ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ Βαΐων, ξεκίνησα για μια βόλτα στη γειτονιά μου, στην Πλάκα. Από την οδό Σωτήρος κατέβηκα στην Κέκροπος, κι από εκεί στην Αδριανού. Στους άδειους δρόμους τα ανθρώπινα κτίσματα, σπιτάκια του 19ου αιώνα, άλλοτε κατοικίες και τώρα μαγαζιά θεόκλειστα, χωρίς τη συνηθισμένη χρήση τους είχαν μια ομορφιά γνώριμη, ήσυχη και συνάμα απειλητική. Από εκεί που αρχίζει ο χώρος της αρχαίας αγοράς, ανέβηκα προς τους Αέρηδες, στην οδό Πελοπίδα, Μάρκου Αυρηλίου και μετά στη Διογένους. Στους δρόμους κανείς. Αυτή είναι η πόλη μου, σκεφτόμουν με λαχτάρα, εδώ μεγάλωσα, κι εδώ μετά από πολλά χρόνια απουσίας ξαναγύρισα, ερωτευμένη – έρωτες ευλογημένοι κι ανεκπλήρωτοι, που δεν τελειώνουν. Και τώρα ερημιά, γνώριμη μα και ανοίκεια. Τάχυνα το βήμα προς το σπίτι.
Την είχα δει, ήταν εκεί, στην πλατεία του Πλάτανου, στις σκάλες προς το Μετόχι του Πανάγιου Τάφου, Ερωτοκρίτου και Ερεχθέως: «στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η επιδημία». Ξάφνου τα δρομάκια προς τα Αναφιώτικα γέμισαν κόσμο, κι όλα έγιναν πια δυσοίωνα: «Και ενώ εσέρνονταν έτσι στους δρόμους ο κόσμος αλαλιασμένος, κάπου κάπου άνοιγε και παραμέριζε, γιατί απόμεναν χάμου καινούργια θύματα, κορμιά που αστριφογύριζε στο χώμα η αγωνία, πρόσωπα που τα πλημμύριζε η κυάνωσις, σαν να πέρναε από πάνω τους ένα αόρατο πινέλο, βουτηγμένο σε ουρανιά μπογιά...».
Μια παράξενη εικόνα εμφανίστηκε ανάμεσα στο πλήθος, μια γαλλική εικόνα του 1720, ο γιατρός με τη στολή του σε επιδημία πανώλης: ποδήρης δερμάτινος μανδύας, μάσκα με διαφανές γυαλί στις οπές των ματιών, ράμφος-θήκη με αρώματα για να κρατούν μακριά τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις της νόσου και τη μυρωδιά των πτωμάτων, και μια ράβδος για να δείχνει εκείνους που αρρώστησαν – όπως ο κουκουλοφόρος καταδότης στα ναζιστικά μπλόκα. Όμως αυτός γρήγορα οπισθοχώρησε μπροστά σε ένα κάρο που περνούσε, με μεθυσμένους τους νεκροθάφτες, και τον Εμμανουήλ Λυκούδη να αναρωτιέται: «Πόσοι ερρίφθησαν στον τάφο πριν ψυχορραγήσουν;».
Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού μου με ένα ρίγος για όσα άφηνα πίσω: μνήμες, έρωτες, νοσταλγία. Ξάφνου ο άνθρωπος με τη θανατηφόρα «μάσκα του κόκκινου θανάτου» είχε βάλει το πόδι του στην πόρτα που εγώ προσπαθούσα να κλείσω: «ψηλός και στητός [...] είχε έρθει μες στη νύχτα σαν κλέφτης»
Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού μου με ένα ρίγος για όσα άφηνα πίσω: μνήμες, έρωτες, νοσταλγία. Ξάφνου ο άνθρωπος με τη θανατηφόρα «μάσκα του κόκκινου θανάτου» είχε βάλει το πόδι του στην πόρτα που εγώ προσπαθούσα να κλείσω: «ψηλός και στητός [...] είχε έρθει μες στη νύχτα σαν κλέφτης». Τι άραγε να κλέψει; Όχι, είπα αποφασιστικά. Γιατί άκουγα κιόλας μιαν άλλη φωνή:
«Και πού το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στο γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο;». Ήταν τα λόγια της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας που έρχονταν από τη Σκιάθο του 1865, τότε που ήρθε επιδημία χολέρας και φτιάξαν λαζαρέτο στο νησάκι Τσουγκριά. Εγώ τα άκουγα μέσα από τη φωνή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που τα 'γραψε πολλά χρόνια μετά. Η Σκεύω, μαθαίνοντας ότι ο μονάκριβος γιος της, ο Σταύρος, ήταν σε ένα καράβι που θα έμπαινε σε καραντίνα, ντύθηκε άντρας και κατάφερε να γίνει φύλακας, «βαρδιάνος», στα «σπόρκα», στο λαζαρέτο όπου έπρεπε να «σπορκαριστούν», δηλαδή να καθαριστούν, οι επιβάτες, ταξιδιώτες και ναυτικοί, που έρχονταν