Παλιότερα τον φώναζαν «Αντόρνο» αντί Τάκη, όπως αποκαλούν τον Δημήτρη Φραγκούλη οι φίλοι του, και σήμερα ο ίδιος μπορεί να θυμάται γελώντας τις πρώτες δύσκολες μέρες του εκδοτικού οίκου Αλεξάνδρεια, του οποίου κρατάει το τιμόνι εδώ και σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια, τους σπάνιους ξένους τίτλους που εξέδιδαν, τις μυθιστορηματικές στιγμές της ζωής του.
Όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν ξέρει πώς βρέθηκε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα πανεπιστημιακά έδρανα στον εκδοτικό οίκο αλλά και σε ένα γραφείο για να γράψει το Ένα κομμάτι χαρτί, το μυθιστόρημα που εξέδωσε πρόσφατα για τις δύσκολες μέρες του Εμφυλίου και τις ακρότητες της ανθρώπινης φύσης.
Μιλάει πρώτη φορά αναλυτικά για εκείνες τις μέρες, για την αυτολογοκρισία, ενώ κατ’ ουσίαν ίσως να μη διεκδικεί καμία άλλη ιδιότητα πέρα από αυτήν του πατέρα του ηθοποιού Χάρη Φραγκούλη και της Δανάης Φραγκούλη, που εργάζεται στον εκδοτικό οίκο.
— Κύριε Φραγκούλη, καταρχάς ήταν ευχάριστη έκπληξη που περάσατε από την πλευρά του εκδότη σε αυτήν του συγγραφέα και έχω την αίσθηση, διαβάζοντας το βιβλίο σας «Ένα κομμάτι χαρτί», ότι στόχος σας δεν ήταν μόνο να γράψετε ένα μυθιστόρημα αλλά να μιλήσετε για τις πολλαπλές όψεις της ανθρώπινης φύσης.
Αυτό που ήθελα ήταν να φωτίσω τον άνθρωπο με τα καλά και τα κακά του όπως φαίνεται σε δύο διαφορετικές, εξίσου κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας, τη δεκαετία του ’40, που είναι μια σκληρή εποχή, και τη δεκαετία του ’80, που είναι αυτή της φαινομενικής ευμάρειας. Γιατί δεν μπορείς να κρίνεις μια κοινωνία όταν τα πράγματα είναι καλά αλλά όταν διάγει δύσκολες καταστάσεις· τότε είναι που αποκαλύπτεται ο κόσμος στην ολότητά του. Όπως δεν γίνεται να μην υπάρχουν όλες οι όψεις του καλού και του κακού. Επίσης, κάποια πράγματα στο βιβλίο είναι ρητά και κάποια άρρητα. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν μαθαίνουμε πώς ακριβώς ο πρωταγωνιστής απέκτησε τόσα χρήματα, τι δουλειές έκανε με τον βοηθό του και πώς κατάφερε να ξεφύγει. Μένει στη φαντασία του αναγνώστη να τα υποθέσει. Αλλά σίγουρα υπάρχει ένα κυρίαρχο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως και μια ρομαντική ιστορία.
Προφανώς η ζωή έχει δύο όψεις, το καλό και το κακό, την αρχή και το τέλος. Με έναν τρόπο πατάμε στη ζωή την ίδια στιγμή που πατάμε και στον θάνατο. Εννοείται ότι ζήσαμε πολύ το παραμύθιασμα, ειδικά της αριστεράς, μέχρι που ήρθε και μας χτύπησε ο ρεαλισμός κατακούτελα. Μπορεί να ακουστεί ακραίο, αλλά ίσως η μόνη λύση να ήταν να γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος, να συντριβούν οι προκαταλήψεις και ο κόσμος και να γίνουν καλύτεροι οι άνθρωποι.
— Και αυτή νομίζω ότι λειτουργεί κάπως αντιστικτικά σε έναν κόσμο γεμάτο βία.
