Μικρός Τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Τρεις μαρτυρίες γυναικών που έγιναν «το ποίημα»: Η πανεπιστημιακός και ποιήτρια Άντεια Φραντζή, η δημοσιογράφος Αλκμήνη Ψιλοπούλου και η καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Τώνια Μοροπούλου μιλώντας στο ΑΠΕ περιγράφουν όσα έζησαν μέσα στο Πολυτεχνείο από την αρχή εκείνης της εβδομάδας και κυρίως «το βράδυ που κύλησε άφθονο το αίμα των αθώων, αλλάζοντας την σύγχρονη Ελλάδα για πάντα», γράφει η Σοφία Μανδηλαρά για το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Τώνια Μοροπούλου
«Στο Πολυτεχνείο φτάσαμε μέσα από την ανάπτυξη του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος που ξεκίνησε το 1972 με τις εκλογές στις σχολές και τους συλλόγους των φοιτητών, με την διεκδίκηση ελευθέρων φοιτητικών συλλογών, συνέχισε στη Νομική σε σύγκρουση με τη δικτατορία και την υποστήριξη του κόσμου στους δρόμους της Αθήνας.
Ήταν μια συγκυρία που μέσα στην πετρελαϊκή κρίση, την απομόνωση των δικτατορικών καθεστώτων σε όλο τον κόσμο όπως στη Χιλή, στην ενίσχυση όλων των αγώνων για εθνική ανεξαρτησία, την απομυθοποίηση της προσπάθειας φιλελευθεροποίησης της Χούντας με τις εκλογές Μαρκεζίνη, φτάσαμε στις συνελεύσεις στο Πολυτεχνείο στις 14 Νοέμβριου του 1973 όπου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου ήρθαν πλέον σε ρήξη με το εγχείρημα της φιλελευθεροποίησης. Είπαν οι φοιτητές που κατέβηκαν και από τις άλλες σχολές, από τη Νομική, από την ΑΣΟΕ, από τη Βιομηχανική, από το Φυσικομαθηματικό της Αθήνας (το σύνθημα): ‘Λαέ, λαέ, ή τώρα η ποτέ’.
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν όλοι στο Πολυτεχνείο μοιράζοντας μέσω των λεωφορείων σελίδες με συνθήματα ‘Απόψε πεθαίνει ο φασισμός’, ‘Λαέ, πεινάς, γιατί τους προσκυνάς;’ και ξεκίνησε με επίκεντρο το Πολυτεχνείο μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση ενημέρωσης σε όλη την Αθήνα.
Ταυτόχρονα, φτιάξαμε τον πρώτο πομπό στο εντευκτήριο της Φυσικής του Πολυτεχνείου, κάποιοι φοιτητές από το Πολυτεχνείο αλλά και από άλλες σχολές. Καθίσαμε μπροστά στον πομπό και σχεδόν αυθόρμητα βγήκε αυτό που έμελλε να ακούγεται τις 3 ημέρες ‘Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων’. Εκπέμπαμε στους 1050 χιλιοκύκλους και στην πορεία κάποιοι από τα ΚΑΤΕΕ ήρθανε και το μικρό Πολυτεχνείο, μας φέρανε μεγαλύτερες λυχνίες και μετά στη σχολή των Μηχανολόγων φτιάχτηκε ο μεγαλύτερος πομπός.
Εντωμεταξύ, συστάθηκε και η συντονιστική επιτροπή με εκπροσώπους από όλες τις επιτροπές αγώνων από όλες τις Σχολές της Αθήνας και μέχρι την Πέμπτη το απόγευμα τον πομπό και με όλη τη συγκρότηση του Πολυτεχνείου ως κέντρο του αγώνα έγινε μία ενημέρωση του κόσμου. Ερχόντουσαν σε πανέρια μηνύματα από τον κόσμο με τρόφιμα που έλεγαν ‘ελέγξτε τα μηνύματα ώστε να μας εκφράζουν όλους’ και μέσα από αυτή τη διαδικασία επικοινωνίας με τον κόσμο διαμορφώθηκε η ανακοίνωση της συντονιστικής του Πολυτεχνείου που ήταν κοινή φωνή όλων: ‘Ψωμί, παιδεία, ελευθέρια, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική προκοπή’. Έτσι, ο κόσμος όταν πλέον η δικτατορία αποφάσισε να συγκρουστεί με το Πολυτεχνείο, ήρθε δίπλα μας.
