελφέ μου, είναι ένα ψάρι μέσα στη λίμνη του ματιού του μέλλοντος... Ο επόμενος.» Και στον επόμενο έλεγε: «Η αγάπη, αδελφέ μου, είναι ένα ψάρι κτλ... Ο επόμενος.» Καλώς ή κακώς, η μονότονη επανάληψη της φράσης είχε την ίδια μυστηριακή επιρροή με το αλληλούια και υποδαύλιζε, μέσα στον καύσωνα του μεσημεριού, μια μεθυστική νοσταλγία για τον κόσμο των πνευμάτων. Απ’ την πλευρά τους, οι μαθητές, έκαναν κι εκείνοι θαύματα. Ξαφνικά, χωρίς λόγο, ένα βράδυ, στο φως του φεγγαριού που έδυε, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου έκοψε ένα τσαμπί σταφύλια από τον φράκτη ενός πλούσιου τελώνη και η είδηση ταξίδεψε αστραπιαία στα πέριξ χωριά με αποτέλεσμα να μαζευτεί το πλήθος ψάλλοντας. Εκεί, βάλθηκαν οι πάντες να λεηλατούν τις κληματαριές. Αργότερα, όταν έφτασε η φρουρά, ο Ιησούς δικαιολόγησε τους παραβάτες με τη φράση: «Ubi mel, ibi apes...» Δεν παρέλειψε να συμπληρώσει: «Όταν έχεις λύσει έναν γρίφο, είναι σαν να τους έλυσες όλους...» Πάραυτα, έπνευσε ελαφρύς άνεμος και απομάκρυνε τις πυγολαμπίδες, οπότε το δρομάκι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο δεισιδαίμων επικεφαλής των Ρωμαίων διέταξε τους άντρες του ν’ ανάψουν πυρσούς κι έφυγαν καλπάζοντας δίχως να συλλάβουν κανέναν, παίρνοντας όμως μαζί τους μια πέτρα που έμοιαζε με το κεφάλι της Αρτέμιδος και που υποτίθεται ότι μιλούσε με ανθρώπινη φωνή σε άπταιστα λατινικά.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΥΝΗΘΙΖΕ να διδάσκει σ’ έναν πανέμορφο λόφο καλυμμένο από ελαιώνες που τα φύλλα τους θρόιζαν στον ζέφυρο ασημίζοντας. Εξηγούσε στους συγκεντρωμένους ότι όλα τα πράγματα θυμίζουν κάτι αλλά η σωτηρία, μόνον αυτή, δεν θυμίζει τίποτα απολύτως, εξού και ήταν τόσο δύσκολο να την αναγνωρίσεις. Και μια μέρα, καθώς πρόφερε τη λέξη «τίποτα», εμφανίστηκε στα χείλη του ένα πούπουλο περιστεριού. Τους εξηγούσε ότι ο θάνατος παρέμενε ο μόνος τρόπος να παραβιάσεις το απόρρητο μεταξύ ασθενούς και γιατρού, κι ότι αυτή ήταν η αιτία που οι άνθρωποι προτιμούσαν να βλέπουν παρά να ακούνε. Τους εξηγούσε ακόμη ότι η φύση διαβάζεται από κάτω προς τα πάνω κι όχι ανάποδα, όπως νόμιζε ο Σωκράτης. Τους βοήθησε επιπλέον να αποδεχτούν το ότι η πιο πολύπλοκη εξήγηση είναι κατά κανόνα η σωστή και το ότι η λέξη «πρεσβύτερος» δεν ήταν απαραιτήτως προτιμότερη από τη λέξη «ίδωμεν». Την παραμονή της σύλληψής του, συγκέντρωσε τους μαθητές γύρω απ’ το τραπέζι και τους ζήτησε να προσφέρουν ο ένας στον άλλον ψωμί βουτηγμένο σε κρασί, παρακαλώντας τους να το κάνουν αυτό κάθε χρόνο για να τον θυμούνται. Διευκρίνισε ότι η μετάδοση μολυσματικών ασθενειών καθώς δοκίμαζαν ο καθένας απ’ το ποτήρι του διπλανού δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Και ευτυχώς –αποφάνθηκε- αφού η αρρώστια, σήμερα, συνιστούσε κατ’ ουσίαν την ίδια την αλήθεια του ανθρώπινου γένους. Διότι η αλήθεια ήταν άρρωστη.
