Τα κίτρινα χρώματα λάμπουν μέσα στις θημωνιές. Μικρά κομμάτια άχυρου, ένας κόκορας και μια κότα, δυο φιγούρες σκυμμένες στη γη με μπλε μελανί χρώμα κάτω από ένα ουρανό γαλάζιο, νερένιο. Το ψηλό αγροτόσπιτο στην Προβηγκία υψώνεται στο βάθος, η φιγούρα ενός άντρα βγαίνει από το υποστατικό. Θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα για το τέλος του θέρους, και είναι με ένα τρόπο, πρόκειται για μια ακουαρέλα του Βαν Γκογκ που βλέπουμε για πρώτη φορά με τα πλούσια χρώματά της και με ένα τοπίο που είναι όλα τόσο σαφή και τόσο ρευστά.
Η τελευταία φορά που εμφανίστηκε το έργου στα μάτια του κοινού ήταν το 1905 και μέχρι σήμερα δεν είχαμε δει τα χρώματά της.
Ξαναβλέπουμε το έργο που θα βγει σε δημοπρασία στον οίκο Κρίστις στη Νέα Υόρκη, μαζί με άλλα έργα της περίφημης συλλογής Κοξ και η τιμή του εκτιμάται ανάμεσα σε 20-30 εκατομμύρια δολάρια.
Η πώλησή του συνοδεύεται από ένα μεγάλο παρασκήνιο με τον οίκο δημοπρασιών να μεσολαβεί προκειμένου να συμφωνήσουν ο Αμερικανός συλλέκτης και οι απόγονοι δυο εβραϊκών οικογενειών που κατείχαν τον πίνακα από το 1933 έως το 1945 πριν φτάσει, μεταπολεμικά, στα χέρια του Τεξανού κατόχου πετρελαιοπηγών Έντουιν Κοξ και σήμερα οι απόγονοί του αποφασίσουν να τον βγάλουν σε δημοπρασία μαζί με άλλα δυο έργα του Βαν Γκογκ από τη συλλογή τους.
Θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα για το τέλος του θέρους, και είναι με ένα τρόπο, πρόκειται για μια ακουαρέλα του Βαν Γκογκ που βλέπουμε για πρώτη φορά με τα πλούσια χρώματά της και με ένα τοπίο που είναι όλα τόσο σαφή και τόσο ρευστά.
Οι διαπραγματεύσεις για το έργο Meules de Blé (Θημωνιές) και τα δυο άλλα έργα που χρονολογούνται από το 1888-1890, που θεωρείται η πιο παραγωγική και περιζήτητη περίοδος του Βαν Γκογκ στη Γαλλία, ήταν εξαιρετικά πολύπλοκες. Η συγκεκριμένη ακουαρέλα με τις θημωνιές ζωγραφίστηκε στις αρχές Ιουνίου του 1888, όταν ο Βαν Γκογκ εργαζόταν στην Αρλ και βρισκόταν στο απόγειο των δυνάμεών του. Είναι μια μελέτη, λίγες μέρες αργότερα ο βαν Γκογκ έκανε μια ελαιογραφία του ίδιου θέματος, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Kröller-Müller στο Οτερλό.
Μια εβδομάδα περίπου αργότερα, ο Βαν Γκογκ έστειλε την ακουαρέλα στον αδελφό του Τεό. Το 1905 η χήρα του Τζό Μπόνγκερ το δάνεισε στη μεγάλη αναδρομική του Βαν Γκογκ που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ. Δύο χρόνια αργότερα πούλησε το έργο στον Παριζιάνο καλλιτέχνη και συλλέκτη Γκιστάβ Φαγιέ.
Το 1913 οι Θημωνιές αγοράστηκαν από τον Μαξ Μεϊρόφσκι βιομήχανο με έδρα το Βερολίνο που είχε μια εξαιρετική συλλογή ιμπρεσιονιστών και μετα-ιμπρεσιονιστών. Ο Μεϊρόφσκι διώχτηκε ως Εβραίος από τους Ναζί και το 1938 κατέφυγε στο Άμστερνταμ. Στη συνέχεια, εμπιστεύτηκε το έργο στον Πάουλ Γκράουπε, έναν Γερμανοεβραίο έμπορο τέχνης που τότε εργαζόταν στο Παρίσι.
Λίγο αργότερα, η ακουαρέλα αγοράστηκε από την Αλεξαντρίν ντε Ρότσιλντ, μέλος πλούσιας εβραϊκής οικογένειας τραπεζιτών που κατέφυγε στην Ελβετία με το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ακουαρέλα έμεινε στο Παρίσι μετά τη γερμανική κατοχή της πόλης τον Ιούνιο του 1940. Το 1941 η ακουαρέλα κατασχέθηκε και ήταν ένα από τα έργα λεηλατημένης τέχνης που συγκεντρώθηκαν στο Jeu de Paume. Λίγες εβδομάδες αργότερα στάλθηκε στην Αυστρία, στο Schloss Kogl, στο St Georgen im Attergau.