Όταν ανακοινώθηκε στη συντονιστική ο πρώτος νεκρός από ανθρώπους που ήρθαν από τα Χαυτεία με την ταυτότητα του, τότε είπαμε ότι θα πούμε στον κόσμο την αλήθεια ‘Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους δίπλα μας’. Και ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους. Έτσι, το Πολυτεχνείο έγινε εξέγερση.
Όταν έπεσε το Πολυτεχνείο, ήμουν στον πομπό μαζί με πολλούς άλλους και φωνάζαμε ‘Φαντάροι αδέρφια μας, είμαστε όλοι αδέρφια, μην πυροβολείτε’. Μείναμε εκεί, μέχρι που ήρθανε άλλοι συμφοιτητές μας και μας βγάλανε για να μη μας σκοτώσουν, βρίσκοντας μας στον πομπό και φύγαμε λέγοντας τον εθνικό ύμνο σαν μια παρακαταθήκη ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Έτσι τελειώσαμε: με τον εθνικό ύμνο, ο αγώνας συνεχίζεται.
Φύγαμε από εκεί, γυρίσαμε όλα τα κτίρια απέναντι της Μπουμπουλίνας, των Μηχανολόγων, το κτίριο της Τοσίτσα, τη Σχολή Χημικών Μηχανικών τότε, τώρα Αρχιτεκτόνων και όταν ανοίξαμε τις πόρτες για να βγούμε στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου μας πυροβολούσαν. Δεν είχαμε αίσθηση του κίνδυνου. Μετά πήγα στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής που ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες και μεταφέραμε νεκρούς και τραυματίες βγαίνοντας.
Έξω από το Πολυτεχνείο βγήκαμε με το κεφάλι ψηλά. Δεν παραδοθήκαμε. Αυτή ήταν μια μεγάλη ηθική νίκη, το γεγονός ότι μας έβγαλε ο στρατός, δεν παραδοθήκαμε και αυτό και το φρόνημα αυτής της σύγκρουσης και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι πάντα επίκαιρο και δυνατό και μιλάει σε όλους μας.
Πήραμε τότε τη ζωή μας στα χέρια μας. Είναι άλλη στάση ζωής, άλλη στάση πολιτικής συμμετοχής. Είναι πρωτοβουλία. Είναι αγώνας με κίνδυνο της ζωής μας, αλλά αγώνας που ήμασταν όλοι ενωμένοι σε ό,τι συμφωνούσαμε, παρά τις διαφορετικές απόψεις. Και αυτό είναι ένα μήνυμα διαχρονικό γιατί σε κάθε εποχή η δημοκρατία πρέπει να λύνει τα προβλήματά της και ειδικά σήμερα πρέπει να λύσει πάρα πολλά προβλήματα για να μπορούν οι νέοι να έχουν ελπίδα, να έχουν δουλειά, να έχουν όνειρα. Αυτό είναι μεγάλο μήνυμα και είναι πάντα ένα μήνυμα για τους νέους ότι τη δική τους εποχή, τη δική τους δημοκρατία πρέπει να τη διαμορφώσουν οι ίδιοι.»
Άντεια Φραντζή
«Δεν είχα πολιτικό ρόλο -ενεργό- εκείνη τη στιγμή. Εξακολουθούσα να έχω μια σχέση με το πανεπιστήμιο γιατί για μεγάλο διάστημα μέσα στη δικτατορία το είχα εγκαταλείψει εξαιτίας του κλίματος στη Φιλοσοφική, όπου βρίσκονταν συνεχώς χαφιέδες και κάθε μέρα βλέπαμε ανθρώπους, φίλους μας, παιδιά γνωστά μας, συναδέλφους μας, να εξαφανίζονται. Η προγενέστερη σχέση μου ήταν οι Λαμπράκηδες και, βεβαίως, αυτά όλα είχαν εγκαταλειφθεί μέσα στα χρόνια της δικτατορίας. Πάλι εκείνο τον καιρό είχα έρθει σε επαφή με την Ελληνοευρωπαϊκή Ένωση Νέων, μια οργάνωση που ήταν ευρύτερη θα έλεγα.