Ναι, γιατί αυτή είναι που κυριαρχεί και υπάρχει έτσι κι αλλιώς στη ζωή, ανεξάρτητα από τη ροή των πραγμάτων και από όλα όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω μας. Θυμάμαι τη Λιλή Ζωγράφου που έλεγε ότι την ώρα που βομβαρδιζόταν η Αθήνα, αυτή φιλιόταν με τον φίλο της. Όχι ως αντίδραση σε αυτό που συνέβαινε αλλά γιατί αυτή είναι η ουσία της ζωής και των ανθρώπων. Βέβαια, ενώ η ρομαντική ιστορία με παρέσυρε καθώς την έγραφα και με ευαισθητοποιούσε, την ίδια στιγμή εμφανιζόταν το κυρίαρχο περιβάλλον και με αποσπούσε προς άλλη κατεύθυνση. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο και γοητευτικό για μένα που δεν είμαι τεχνίτης συγγραφέας, το να μπορεί, δηλαδή, να γράφεται κάτι αυθόρμητα, κόντρα στη δική μου ανάγκη απόλυτου ελέγχου. Ξέρετε, έχω τη διαστροφή να διαβάζω ένα βιβλίο πάντα ως εκδότης και όχι ως αναγνώστης, σαν να έχω χάσει την αθωότητά μου, και αυτό δεν θα μπορούσε παρά να λειτουργεί ως μια αόρατη, διαρκής αυτολογοκρισία κατά τη διάρκεια της γραφής.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα βιβλίο που, παρά τις ενστάσεις που είχα για το κατά πόσο έπρεπε να το εκδώσω, αποτυπώνει με έμμεσο τρόπο τα βιώματά μου αλλά και τις ευαισθησίες, τη θλίψη και την ιστορία του τόπου μου. Όλα αυτά εκφράζονται με έναν τρόπο.
Από την άλλη, όταν γράφεις, απελευθερώνεσαι και εκφράζεις αυτό που αισθάνεσαι γιατί η διαδικασία σε οδηγεί από μόνη της. Αλλά πάντοτε ελλοχεύει ο επαγγελματίας αναγνώστης και ο εξωτερικός κριτής που καταργεί την όποια αυθορμησία. Αυτό το παθαίνω και όταν πηγαίνω στο θέατρο να δω παραστάσεις του Χάρη: σαν να μην μπορώ να τις χαρώ ως θεατής αλλά να λειτουργώ ως κριτικός. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή όταν έγραφα, αυτό λειτουργούσε ανασχετικά, φρόντιζα παράλληλα, στα διαλείμματα από τη συγγραφή, να γράφω ποιήματα. Και αυτό με βοηθούσε. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα βιβλίο που, παρά τις ενστάσεις που είχα για το κατά πόσο έπρεπε να το εκδώσω, αποτυπώνει με έμμεσο τρόπο τα βιώματά μου αλλά και τις ευαισθησίες, τη θλίψη και την ιστορία του τόπου μου. Όλα αυτά εκφράζονται με έναν τρόπο. Κατά τα άλλα, στον βαθμό που δεν είμαι υπέρ του άκρατου ρεαλισμού, θέλησα να αφήσω ανοιχτά τα έμμεσα νοήματα και τις ψευδαισθήσεις.
Δεν θέλω να κρίνω αλλά να επιτρέπεται στον αναγνώστη να διαβάσει αυτό που θέλει. Μπορεί, άλλωστε, όλο αυτό που γράφω να μην είναι τίποτε άλλο από μια θεατρική παράσταση, όπως ακριβώς η ζωή που ζούμε – δεν είναι τυχαίο ότι ο Σαίξπηρ θεωρούσε όλον τον κόσμο μια ατελείωτη σκηνή. Και αυτό φαίνεται στο τέλος του βιβλίου, στο γράμμα που στέλνει ο πρωταγωνιστής στη Μαριώ, όπου γράφει ότι θα έπρεπε η παράσταση να ξαναγίνει από την αρχή, να μην είναι μία από τα ίδια. Παράσταση, λοιπόν, είναι αυτό που ζούμε αλλά και που επιμένουμε να φτιάχνουμε με τη φαντασία μας. Σαν αυτή που φαντάζεται ο ήρωας, ο οποίος γράφει στην αγαπημένη του ένα γράμμα και, παρότι ξέρει ότι εκείνη δεν θα έρθει ποτέ, «επιμένει να τη φαντάζεται», όπως λέει, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, να γέρνει πάνω του τρυφερά και να του κρατάει το κεφάλι. Γιατί, τελικά, αν δεν τρέφαμε ωραίες ψευδαισθήσεις και αν δεν παραμυθιαζόμασταν σε έναν βαθμό, θα ήμασταν τεχνητή νοημοσύνη.