Μετά τον πόλεμο η Ρότσιλντ προσπάθησε να ανακτήσει τις Θημωνιές, αλλά δεν τα κατάφερε. Η άμεση μεταπολεμική ιστορία της ακουαρέλας είναι ασαφής, αλλά το 1978 βρέθηκε στο υποκατάστημα της γκαλερί Wildenstein στη Νέα Υόρκη, που ήταν ιδιοκτησία μιας εβραϊκής οικογένειας με έδρα το Παρίσι. Ο Βιλντενστάιν πούλησε το έργο του Βαν Γκογκ στον Κοξ το επόμενο έτος. Ο Κοξ κρέμασε την ακουαρέλα στο σαλόνι της έπαυλής του στο Ντάλας. Η ιδιοκτησία του πίνακα ήταν ένα μυστικό γνωστό μόνο στην οικογένειά του και τους στενούς του φίλους.
Όταν πέθανε και οι κληρονόμοι αποφάσισαν να πουλήσουν τη συλλογή έργων τέχνης που είχε αποκτήσει, ο πίνακας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας διαμάχης αφού είχε ήδη ταυτοποιηθεί σαν έργο της λεηλατημένης τέχνης, οπότε η πώληση έμοιαζε σχεδόν αδύνατη.
Ο κληρονόμος του Μεϊρόφσκι ισχυρίστηκε ότι ο Βαν Γκογκ είχε υποβληθεί σε «αναγκαστική πώληση» το 1938. Οι κληρονόμοι της Ρότσιλντ υποστήριξαν ότι η ακουαρέλα είχε λεηλατηθεί από τους ναζί κατακτητές τρία χρόνια αργότερα, όταν η Αλεξαντρίν ντε Ρότσιλντ κατείχε τον πίνακα.
Στο βάθος κρύβεται μια λέξη: «εκατομμύρια». Οι τρεις πλευρές ήρθανε σε συμφωνία σχετικά με την ιδιοκτησία του έργου πριν περάσει στον επόμενο ιδιοκτήτη που θα είναι ο απόλυτος κύριος και νόμιμος ιδιοκτήτης του έργου και πιθανώς τα έσοδα από την πώληση θα χωριστούν σε συμφωνημένη αναλογία και/ή με σταθερά ποσά.
Μέχρι σήμερα η υψηλότερη τιμή για μια ακουαρέλα του Βαν Γκογκ ήταν τα 8,8 εκατομμύρια λίρες που πληρώθηκαν στον οίκο Σόθμπις το 1997 για το έργο «Ο Θερισμός» που ζωγράφισε επίσης τον Ιούνιο 1888, μία ή δύο ημέρες μετά τις «Θημωνιές». Η τιμή της εκτίμησης είναι αστρονομική.
Το δεύτερο έργο που θα δημοπρατηθεί την ίδια βραδιά είναι «Οι Ξύλινες Καμπίνες ανάμεσα στις Ελιές και τα Κυπαρίσσια», ένα τοπίο της Προβηγκίας ζωγραφισμένο τον Οκτώβριο του 1889 έξω από το άσυλο όπου ζούσε τότε ο καλλιτέχνης. Παρόλο που δεν έχει ανακοινωθεί καμία εκτίμηση, πιστεύεται ότι θα αγγίξει τα 40 εκατομμύρια δολάρια.
Το τρίτο έργο, «Νεαρός άνδρας με ανθό καλαμποκιού» ζωγραφίστηκε στο Οβέρ σιρ Ουάζ, τον Ιούνιο του 1890, έναν μήνα πριν από το θάνατο του καλλιτέχνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του αιώνα, πίστευαν ότι πρόκειται για ένα νεαρό κορίτσι. Πρόκειται για ένα όψιμο έργο του βαν Γκογκ αλλά όχι από τα χαρακτηριστικά του έργα και η εκτίμηση είναι σχετικά μέτρια, 5 έως 7 εκατομμύρια δολάρια.
Στην ίδια κατηγορία, αλλά σαφώς με μεγαλύτερη αξία είναι το «Πορτραίτο του Γιατρού Γκασέ» έργο που έγινε τον ίδιο μήνα με το «Αγόρι με τον ανθό του καλαμποκιού» που πουλήθηκε το 1990 για 82,5 εκατομμύρια δολάρια, που είναι μέχρι σήμερα η υψηλότερη τιμή για έναν Βαν Γκογκ. Έκτοτε εξαφανίστηκε σε μια άγνωστη ιδιωτική συλλογή.