Κατόπιν, στην ερώτηση του Πέτρου του Ψαρά για το ποιες ασθένειες έπρεπε να φοβούνται κυρίως, απαρίθμησε τον καθωσπρεπισμό, τη ροπή στις δολοπλοκίες και την ανοησία, ειδικά εκείνων που σταδιοδρομούν προσπαθώντας να επιλύσουν θεολογικά προβλήματα με κανόνα και διαβήτη. Άλλες δεν κατονόμασε, ίσως επειδή δεν υπάρχει πίστη δίχως ένα ψήγμα μυστικοπάθειας. Και αυτά λέγοντας, μετέτρεψε το νερό μιας κανάτας σε κρασί απ’ τα κτήματα του Πόμπλιου Γράκχου Αιλιανού στην Ισπανία.
Ωστόσο, παρά τα θαύματα, η φήμη του Ναζωραίου δεν ξεπέρασε τα στενά όρια της περιοχής, πιθανόν εξαιτίας του ανταγωνισμού από πλευράς μιας πληθώρας προφητών πολύ πιο δραστήριων. Εντωμεταξύ, κάποιος Ιούδας, αφοσιωμένος μαθητής που εργαζόταν ταυτόχρονα σαν βυρσοδέψης, ζήτησε να παρουσιαστεί στον νεοδιορισθέντα ρωμαίο επίτροπο Κωπώνιο Γράιλο όπου –κανείς δεν ξέρει γιατί- συκοφάντησε τον Κύριό του λέγοντας ότι διέδιδε πως το σύμπαν είχε δημιουργηθεί με μιαν έκρηξη κι ότι ο χρόνος ήταν πηγή ψευδαισθήσεων - ισχυρισμός που ισοδυναμούσε με σαφή νύξη κατά του δικαιώματος Veto που διατηρούσε ο Καίσαρας απέναντι στην Σύγκλητο.
«Δηλαδή ΠΟΙΩΝ ψευδαισθήσεων;» ρώτησε ο Επίτροπος καθαρίζοντας ένα αχλάδι. Ήταν ο τύπος του σκληροτράχηλου κρατικού αξιωματούχου που δεν ανεχόταν την κριτική, αν και του άρεσε να γλιστράει τη νύχτα απ’ το κρεβάτι για να ανακουφίσει την κύστη του σ’ ένα ασημένιο δοχείο ακούγοντας τα αηδόνια απ’ το παράθυρο. Τηρουμένων των αναλογιών, η μουσική απ’ τα φυλλώματα ήταν κι αυτή ένα είδος κριτικής στο ρωμαϊκό κατεστημένο.
Ο Ιούδας τα χρειάστηκε:
«Δεν μας είπε. Επιχείρησε όμως να αποδείξει ότι ο χρόνος είναι ο ίσκιος που ρίχνει ένα αντικείμενο όταν το φωτίζει ο θάνατος!»
«Μμ, μάλιστα...»
Ο προδότης ορκιζόταν τώρα πως ο Ιησούς υποστήριζε τα ανύπαντρα κορίτσια, τους αρσενοκοίτες, τους αδέσποτους σκύλους και την κατάργηση της περιτομής. Κατέληξε υπογραμμίζοντας πως ο δάσκαλός του δεν ήταν διατεθιμένος να σεβαστεί άλλες εξουσίες πλην εκείνων που πήγαζαν από το προπατορικό αμάρτημα, δηλαδή όλων. Συνεπώς και αρκετών που αντετίθεντο στον Καίσαρα. Ο σύμβουλος του Επιτρόπου, Δίβιος Βαριανός, πρότεινε να δράσουν επειγόντως, δίχως να ενημερώσουν την Ρώμη αλλά στέλνοντας μιαν επιστολή στον αμέσως ανώτερο, τον αντιπρόσωπο διοικητή της Συρίας Κυρήνιο, αυτόν που είχε διατάξει την περίφημη απογραφή, την οποία θα ολοκλήρωνε ο Σατουρνίνος. «Συμφωνώ», είπε ο Ύπατος. Με τη σειρά της, αυτή η συγκατάθεση αποδόθηκε σε θαύμα, αφού ο Ύπατος δεν συμφωνούσε ποτέ με κανέναν.