— Τι είναι, όμως, αυτό που μπορεί να μετατρέψει έναν πράο και σεμνό πρωταγωνιστή, όπως αυτός στο βιβλίο σας, σε φονιά; Υπάρχει, αλήθεια, κάποια στιγμή που μας κάνει τρομακτικούς ή μεγαλειώδεις;
Δεν ξέρω να σας πω, δεν έχω απάντηση. Υπάρχει στο βιβλίο ένας ήρωας που ενώ κρατούσε μαχαίρι, δεν κατάφερε να επιτεθεί με αυτό στον εχθρό του, παρά το τεράστιο μίσος που έτρεφε. Και εκεί είναι που ακόμα κι εγώ που το έγραφα αναρωτήθηκα γιατί ένα τόσο έντονο συναίσθημα δεν τον έκανε να σηκώσει με δύναμη το χέρι. Αντίθετα, ο άλλος, ο πιο μικρόσωμος και άβουλος αρχικά ήρωας, βλέπουμε να κάνει φόνο με ένα πιρούνι! Είναι, επομένως, άγνωστο τι είναι αυτό που μπορεί να πληγώσει κάποιον τόσο ώστε να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να καταλήξει στη βία.
— Πάντως, φαίνεται ότι στην αφήγησή σας οι προσωπικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις είναι πολύ πιο έντονες από τις ιδεολογικές διαφωνίες. Γιατί, παρότι μιλάτε για τον Εμφύλιο, δεν χρωματίζετε πολιτικά τις σελίδες.
Μα δεν ήθελα να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα αλλά να δείξω πώς το σκληρό περιβάλλον διαμορφώνει και μεταλλάσσει τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοκτονίες αυξάνονται κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας: εκεί τα πράγματα είναι ζόρικα και δεν είναι δύσκολο, όταν κανείς είναι ευαίσθητος, να στρέψει το τουφέκι που κρατάει εναντίον του. Πέραν τούτου, ήθελα να δείξω όλες τις πλευρές και τη σχετικότητα του καλού και του κακού σε ακραίες συνθήκες. Εκεί φαίνονται οι χαρακτήρες, εκεί οι επιλογές που κάνουμε δείχνουν αυτό που είμαστε. Γι’ αυτό και στο βιβλίο ο περίγυρος στρέφεται εναντίον του πρωταγωνιστή επειδή επιλέγει να αγοράζει βιβλία σε καιρό πείνας. Όλοι γύρω του το εκλαμβάνουν ως πρόκληση, ασχέτως του αν εκείνος πράγματι προτιμούσε από το φαγητό το διάβασμα. Προφανώς, σε τέτοιες συνθήκες προέχει η επιβίωση, αλλά το θέμα είναι πώς επιλέγει κανείς να προχωρήσει κι αυτό έχει να κάνει με τις προσωπικές του αξίες. Κάποιοι προτιμούν να επενδύουν σε αυτοκίνητα, άλλοι σε βιβλιοθήκες.
— Πάντως, φαντάζομαι ότι για να καθόμαστε εδώ, μπροστά από αυτές τις βιβλιοθήκες, κι εσείς έχετε κάνει τις επιλογές σας.
Μάλλον προσπάθησα να διαφυλάξω την αθωότητά μου ή να προστατέψω την ευαισθησία μου. Αλλά και πάλι δεν ξέρω τα όρια της ευαισθησίας που έχει ο καθένας και πού μπορεί να φτάσει όταν νιώσει ότι αυτά καταστρατηγούνται. Αλήθεια, δεν ξέρω πώς μπορώ να αντιδράσω και πού μπορώ να φτάσω αν δω, για παράδειγμα, να χτυπούν ένα παιδί ή ένα ανήμπορο πλάσμα. Για τον ίδιο λόγο έχω αντιδράσει, κατά καιρούς πολύ άσχημα, στη συλλογική αδικία. Όλη μου η πορεία είναι μια σειρά από τέτοια περιστατικά. Έχω βρεθεί σε νοσοκομεία και κρατητήρια για αντίστοιχους λόγους.