Από τις πρώτες μέρες, είχα ενεργοποιηθεί, μπαίνοντας και βγαίνοντας στο Πολυτεχνείο. Την Παρασκευή υπήρχε μια ανακοίνωση που έλεγε ότι θα γίνει συνάντηση ανθρώπων από τη Φιλοσοφική Σχολή και αποφάσισα να πάω. Έτσι μπήκα μέσα. Οι ώρες περνούσαν και η ατμόσφαιρα στον περίγυρο του Πολυτεχνείου γινόταν όλο και πιο προβληματική και έντονη. Κάποια στιγμή έπρεπε να αποφασίσουμε ο καθένας από εμάς, εάν θέλει να μείνει μέσα ή να φύγει. Εγώ αποφάσισα ότι μένω, αλλά πια ατομικά θα έλεγα. Είχα βρει μονάχα έναν-δυο φίλους και καθόμασταν παρέα.
Πρέπει να πω ότι κάποια στιγμή αισθανόμουν ότι τα πράγματα γίνονται πολύ σκληρά και ότι έπρεπε να πάρω δυνάμεις. Πήρα μερικές σοκολάτες και πήγα σε μια αίθουσα μέσα, σε κάτι έδρανα, και είπα τώρα να φάω λίγο και να ξαπλώσω να είμαι ξεκούραστη. Είχα πολύ καθαρό μυαλό ότι κάτι θα συνέβαινε. Δεν ήμουν καθόλου σε κατάσταση ενθουσιασμού. Θεωρούσα ότι έχουμε μια νύχτα στην οποία θα γίνει κάτι φοβερό. Κοιτούσα γύρω-γύρω τα κάγκελα και σκεφτόμουν ότι από αυτά τα κάγκελα δεν μπορεί να βγει κανένας, ανεξάρτητα που τελικά πέσανε όλα τα κάγκελα.
Στην τελευταία φάση, όταν πια ήμασταν στο τανκ μπροστά, ήμασταν πάρα πολύ κοντά στην είσοδο και με την πτώση οπισθοχωρήσαμε μια ομάδα ανθρώπων και κλειστήκαμε μέσα στη Σχολή Καλών Τεχνών που ήταν στην άκρη δεξιά. Μετά από λίγο, όταν πια είχαν γίνει όλα, αρχίσαμε να βγαίνουμε, και τουλάχιστον εγώ βγήκα από την κεντρική είσοδο, ακριβώς από μπροστά. Χαθήκαμε στο μεταξύ με τους άλλους, ο καθένας δηλαδή ήταν πια μόνος του.
Βρέθηκα στη μέση του δρόμου στην Πατησίων, να με έχουν ρίξει κάτω στο έδαφος, να με χτυπάνε, κυρίως να με πατάνε με τα πόδια, να μου δίνουν κλωτσιές και κάποια στιγμή, όταν πια ήμουν εντελώς εξαντλημένη στο έδαφος πεσμένη αυτός ο αστυφύλακας που με χτυπούσε με σήκωσε από τα μακριά μου μαλλιά, δηλαδή έπιασε τα μαλλιά μου και με σήκωσε από το κεφάλι. Εκείνη την ώρα υπήρξε πλάι ένας νεαρός στρατιώτης και μου έδωσε μια μικρή, απαλή σπρωξιά στην πλάτη και μου έκανε ένα νόημα προς τα πού να πάω. Οδηγήθηκα όπως ήμουν στα χάλια μου στον κάθετο δρόμο με κατεύθυνση την Ομόνοια και εν συνεχεία στην πρώτη γωνία έστριψα και βρέθηκα στην 3ης Σεπτεμβρίου. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν αστυφύλακες εκεί και ένα μεγάλο αυτοκίνητο της αστυνομίας.