Την επομένη τα ξημερώματα, οι άντρες μιας ολιγομελούς φρουράς υπό τον εκατόνταρχο Λύβιο Λογγίνο, συνέλαβαν τον Γαλιλαίο και δύο απ’ τους μαθητές του και τους ανέβασαν σ’ ένα άλογο και τους τρεις με δεμένα τα μάτια. Ήταν τόσο λιπόσαρκοι ώστε το άλογο κάλπαζε άνετα πηδώντας πάνω από λακκούβες, οι οποίες, μετά απ’ αυτό, γέμιζαν με κρίνους και ζουμπούλια. Στην ανάκριση, ο Κωπώνιος ρώτησε αυτοπροσώπως τον Ιησού αν θεωρούσε τον εαυτό του εχθρό του Καίσαρα. Αντί απαντήσεως, ο Ιησούς κοίταξε τρυφερά τους παρόντες, έναν προς έναν, λέγοντας:
«Πείτε στον Αυτοκράτορα ότι, απ’ την επόμενη χρονιά, την Ιστορία θα τη γράφουν οι ηττημένοι.» Πρόσθεσε: «Ίμαρε ίμαρε, αριθαμνά...» Ο ρωμαίος κυβερνήτης, που κατάλαβε ότι είχε ενώπιόν του έναν φιλήσυχο άνθρωπο, ο οποίος ήταν άρα εξαιρετικά επικίνδυνος, του πρότεινε να δεχτεί τη μεταφορά του στην Αίγυπτο, για να λήξει το θέμα εκεί, όμως ο Ιησούς αποκρίθηκε, ακριβώς, μεταφορικά - μολονότι η σιβυλλική εκείνη απόκριση δεν καταγράφηκε, εφόσον ο γραμματέας είχε βγει απ’ την αίθουσα για να φέρει αχλάδια. Ο μοναχός Περρένιος από την Αντιόχεια έγραψε ότι κάποιος Δόμνος Ίβηρος, που υποτίθεται πως ήταν παρών, βεβαίωνε ότι επρόκειτο για τη φράση: «Aliena optimum frui insania» και κάνα δυο άλλες. Ό,τι κι αν ήταν, θρυλείται ότι Κωπώνιος στράφηκε στους παριστάμενους και είπε:
«Plaudite, cives!» Έπειτα σκέφτηκε, στα ελληνικά: «Μπλέξαμε άσχημα!»
Ακολούθησε συνοπτική ανάκριση από τις ιουδαϊκές αρχές και η σταύρωση των τριών αθώων σε μιαν ερημιά, άνευ περιττών μαρτύρων, ενώ μόνον ένα όρνεο είχε καθίσει πάνω στον τρίτο απ’ τους σταυρούς και τσιμπολογούσε τα φρύδια του Ιακώβου που, μετά απ’ το επεισόδιο με τα σταφύλια, τον αποκαλούσαν «ο ληστής». Είναι εντούτοις διαπιστωμένο ότι ο Ιησούς, απ’ τον Σταυρό του, λυπήθηκε τον μοναδικό Ρωμαίο που είχε μείνει στο τέλος φρουρός και που έπληττε θανάσιμα καθισμένος κάτω από μια συκιά, οπότε του φανέρωσε το μέλλον με πενήντα λέξεις, όσες και οι Πύλες της Μπινάχ,που σημαίνουν την «Κατανόηση» και απ’ τις οποίες ο Μωυσής είχε προλάβει να διαβεί τις σαράντα εννέα:
«Ο σημερινός επίτροπος», του είπε, «θα διοικήσει για τρία χρόνια. Κατόπιν θα αναλάβει ο Μάρκος Αμβίβουλος, επίσης για τρία χρόνια· κατόπιν ο Άννιος Ρούφος, για τρία χρόνια κι εκείνος· κατόπιν ο Βαλέριος Γράτος για έντεκα χρόνια. Ύστερα θα αναλάβει καθήκοντα ένας ονόματι Πιλάτος αλλά εσύ θα είσαι, τότε, πίσω στα παιδιά σου.» Τέτοια θέλουν ν’ ακούν οι άνθρωποι.
«Στη Λομβαρδία;»
«Όχι, στα δεξιά του Πατέρα Μου. Τα παιδιά σου θα πέσουν από το ξίφος των ανδρών του Αίλιου Σεϊανού, εξαιτίας της αυθάδειάς τους.»