— Απ’ όσο γνωρίζω, είχατε βρεθεί και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πώς τη βιώσατε;
Να μιλήσω ειλικρινά, η στιγμή που τη βιώναμε ήταν μεγαλειώδης. Δεν θεωρούσαμε ότι είναι μια αντίδραση και αντίσταση κατά της χούντας, πιστεύαμε πραγματικά ότι αλλάζαμε τον κόσμο. Άλλωστε, η Ιστορία προχώρησε μέσα σε ένα τριήμερο όσο δεν θα προχωρούσε χρόνια. Απόδειξη ότι πολύ εύκολα τα συνθήματα διεκδίκησης έγιναν αιτήματα ανατροπής. Και παρά τις διάφορες προσπάθειες, καλοπροαίρετες ή μη, από διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις, τη συντονιστική επιτροπή ή τις ομάδες εργασίας να τεθεί η εξέγερση υπό τη στέγη κάποιου πολιτικού σχήματος, ευτυχώς αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κανείς δεν κατάφερε να καπηλευθεί το Πολυτεχνείο. Ο κόσμος αυτοοργανώθηκε με εξαιρετικό τρόπο και πολύ άμεσα: υπήρχε ιατρείο, μαγειρείο, όλα φτιάχτηκαν εκ των ενόντων. Φτιάχναμε φακές και τις μοιράζαμε. Δεν είναι ότι ήταν πραγματική ανάγκη, αφού πολλοί έβγαιναν κι έτρωγαν εκτός, αλλά η κίνηση εξέφραζε έναν συμβολισμό, πολύ συγκινητικό και σημαντικό τότε. Όλη η ένταση και το συναίσθημα εκείνης της περιόδου, που ξεκινά από τα γεγονότα στη Νομική και τελειώνει με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, δεν μπαίνουν εύκολα σε λόγια ούτε εξηγούνται με βάση τη λογική. Δεν ξέρω τι μας έκανε να βρεθούμε στην πρώτη γραμμή, να πηδάμε από παράθυρα για να κρυφτούμε και να θέτουμε σε κίνδυνο τη ζωή μας.
Ήταν όλα σαν μυθιστόρημα. Δεν υπήρχε ούτε γέλιο, ούτε φρίκη, ούτε φόβος, παρά μόνο ο ρους της Ιστορίας. Θυμάμαι να βλέπω το τανκ από το κτίριο της Αρχιτεκτονικής και να σκέφτομαι ότι πρέπει να κοιμηθώ για να αντιμετωπίσω την εισβολή, να ξαπλώνω σε ένα έδρανο και κάποιος να με ξυπνάει και να μου λέει ότι αυτό έριξε την πόρτα. Με θυμάμαι να σηκώνομαι αυθόρμητα, να παίρνω ένα κοντάρι και να τυλίγω ένα μαντίλι γύρω από το πρόσωπό μου, χωρίς καν να αντιλαμβάνομαι το ανώφελο του πράγματος. Ήταν τότε που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με έναν πρασινοσκούφη, αξιωματικό των ΛΟΚ, ο οποίος μας έδωσε τον όρκο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν θα μας πειράξουν και ότι μπορούμε να βγούμε. Όντως φύγαμε από την πόρτα χωρίς κανείς να μας εμποδίσει, αλλά μόλις στρίψαμε μας περίμεναν οι αστυνομικοί. Θυμάμαι έναν από αυτούς να χτυπάει τον μπροστινό μου με το κλομπ φωνάζοντας του «Ο Αλιέντε ζει ρε μ...α, έτσι;» και το παιδί να σωριάζεται μπροστά στα πόδια μου.
Νομίζουμε ότι είμαστε υπεράνθρωποι και ότι μπορούμε τα πάντα, ότι θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αυτή η ψευδής αίσθηση δύναμης και η ανάγκη για επικράτηση δημιουργεί μια τεράστια αλαζονεία. Ειδικά σήμερα που έχουν δημιουργηθεί καινούργια φάρμακα, νομίζουμε ότι θα είμαστε σε αυτό τον κόσμο για πάντα.