από ξένα λιμάνια. Και η φιλόστοργη μητέρα έγινε «βαρδιάνος», και άκουγε στο ερημονήσι «κλαυθμούς και θρήνους εντός ολίγων ημερών, όσους δεν ήκουσε πριν εις όλην της την ζωήν. [...] Τι θα ήτο η ζωή του υιού της ενώπιον του Απείρου, ενώπιον του Αϊδίου; Και τι θα ήτο η ζωή η δική της; Αλλ' αυτή επρόσφερε την ζωήν της υπέρ της ζωής του υιού της, και αν επερίσσευε θα την επρόσφερεν επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρώπινων πλασμάτων». Οι μεσημεριανές σκιές στο σπίτι άρχισαν να διαλύονται και ένα ευφρόσυνο αεράκι με έκανε να χαμογελάσω όταν στη σκηνή ξεπρόβαλε ο Γερμανός γιατρός Βουντ, που είχε από χρόνια ξεμείνει στη Σκιάθο. Όταν ήρθε η χολέρα κι έπρεπε να φτιαχτεί λαζαρέτο, που άλλοι το έλεγαν «Σπόρκα», αυτός ο φωτισμένος γιατρός διηύθυνε την όλη επιχείρηση. Είχε αναγνωρίσει τη μεταμφιεσμένη Σκεύω, μια μάνα-ρεμπέτισσα του καιρού της, όταν παρουσιάστηκε για να γίνει «βαρδιάνος», και μετρώντας τα ζύγια της επιστήμης, της συνείδησης και της καρδιάς του την άφησε να παίξει τον ρόλο αυτόν. Κι αφού όλα πήγαν καλά, έπινε τα κρασάκια του στο μετόχι του Πατέρα Νικόδημου, όπου μάνα και γιος είχαν καταλύσει, και άκουγαν όλοι τον Αγκόρτζα, τον βοσκό παραγιό του Νικόδημου, που όταν έπινε κι ερχόταν στα κέφια έπαιζε γκάιντα. Κι έλεγε ο Βουντ με τη γερμανική προφορά του: «Καλά. Αυτό είναι ζωή!... Να, αυτή ζωή μ' αρέσει εμένα... φυσική ζωή... ντι Νατούρ... ντας Λέμπεν... ντας ιστ, ντας Λέμπεν! [...] Έτσι μ' αρέσουν εμένα οι άνθρωποι, να είναι εύτυμοι».
Ένιωσα κι εγώ «Σπορκαρισμένη», και ξανοίχτηκα με το καραβάκι μου σ' εκείνο το πέλαγο με τις λέξεις:
Μέρα που η θάλασσα ήταν η πράσινη γλώσσα της ερμητικής παράδοσης
και ατένιζα το κριτήριον να πηγαίνει περίπατο...
Σημείωσα Tabula Smaragdina–
Συνάντηση με Ερινύες του ανθρώπου-Άδη στα μοναστήρια
στην τόση δα θαλάσσινη περιοχή πριν από τα Ταφικά νησιά.
Ναι, βάδιζα πια στον χλοερό λειμώνα του Ιωάννη του Μόσχου, κι έφτασα πλάι στον Ιορδάνη ποταμό, εκεί που ένας λέων πληγώθηκε στο πόδι αλλά τον θεράπευσε ένας γέροντας ερημίτης, κι από τότε ο λέων έγινε μαθητής του και τον ακολουθούσε παντού. Ήταν τόσο καλός και πιστός στον γέροντα σωτήρα του ο λέων, που οι άλλοι γέροντες τον έβαλαν να βόσκει στον αγρό πλάι στο γαϊδουράκι τους, μέχρι που κάποιοι καμηλάριοι από την Αραβία έκλεψαν το γαϊδουράκι. Τότε όλοι κατηγόρησαν τον λέοντα ότι τάχα εκείνος το σκότωσε και το καταβρόχθισε. Τέτοια συκοφαντία, πώς να τη βαστάξει το πιστό μας λιοντάρι; Άρχισε να τρέχει σ' ολόκληρη την Αραβία για να βρει τον φίλο του το γαϊδουράκι, και το βρήκε! Και ω χαράς ευαγγέλια, το έφερε στον γέροντα, που η γερασμένη καρδούλα του ήρθε στα ίσια της. Κι όταν ο γέροντας ξεψύχησε, τότε κι ο λέων «κρούων την κεφαλήν αυτού σφοδρώς εις την γην και ωρυόμενος παραχρήμα απέθανεν επάνω του τάφου του γέροντος».
Μ' αυτά και μ' αυτά, πήγε και η δική μου καρδιά στη θέση της. Κι έπειτα τα έγραψα όλα αυτά, παρά τις αντιρρήσεις μιας αγαπημένης φωνής:
«Ελάχιστα ξέρω
γι' αυτό δε μιλώ εκείνα που ξέρω κι έχω κλειστεί.
Γιατί φοβούμαι
μην ξεπηδήσουν από μέσα μου κατώτερες φωνές.
[...]»
Σημείωση: Τα κείμενα σε εισαγωγικά, με τη σειρά που δημοσιεύονται, είναι του Εμμανουήλ Λυκούδη, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Νίκου Παναγιωτόπουλου, του Ιωάννη Μόσχου από τον Λειμώνα που μας θύμισε στην Πρώτη Ύλη ο Ε.Χ. Γονατάς, και πάλι του Νίκου Παναγιωτόπουλου.
* Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου είναι ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO
σχόλια