Τότε ο Ρωμαίος, από ευγνωμοσύνη για τη χειρονομία του Ιησού, τον κάρφωσε με τη λόγχη χαρίζοντάς του τον λήθαργο. Κι απ’ το αίμα που έσταξε φύτρωσε ένας υπέροχος κισσός στο χρώμα της πορφύρας.
Αυτό διασώθηκε στις αφηγήσεις ορισμένων Ιουδαίων· ωστόσο, αφού ο κισσός θεωρούνταν μιαρός και δηλητηριώδης, κάποιοι πίστεψαν ότι ο μύθος είχε διαδοθεί απ’ την Αυλή του Ηρώδη Αντίπα ώστε να πληγεί η υπόληψη του συνονόματου ζηλωτή Ιησού του Μωαβίτη, που ηγούνταν του πολλοστού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Εξάλλου, μια ακόμη σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στον Ναζωραίο και σ’ έναν τέτοιον προφήτη της κακιάς ώρας βόλευε όλους. Σημειωτέον ότι ο περί ου είχε οδηγήσει το ένοπλο πλήθος στο όρος Γερεζίν δήθεν για να του αποκαλύψει το σημείο όπου ήταν κρυμμένα τα μαγειρικά σκεύη του θυγατέρων του Νώε.
Γλυκά και αθόρυβα εξέπνευσε ο Ιησούς και, από κείνη την ημέρα, η χώρα βυθίστηκε στη φτώχια.
Αυτό συνέβαλε στην εκκόλαψη μιας ιδέας για την αναπαράσταση των Παθών, στην οποία βρέθηκαν αίφνης να συμφωνούν οι πάντες, τα ανάκτορα, η ρωμαϊκή διοίκηση και οι παρατάξεις των Γραμματέων και των Φαρισαίων, ώστε όχι μόνον να αποθαρρυνθούν οι Ζηλωτές διά του παραδειγματισμού αλλά, κυρίως, να αντιμετωπιστεί η πελώρια οικονομική δυσπραγία που είχε προκύψει ένεκα των φόρων και της παρακμής του εμπορίου, για το οποίο οι Εσσαίοι έλεγαν ότι παραβίαζε την εντολή Ου κλέψεις. Ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι, εντέλει, ούτε οι Ζηλωτές έφεραν αντίρρηση. Εξηγείται άλλωστε έτσι η τεράστια προσέλευση επισκεπτών στην Ιερουσαλήμ κατά τον δέκατο ένατο χρόνο της βασιλείας του Τιβέριου, έβδομο χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του Ποντίου Πιλάτου. Ο Πιλάτος, ένας γενναίος και ανοιχτόκαρδος άντρας, ήρθε απ’ την Καισάρεια όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ για να επιβλέψει τις προετοιμασίες αυτοπροσώπως. Προσφέρθηκε μάλιστα να υποδυθεί τον ρόλο του ρωμαίου ανθύπατου, αν και ζήτησε να διατηρήσει το δικό του όνομα για λόγους γοήτρου. Δυστυχώς, αυτό το τυπικά ανάρμοστο αίτημα του στοίχισε τη θέση του όταν, μερικά χρόνια αργότερα, ο Έπαρχος της Συρίας Βιττέλιος τον συνέλαβε και τον έστειλε να απολογηθεί στην Ρώμη, απ’ όπου ο Καλιγούλας τον εξόρισε στη λίμνη Λουκέρνη. Εκεί απόλαυσε τον εσπερινό της ζωής μετανοώντας και ψαρεύοντας δίχως να πιάνει τίποτα, μόνον φύκια. Κι όταν ο Κύριος τον φώναξε κοντά του, δεν δίστασε να αυτοκτονήσει. Γι’ αυτό οι Αιθίοπες τον ανακήρυξαν άγιο.