Πλησιάζοντας, αφελώς τελείως είπα «Είμαι χτυπημένη, είμαι χτυπημένη». Η αντίδραση ήταν να με αρπάξουν και να αρχίσουν να με χτυπούν πάνω στο αυτοκίνητο, στο σιδερένιο αυτοκίνητο ώσπου, από ό,τι φαίνεται, επειδή εκεί δίπλα ήταν ένα δέντρο και ένα σκάμμα, εγώ έπεσα μέσα στο σκάμμα και το τελευταίο μου άκουσμα ήταν που είπαν «Πάμε να φύγουμε». Φαίνεται πως λιποθύμησα γιατί πέρασε πολλή ώρα, υποθέτω ότι πέρασε πολλή ώρα γιατί όταν συνήλθα εκεί στο σκάμμα, μετά το δέντρο, δεν υπήρχε πια αυτό το αυτοκίνητο της ασφάλειας, ούτε αστυφύλακας κανένας και σηκώθηκα και άρχισα σιγά-σιγά να προσπαθώ να περπατήσω. Δεν είπα μια λεπτομέρεια, ότι αυτοί οι αστυνομικοί που με χτυπάγανε και που φάνηκε ότι τελικά τρόμαξαν ότι όντως, αφού ήμουν χτυπημένη, κάτι είχε γίνει, με βρίζανε πολύ άσχημα με σεξουαλικούς χαρακτηρισμούς και με μία φρασεολογία που δε θέλω καν να την επαναλάβω.
Βέβαια, στο δρόμο ανακάλυψα διάφορα κωμικοτραγικά, δηλαδή είχα στην τσάντα μου μέσα ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο είχα πάρει γιατί μαζεύαμε ξύλα διάφορα για να βάζουμε φωτιές γιατί εξουδετέρωναν τα δακρυγόνα. Στον λαιμό μου κρεμόταν ακόμα το μαντήλι που είχα δέσει για τα δακρυγόνα, ξέρετε αυτό το είχα στο στόμα μου και είχε πέσει στο λαιμό. Οπότε, στο δρόμο, λοιπόν, άφηνα ό,τι από αυτά τα πράγματα έδειχναν ότι έρχομαι από εκεί που ήμουν.
Εν πάση περιπτώσει, ήμουν στο αριστερό πεζοδρόμιο της 3ης Σεπτεμβρίου και προχώραγα προς την Ομόνοια. Δεξιά είδα τα φώτα από τις πρώτες βοήθειες και πέρασε από το μυαλό μου ότι πρέπει να πάω και μετά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να πας γιατί στις πρώτες βοήθειες γίνονται συλλήψεις. Προχώρησα κι άλλο και έφτασα στη γωνία που αν έβγαινες προς την Πατησίων ήταν ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Έστριψα από εκεί και άρχισα να προσπαθώ να κατευθυνθώ προς το σπίτι μου, ψηλά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Καθώς περπάταγα με περνούσαν διάφορα αυτοκίνητα με ανθρώπους οι οποίοι σταματάγανε και λέγανε να με βοηθήσουν αλλά εγώ ήμουν εντελώς αρνητική, δε θα έμπαινα σε κανένα αυτοκίνητο. Και προχώραγα, προχώραγα, κι έφτασα στην Ασκληπιού και άρχισα να ανεβαίνω την Ασκληπιού.
Το επόμενο που θυμάμαι από αυτή τη διαδρομή είναι ότι κάποια στιγμή είχα κουραστεί πολύ και είχα κάτσει σε ένα σκαλοπάτι. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι γύρω μου που ήταν πολύ φιλικοί και καλοί και άρχισαν να με ρωτάνε και ξέσπασα σε κλάματα. Όλο αυτό το πράγμα που είχε γίνει κατέληξε σε ένα τρομερό κλάμα. Αυτοί θέλανε να με πάνε στο σπίτι μου. Πάλι δεν εμπιστεύτηκα. Πάλι δεν ήθελα κανέναν και είπα όχι θα πάω μόνη μου.
Έφτασα πολύ αργά στο σπίτι και τελικά με αναζητούσαν διάφοροι φίλοι οι οποίοι δεν είχαν έρθει στο Πολυτεχνείο και είχαν στείλει μηνύματα και έτσι ακριβώς επικοινώνησα με τον σύντροφό μου εκείνης της εποχής. Την άλλη μέρα υπήρχε ένας γιατρός που δεχόταν στο ιατρείο του επισκέψεις και με πήγε και εντόπισαν ότι είχα πάρεση του προσωπικού νεύρου, εκτός από τους μώλωπες που είχα σε όλο μου το σώμα. Το πρόβλημα το σοβαρότερο δηλαδή ήταν αυτή η πάρεση του προσωπικού νεύρου στη δεξιά πλευρά του προσώπου.