Τότε ήταν που τρέχοντας κάποιοι καταφέραμε να πηδήξουμε σε ένα παράθυρο που βρήκαμε ανοιχτό σε μια πολυκατοικία και να μείνουμε εκεί κρυμμένοι μέχρι το πρωί. Όταν βγήκα, λοιπόν, τα ξημερώματα, είδα κόσμο μαζεμένο, εργάτες που περίμεναν μάταια στις στάσεις για να πάνε στις δουλειές τους, αφού δεν περνούσε τίποτα. Στάθηκα σε ένα περίπτερο ρίχνοντας μια ματιά στις εφημερίδες και είδα τον τίτλο της εφημερίδας «Ακρόπολις», «Νεκροί και Τραυματίαι» και τότε μόνο κατάλαβα τι είχε συμβεί. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν νεκροί και ότι δεν ήταν μόνο οι τραυματίες από τις πλαστικές σφαίρες, όπως νομίζαμε από αυτούς που περιθάλπταμε στο ιατρείο. Ένας άνθρωπος 20 χρόνων, όπως ήμασταν εμείς τότε, δεν έχει ακόμα αγγίξει ακόμα τον θάνατο ούτε καν ως ιδέα και είναι τρομερό να του συμβαίνει με αυτόν τον τρόπο. Προφανώς όλα αυτά είναι πράγματα που στιγματίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά τότε, αφελώς, δεν είχαμε αίσθηση του κινδύνου.
— Πιστεύατε ότι θα αλλάζατε τον κόσμο;
Δεν το πιστεύαμε, ήμασταν σίγουροι ότι έρχεται η αλλαγή. Μετά άρχισαν τα προβλήματα. Θυμάμαι να παθαίνω το πρώτο σοκ από την επίσκεψή μου το 1983 στη Ρωσία αλλά και πάλι έλεγα ότι αυτοί ήταν οι κακοί της Ιστορίας, ότι δεν ήταν έτσι ο σοσιαλισμός και η αριστερά. Ήξερα ότι το σοβιετικό μοντέλο ήταν ένα κακέκτυπο σοσιαλισμού, αλλά ήμουν σοκαρισμένος. Για χρόνια έβλεπα, μάλιστα, το ίδιο όνειρο κάθε βράδυ, να με κυνηγούν κρανιοφόροι της Τσεχοσλοβακίας χωρίς καν να έχω πάει στη χώρα. Δεν ήθελα, όμως, να το ομολογήσω στον εαυτό μου και προτιμούσα να λέω ότι είναι κακή η Εκκλησία και όχι η θρησκεία. Υποβάθμιζα τον ανθρώπινο παράγοντα γιατί για μένα η ιδεολογία είχε βαρύνουσα σημασία. Λες και μπορεί αυτή, τελικά, να αλλάξει τη φύση των ανθρώπων.
— Ωστόσο, βιβλία που έχετε εκδώσει έχουν καταφέρει να αλλάξουν τον δημόσιο διάλογο και την εντύπωση που είχαμε για την Ιστορία. Είναι γνωστός ο θόρυβος που είχε προκαλέσει, για παράδειγμα, η έκδοση «Θεσσαλονίκης - Η πόλη των φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ, φέρνοντας στο φως άγνωστα έως τότε στοιχεία για την τύχη των Εβραίων της πόλης.
Η αλήθεια είναι πως ανεβήκαμε για την παρουσίαση του βιβλίου τον Γενάρη του 2006 στη Θεσσαλονίκη με κράνη. Αλλά στην πορεία είδαμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτήν που περιμέναμε. Ίσως να συνέβαλε και η ομιλία μιας πανεπιστημιακού, η οποία τόνισε ότι το βιβλίο του Μαζάουερ έκανε τη Θεσσαλονίκη γνωστή σε όλη την Ευρώπη γιατί είναι ένας αναγνωρισμένος καθηγητής και συγγραφέας. Επίσης, έτυχε μετά να πάμε πολλά άτομα να φάμε και ο εστιάτορας δεν δέχτηκε χρήματα. Αυτό κάτι σήμαινε για τη θετική πρόσληψη του βιβλίου.
— Υπήρξαν, όμως, μεγάλες αντιδράσεις τότε.