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΕΟΡΤΑΣΜΩΝ οι αρμόδιοι είχαν καλέσει από την Ρώμη έναν έμπειρο ηθοποιό, τον Μαγνέντιο Συριανό, για να υποδυθεί τον Ιησού, που εμφανίζονταν πλέον ως «βασιλεύς των Ιουδαίων», για συντομία ΙΝΒΙ, κάτι που ο Ηρώδης δεν ήθελε να ακούει ούτε γι’ αστείο. Άρχισαν οι έριδες. Ενεπλάκησαν δύο αρχιερείς, νυν και πρώην, ο Καϊάφας και ο πεθερός του ο Άννας, οι οποίοι, ένεκα της στενότητας του προϋπολογισμού, υποδύθηκαν επίσης τους εαυτούς τους. Χίλιοι τετρακόσιοι ρωμαίοι στρατιώτες πήραν μέρος στις αναπαραστάσεις και αρκετοί έπαιξαν βασικούς ρόλους, όπως και οι Ιουδαίοι υπήκοοι που υποδύθηκαν τους Μαθητές, τις τρεις Μαρίες και κάποιον Βαραββά που ο ρόλος του αποτελούσε προσθήκη της τελευταίας στιγμής. Επί τέσσερις μήνες, το πλήθος του κόσμου συμμετείχε αυθόρμητα φωνασκώντας και βρίζοντας, κλέβοντας και θυσιάζοντας αμνούς, πολιορκώντας τον Ναό για μια θέση στην πρώτη σειρά και απαιτώντας τα δεδουλευμένα. Οι τιμές εκτινάχτηκαν στα ύψη. Ηθοποιοί και θεατές ενώθηκαν εν ενί σώματι, καθώς είχε προαναγγείλει ο Ιησούς. Εξαντλημένοι λεγεωνάριοι προσπαθούσαν να επιβάλλουν την τάξη.
«Αλτ! Quo vadis?»
«Έχω πρόσκληση γραμμένη με το χέρι του χιλίαρχου Βικέρνιου.»
«Πέρνα.»
Τα κορίτσια θεωρούσαν τον Βαραββά άντρα με τα όλα του. Ρωτούσαν διάφορους νεαρούς μορφάζοντας ειρωνικά:
«Εσύ θα παίξεις τον Βαραββά;»
«Όχι...»
«Το φανταστήκαμε!» Και γελούσαν ή τσίριζαν ευτυχισμένες, τινάζοντας τη γύρη απ’ τα μαλλιά τους.
Πυρετός επικρατούσε στην πόλη καθώς προχωρούσαν οι ετοιμασίες και τα σκυλιά τριγύριζαν ανάμεσα στο πλήθος μυρίζοντας τους αστράγαλους και γλύφοντας τις πληγές των αρρώστων· η νευρικότητα ήταν μεταδοτική. Μεσόκοπες γυναίκες με λυμένους κότσους έπλεναν τις ρωμαϊκές χλαμύδες στο ποτάμι και ο φαρμακοποιός, που επρόκειτο να υποδυθεί τον Ιωσήφ, διαπληκτιζόταν με τον μαραγκό για τις λεπτομέρειες της κατασκευής του Σταυρού, καθώς και για την τιμή των υλικών. Ήξερε όλα τα είδη ξύλου με το μικρό τους όνομα και, όπως όλοι βλάκες, ήταν κάθε άλλο παρά αφελής.
Οι ξένοι έφταναν στα τέλη Απριλίου μαζί με κύματα από ανθισμένες γλυτσίνιες. Καθώς ξημέρωνε η Μεγάλη Δευτέρα, το σφριγηλό αναρριχητικό πλησίαζε στα σπίτια και κυρίευε με τους ανθισμένους εναγκαλισμούς του τα κιγκλιδώματα και τους φράχτες, διαιρώντας έτσι την επικράτεια της ψυχής από εκείνη της φύσης, τουτέστιν τον ασθενή από την ασθένεια. Ήταν αδύνατο να αντέξεις το άρωμα! Οι άνθρωποι παραπατούσαν, όπως σ’ ένα όνειρο, όπως σ’ εκείνο το όνειρο όπου βλέπεις ότι έχεις μείνει άυπνος για μέρες. Οι ρόλοι του Ιωάννη, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά μοιράζονταν με κλήρο, μολονότι οι πάντες ήξεραν ότι η κλήρωση ήταν συνήθως στημένη - υποτίθεται πως οι υποψήφιοι διάλεγαν τέσσερα τσαμπιά γλυτσίνιας στην τύχη, τα έκλειναν στη χούφτα τους, τραβούσαν απότομα το κοτσάνι προς τα κάτω και μετρούσαν τα ανθύλλια που έμεναν στην παλάμη. Αν είχες τα περισσότερα, ήσουν ο Λουκάς, ο ζωγράφος, διότι ο ζωγράφος είναι ο καλλιτέχνης με τα περισσότερα υλικά. Η πάμπλουτη χήρα Χαραάμ αναλάμβανε να παίξει την Παρθένο Μαρία και, σε αντάλλαγμα, διέγραφε μερικά απ’ τα χρέη των φτωχών οικογενειών.