Την βραδιά της 17ης Νοεμβρίου δεν είχα συνείδηση ότι θα γίνει εισβολή. Θεωρούσα ότι αν γίνει οτιδήποτε, κάπως, εκεί θα πεθάνουμε. Επομένως, ήταν στο μυαλό μου διάφορες σκέψεις από τα γεγονότα της Χιλής και είχα την εντύπωση ότι θα μας χτυπήσουν από τον ουρανό. Δεν είχα δηλαδή ποτέ μου την εντύπωση ότι θα έρθει τανκ.
Τώρα γιατί έμεινα; Έμεινα και συνειδητά αλλά θα έλεγα ακόμα και αναγκαστικά, όσο και αν σας φαίνεται περίεργο. Γιατί ουσιαστικά ήμασταν εγκλωβισμένοι και έξω σκοτωνόταν κόσμος. Κάθε τρεις και λίγο έφερναν έναν τραυματία. Δηλαδή, όλη η περιοχή έβραζε. Αυτό το πράγμα ήταν τόσο φανερό που δεν ήξερες σε τελευταία ανάλυση πού είσαι πιο ασφαλής, μέσα ή έξω. Και το έξω ήταν ουσιαστικά μέσα, επίσης. Και βέβαια πολλοί από τους φίλους που ξεκινήσαμε μαζί, είχαν συλληφθεί.
Το αν ήταν αισιόδοξο ή απονενοημένο είναι λίγο δύσκολο να το πω τώρα. Εκείνη τη στιγμή που ήμουν μέσα νόμιζα ότι θα σκοτωθούμε. Το αποδεχόμουν. Θεωρούσα ότι αυτό που θα γίνει είναι να σκοτωθούμε γιατί δεν είχα καθόλου την εικόνα ότι μπορεί να πέσουν οι σιδεριές, όπως έγινε. Νόμιζα ότι θα είμαστε εγκλωβισμένοι και ότι θα μας χτυπήσουν από τον ουρανό. Ακόμα και όταν ήρθε το τανκ, δεν το φανταζόμουν. Δεν ήταν ακριβώς ότι πίστευα ότι εκείνη τη βραδιά θα νικούσαμε αλλά πίστευα περισσότερα ότι το απονενοημένο ήταν καλό που έγινε. Και ήταν και μια αντίσταση σε όλη την προσπάθεια που είχε παρουσιαστεί για να γίνει τάχα ο εκδημοκρατισμός της Χούντας, με τον Μαρκεζίνη. Όλα αυτά τότε τα ζούσαμε καθημερινά, δεν ήταν δηλαδή στιγμιαία. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι είχα στο μυαλό μου την ιδέα ότι τώρα θα νικήσουμε.
Νιώθω, τελικά, ότι έστω και ανεξάρτητα από το εάν το Πολυτεχνείο δε θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση και έφερε αντίθετα τον Ιωαννίδη και τα χειρότερα στο προσκήνιο, ήταν η αρχή του τέλους. Εν τέλει, και αν ακόμα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να επιτευχθεί η αλλαγή, είχαμε πια μπει σε μια τροχιά που, όπως και έγινε, με μοιραία βέβαια δεδομένα και με το Κυπριακό, θα έπεφτε η Χούντα, δεν μπορούσε να σταθεί, αυτό ήταν σίγουρο. Οπωσδήποτε δεν αισθάνομαι ότι πήγε αδίκως. Αισθάνομαι ότι ήταν ένα ακόμα βήμα, μετά την κατάληψη της Νομικής, πιο δυναμικό βήμα προς αυτή την έξοδο.
Η παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου για μένα είναι η εγρήγορση. Το να είμαστε δηλαδή πάντοτε έτοιμοι να αντιληφθούμε τι συμβαίνει, να παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα, να είμαστε ενήμεροι και ενεργοί σε αυτά. Πρέπει πάντοτε να αισθανόμαστε ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μας εξασφαλίζει κάποια βεβαιότητα και ότι πάντα ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος για να κλονιστεί η δημοκρατία, είτε μέσα στην καθημερινότητα, είτε μέσα στην οικονομική κρίση, είτε μέσα στην πανδημία, υπάρχουν πάντοτε στοιχεία που μπορούν να κλονίσουν τη δημοκρατία και εμείς πρέπει να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση».