Την επόμενη χρονιά, τριακοστό όγδοο έτος από την άνοδο στον θρόνο του Ηρώδη Αντίπα, τα πράγματα χειροτέρεψαν αισθητά. Ένα σύννεφο ακρίδων εξολόθρευσε τη σοδειά και τρεις ρωμαίοι κρατικοί υπάλληλοι πέθαναν από τεταρταίο πυρετό αφού για δύο μερόνυχτα παραμιλούσαν στα περσικά. Μια ανήλικη κοπέλα, στην Καπερναούμ, γέννησε εξάδυμα. Και οι προφήτες οργανώθηκαν σε σωματείο. Μετά απ’ αυτό, ήταν τόσοι εκείνοι που εποφθαλμιούσαν τον ρόλο του Βαραββά, ώστε ο ηθοποιός που θα τον υποδυόταν, φοβούμενος μήπως τον δηλητηριάσουν, είχε φέρει μαζί του έναν πίθηκο για να δοκιμάζει το φαγητό.
Ο Πιλάτος, που φρόντιζε να αποστηθίζει με επιμέλεια τις ατάκες του, αντιδρούσε σε κάθε αλλαγή αλλά, στη δίκη του Ιησού, δεν μπορούσε να αποτρέψει τους μάρτυρες κατηγορίας απ’ το να αυτοσχεδιάζουν και να λένε άλλ’ αντ’ άλλων. Ο Μαγνέντιος Συριανός άρχισε να ξεφουρνίζει ό,τι του κατέβαινε, λχ. ότι ο υλικός κόσμος δεν ανήκει στον Καίσαρα αλλά είναι ένας χώρος κοινόχρηστος, και άρα πρέπει να είμαστε αδιαλείπτως σε ετοιμότητα, ακολουθώντας το παράδειγμα των ζώων που τρώνε πάντοτε όρθια. Λίγο πριν την εβδομάδα των Παθών, ο παραλογισμός γενικεύθηκε. Οι Φαρισαίοι κυκλοφορούσαν στην αγορά ανά δύο, σαν ζευγαράκια ερωτευμένων και, στην κωμόπολη Εμμαούς, το άλογο ενός χωρικού δάγκωσε μιαν έγκυο στο αφτί. Δεκάχρονα αγοράκια έσχιζαν τα ρούχα τους απαγγέλλοντας στίχους του Βιργίλιου ανάμεικτους με φράσεις απ’ την Τορά κι έπειτα έπιναν καφέ έξω απ’ τον Ναό, καθισμένα οκλαδόν όπως κάνουν οι βεδουίνοι. Νεαροί νομομαθείς ανέλυαν τον Νόμο δίχως να τον έχουν διαβάσει, πιστεύοντας ότι έτσι περιορίζουν την προκατάληψη. Ένας απ’ αυτούς έφτασε να πει ότι η ανευθυνότητα είναι κληρονομική και ότι μεταδίδεται απ’ τα παιδιά στους γονείς. Ο Πιλάτος απείλησε με παραίτηση.
Αυτό δεν εμπόδισε τις συντεχνίες των μαρμαράδων και των ξυλουργών που εργάζονταν για τις προετοιμασίες της φιέστας να έρθουν σε σύγκρουση με τους σιδηρουργούς και με εξτρεμιστικές ομάδες εθνικιστών που δεν συμπαθούσαν τους ρωμαίους και τους έλληνες επισκέπτες και επετίθεντο στα σπίτια των αργυραμοιβών οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τις εκδηλώσεις. Η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου μόλις η ρωμαϊκή διοίκηση ανακοίνωσε ότι η αναπαράσταση της δίκης θα γινόταν κεκλεισμένων των θυρών. Ήδη, κατά τον λεγόμενο Δείπνο, την Μεγάλη Πέμπτη, ο ηθοποιός που είχε αναλάβει τον ρόλο του αποστόλου Ανδρέα γευόταν τα πλούσια εδέσματα με τρόπο διόλου πειστικό, σαν ρωμαίος πατρίκιος, οπότε ο όχλος των θεατών όρμησε στη σκηνή γιουχάροντας και κατέστρεψε σκηνικά αξίας χιλιάδων σηστέρτιων. Θέλοντας να εμπλουτίσουν την ιστορία με τεχνάσματα που θα βοηθούσαν στην περαιτέρω αναθέρμανση της αγοράς, οι διοργανωτές είχαν επιφέρει τόσες αυθαίρετες αλλαγές ώστε δεν αποφεύχθηκαν τα χειρότερα παρεπόμενα. Πορτοκαλιές εμφανίζονταν φορτωμένες με κεράσια, μωρά γεννιούνταν με γένια, Ρωμαίοι μιλούσαν μεταξύ τους στα ελληνικά. Εβραίοι μιλούσαν στα αραμαϊκά. Αιγύπτιοι συνεννοούνταν με νοήματα. Νοικοκυρές σφουγγάριζαν το δάπεδο μη έχοντας ιδέα για τη συμμετοχή τους στο θεϊκό σχέδιο και νομίζοντας ότι απλώς σφουγγαρίζουν το δάπεδο. Απερίγραπτη κατάσταση!
Και όχι μόνον αλλά, μοιραία, ο απόηχος των δραματικών συμβάντων, που δεν έλεγε να κοπάσει, πήρε τη μορφή παρατεινόμενων εξεγέρσεων και λεηλασιών, γεγονός που έγινε πρόδηλο στην εκτόξευση της τιμής του γάλακτος και των οσπρίων. Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, εκατόν τριάντα τρία χρόνια απ’ όταν ο Πομπήιος βεβήλωσε τα Άγια των Αγίων, οι λεγεώνες του στρατηγού Τίτου, μετέπειτα αυτοκράτορα Βεσπασιανού, εισέβαλλαν ξανά στην Ιερουσαλήμ και ισοπέδωσαν κατοικίες, μνημεία και κτίσματα, εκτελώντας τους πάντες, θεατές και ηθοποιούς αδιακρίτως. Ο κυνηγημένος όχλος ούρλιαζε Άρον άρον και τραγουδούσε παραλλαγές ρωμαϊκών εμβατηρίων σε τόνο κοροϊδευτικό. Πάνω στα γκρεμισμένα τείχη κάποιος έγραψε με το αίμα ενός νεογέννητου :
F A M E S O P T I M U M C O N D I M E N T U M
- αφού στη διάρκεια της πολιορκίας της αμαρτωλής πόλης, ακούστηκαν πολλά και περί ανθρωποφαγίας. Παρά τους φόβους για τη μολυσματική μετάδοση των ασθενειών, η θεολογία εξακολούθησε να ευδοκιμεί και να θριαμβεύει - άλλο θαύμα κι αυτό! Νεκροί που υποδύονταν τους ζωντανούς περιφέρονταν ανάμεσα στα ερείπια για χρόνια, τρώγοντας γάτες και νυχτερίδες, και ληστεύοντας τους περιηγητές. Διότι, πώς να το κάνουμε, όταν είσαι νεκρός η ζωή είν’ ένα είδος ψυχαγωγίας.
Αιώνες αργότερα, ένα βράδυ που εργαζόταν υπερωρίες εκεί στην έρημο, ο άγιος γέρων αββάς Ιουλιανός, που το επάγγελμά του ήταν να ακτινοβολεί και να λάμπει, παρατήρησε, απευθυνόμενος στους άλλους γέροντες, ότι το σημαντικό την ώρα της συντέλειας είναι η συντέλεια, όχι η ώρα, ενώ προέβλεψε πως αυτή η φρενίτιδα που εκδηλώθηκε με την άρση των διακρίσεων μεταξύ Θεού και λαού ως προς το τίνος ελέω ασκούνταν οι θεσμικές δικαιοδοσίες στην Ιουδαία δεν θα καταλάγιαζε παρά μόνον το έτος 1054, όταν ο επίσκοπος της Ρώμης θα διχοτομούσε τον κόσμο διαιρώντας τον σε Ανατολή και Δύση.
Από δω οι ζωντανοί, από κει οι πεθαμένοι και, στη μέση, εμείς.
σχόλια