Αλκμήνη Ψιλοπούλου
«Μπήκα στο Πολυτεχνείο τη δεύτερη μέρα μαζί με μια φίλη μου. Είχαμε ακούσει ότι έχουν μπει κάποιοι στο Πολυτεχνείο, ότι έχει γίνει κατάληψη αλλά δε γνωρίζαμε πολλά πράγματα. Τότε, ήμουν οργανωμένη στον Ρήγα Φεραίο. Ήταν μια πράξη στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα που δίναμε. Ήταν οι εποχές τέτοιες, υπήρχε επαναστατική ένταση και μπήκαμε με αυτή τη λογική και συναισθηματικά πιο πολύ μπορώ να πω.
Μέσα ήταν κάτι σαν γιορτή, υπήρχε μια έξαψη. Δηλαδή, όλα αυτά τα συνθήματα, η ελευθερία, η αντίσταση στη Χούντα, ήταν ένα κλίμα γιορτινό.
Κατ’ αρχάς, το πολύ σημαντικό που συνέβαινε στο Πολυτεχνείο ήταν η αυτοδιαχείριση. Μέσα στο Πολυτεχνείο όλες τις μέρες που μείναμε είχαν οργανωθεί πράγματα, όπως ο ραδιοφωνικός σταθμός, το μαγειρείο, οι προκηρύξεις, οι βάρδιες γιατί κάναμε περιπολίες. Ήταν σαν κύτταρο αυτοδιαχειριζόμενο. Αυτό ήταν καταπληκτικό. Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα που εάν δεν έχει ζήσει κάποιος τέτοια πράγματα, δεν την καταλαβαίνει σήμερα που είναι όλα σε επίπεδο ατομικισμού. Υπήρχε αυτή η συλλογική δράση για ένα σκοπό αλλά δεν ήταν ορθολογιστικό όλο αυτό. Πολιτικά στόχος ήταν να πέσει η Χούντα. Αλλά όλο το υπόλοιπο πλαίσιο ήταν συναισθηματικό, ήταν η καρδιά της εφηβείας που μιλούσε, η καρδιά η νεανική.
Το άλλο βέβαια είναι ότι είχαν προετοιμαστεί ορισμένα πράγματα από την κατάληψη της Νομικής μερικούς μήνες πριν και από τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα οι οποίες κάνανε σε κάθε σχολή μια μελέτη, ας το πούμε, για το περιεχόμενο σπουδών που θα θέλαμε να έχουμε. Αυτά δεν ήταν πολύ γνωστά, αλλά όλο αυτό το κλίμα που προϋπήρχε ήταν αυτό που κατέληξε τελικά στο Πολυτεχνείο.
Πριν μπούνε τα τανκς είχαμε καταλάβει πλέον ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Δυο μέρες πριν μπούνε, ή μπορεί και την ίδια μέρα, δε θυμάμαι πια πολύ καλά, είχε κοπεί το ρεύμα. Ήμασταν στα σκοτάδια. Τότε καταλάβαμε ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό και, πιο πριν, όταν ερχόντουσαν τα φορεία με τους τραυματισμένους. Στην αρχή, ήταν γιορτή. Μετά σιγά-σιγά ζόριζαν τα πράγματα και καταλαβαίναμε ότι πλέον ότι ήταν ένα είδος πολέμου και ότι δεν θα έμενε έτσι αυτό το πράγμα.
Την βραδιά του Πολυτεχνείου ήμουν κάτω στο προαύλιο. Την ώρα που ήταν από έξω τα τανκς, ακόμα δεν γνωρίζαμε ότι θα μπει το τανκ μέσα. Το θεωρούσαμε εντελώς εξωπραγματικό και σουρεαλιστικό. Με παίρνει ένας φίλος και μου λέει «Αλκμήνη πάμε μπροστά να δούμε τα τανκς, να δούμε τι γίνεται» και προχωράμε προς τα μπρος και μετά από λίγο που είχαμε προχωρήσει, μπαίνει το τανκ. Σπάει την πόρτα και μπαίνει. Τότε ο φόβος κυριάρχησε. Διαλυθήκαμε. Μπήκαμε μέσα σε μια αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών και μαζί με κάποιους άλλους κρυφτήκαμε, ας πούμε, πίσω από ένα άγαλμα. Από έξω βλέπαμε την μπούκα του τανκ να μας στοχεύει και λέμε πάει παιδιά τελείωσε έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες, θα τα πούμε στην άλλη ζωή. Μετά από αυτό βγήκαμε κάποια στιγμή, δηλαδή μας βγάλανε από τη Σχολή κατά μονάς με παραταγμένους τους στρατιώτες δεξιά και αριστερά. Βγαίναμε με τα χέρια ψηλά και βγήκαμε άλλοι από τη Στουρνάρη άλλοι από μπροστά και, τρέχοντας εγώ έπεσα κάτω και με βουτήξανε και με βάλανε στην κλούβα και με πήγανε στην Μεσογείων στην Ασφάλεια.
Ήταν εφιαλτικό βράδυ γιατί ακουγόντουσαν από πάνω φωνές και ουρλιαχτά και απειλές «Θα σας πετάξουμε κάτω από την ταράτσα». Έπεφτε ξύλο. Εμείς ήμασταν ήδη ψιλοτραυματισμένοι. Μέσα στο ίδιο κελί ήμασταν 4-5 άτομα. Στο τέλος μας άφησαν, μετά τα μεσάνυχτα, γιατί είχαν μαζέψει πάρα πολλούς. Εγώ έμενα Κομνηνών και από τη Μεσογείων πήγα περπατώντας προς το σπίτι μου αλλά υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και με σταματούσαν κάθε τόσο με το όπλο στρατιώτες.
Φτάνω σπίτι μου. Χτυπάω το κουδούνι. Κατεβαίνει ο πατέρας μου ο οποίος ήταν στα χάλια του τα μαύρα γιατί νόμιζε ότι είχα πεθάνει, δεν ξέρανε οι γονείς, τι είχε γίνει, αν ζούμε, αν πεθάναμε, αν τραυματιστήκαμε. Και βάζει τα κλάματα ο πατέρας μου, βάζω κι εγώ τα κλάματα. Μετά από δύο-τρεις μέρες με βούτηξαν πάλι γιατί ήμουν στις Επιτροπές του Πολυτεχνείου και με κράτησαν μέσα, εκ των υστέρων. Τότε έφαγα και ξύλο. Έπειτα έγινε η Χούντα του Ιωαννίδη και έγιναν ακόμα πιο σκληρά τα πράγματα.
Ξέρανε τα πάντα, ποιοι ήταν στις Επιτροπές και ποιοι δεν ήταν, τα ξέρανε. Γιατί είχαν μέσα χαφιέδες. Σοκαρίστηκα κατά κάποιο τρόπο γιατί κατάλαβα ότι ήξεραν πάρα πολλά από όσα συνέβαιναν μέσα στο Πολυτεχνείο. Μου είχαν πει και το εξής καταπληκτικό: Εμείς εδώ ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε εδώ που είμαστε. Εν μέρει είχαν δίκιο γιατί ένα μεγάλο διάστημα υπήρχε ακόμα αυτός ο μηχανισμός. Μετά πέρασαν τα χρόνια, μετά το ’80 διαλύθηκαν.
Η συλλογικότητα και η συντροφικότητα είναι το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Δηλαδή χωρίς συνεργασία, ο καθένας μόνος του να κάνει του κεφαλιού του - και δεν το λέω ιδεολογικά, το λέω σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς της ζωής -, δεν υπάρχει μέλλον. Ό,τι κάνουμε να μην το κάνουμε αποκλειστικά για το άτομό μας αλλά να βλέπουμε το σύνολο, το κοινό καλό σαν αξία. Ο ατομικισμός δεν οδηγεί πουθενά και χρησιμοποιείται από τις εξουσίες διασπαστικά.
Σε όλη τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, μέχρι τουλάχιστον λίγο πριν από το Πολυτεχνείο, αυτά που κάναμε ήταν ακομμάτιστα. Προς το τέλος πια εμφανίστηκαν ας πούμε οι οργανώσεις και τα κόμματα. Ό,τι κάναμε το κάναμε αυτοδύναμα. Δεν είχαμε καθοδήγηση από κάπου. Εκ των υστέρων, θεωρήσαμε πάρα πολλοί από εμάς ότι είχαμε καπελωθεί από τα κόμματα, ότι καπηλεύτηκαν τους αγώνες μας και όλο αυτό που προσπαθούσαμε εμείς να δημιουργήσουμε. Να αυτενεργούμε.»