Ναι, αλλά σε επίπεδο γραπτών κειμένων. Θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό είναι μνημειώδες γιατί έκανε γνωστά πράγματα που είτε κάποιοι αγνοούσαν είτε ήξεραν και δεν ήθελαν να τα ομολογήσουν. Από εκεί, άλλωστε, άνοιξε μια πόρτα για τις εβραϊκές μαρτυρίες και τα σχετικά βιβλία που αρχίσαμε να εκδίδουμε, αναδεικνύοντας ένα θέμα που μέχρι τότε ήταν είτε μυστικό είτε άγνωστο. Και μιλάμε για έναν ελληνικό πληθυσμό που είχε άλλο θρήσκευμα μεν, αλλά συνέβαλε καταλυτικά στην πρόοδο της πόλης και στην ανάδειξη της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Γιατί εκεί φάνηκε ο ανθός της κουλτούρας μιας πόλης που, σε αντίθεση με την Αθήνα και την αρχαία ιστορία της, είχε πολύ μεγαλύτερη συνέχεια και δρούσε σε όλο το μήκος των Βαλκανίων, αποτελώντας το κατεξοχήν κέντρο τους. Κάποιοι φωτισμένοι Θεσσαλονικείς, λοιπόν, αντιλήφθηκαν το νόημα του βιβλίου, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, εξέφραζε μια αλήθεια. Και όταν λες την αλήθεια, ό,τι αντίδραση κι αν υπάρξει, θα βρει τρόπο να επικρατήσει. Απόδειξη ότι το βιβλίο εξακολουθεί να πουλάει και ο Μαρκ θεωρείται, κατά κάποιον τρόπο, ο εθνικός μας συγγραφέας.
— Ποια, αλήθεια, θα θεωρείτε εμβληματικά βιβλία των εκδόσεων σας;
Τα Μίνιμα Μοράλια του Τέοντορ Αντόρνο και όλα τα βιβλία της Σχολής της Φρανκφούρτης. Παλιά με φώναζαν «Αντόρνο», κάποιοι άλλοι «Μαζάουερ» για πλάκα, αλλά πραγματικά είμαι περήφανος γι’ αυτούς τους συγγραφείς μας. Τόσο εκείνοι όσο και ο Τόνι Τζαντ αλλά και πιο πρόσφατα ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι έχουν βάλει τη δική τους σφραγίδα. Είναι ενδιαφέρον αυτό που είπε ο Μαζάουερ ότι συνταξιδεύουμε για τριάντα χρόνια και ότι θα συνεχίσουμε μέχρι τέλους. Δεν μπορεί να μη με συγκινεί το ότι έχουμε διανύσει μαζί όλη αυτή την περιπέτεια από τότε που πήγε στα τριάντα του στην Αλεξάνδρεια, ενώ είχε πάει ήδη στη Θεσσαλονίκη και είχε κάνει σκληρή δουλειά στο πλαίσιο της έρευνάς του για την «Ελλάδα του Χίτλερ», είχε προλάβει να μάθει ελληνικά και να έχει πρόσβαση στα αρχεία. Είναι ωραίο που συμπορευόμαστε.
— Σας θλίβει αυτό που ζούμε, το γεγονός ότι έχουν τελειώσει οι ψευδαισθήσεις;
Προφανώς η ζωή έχει δύο όψεις, το καλό και το κακό, την αρχή και το τέλος. Με έναν τρόπο πατάμε στη ζωή την ίδια στιγμή που πατάμε και στον θάνατο. Εννοείται ότι ζήσαμε πολύ το παραμύθιασμα, ειδικά της αριστεράς, μέχρι που ήρθε και μας χτύπησε ο ρεαλισμός κατακούτελα. Μπορεί να ακουστεί ακραίο, αλλά ίσως η μόνη λύση να ήταν να γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος, να συντριβούν οι προκαταλήψεις και ο κόσμος και να γίνουν καλύτεροι οι άνθρωποι. Γιατί μόνο μετά από έναν πόλεμο ανασυντάσσεται η ανθρωπότητα. Παρότι αυτό που λέω έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μου κατά της βίας και ότι δεν πρέπει να αλληλοσκοτωνόμαστε χωρίς λόγο, χρειάζεται μια δυναμική επανεκκίνηση για να μπορέσουν να καταλαγιάσουν τα πάθη και να δούμε την πραγματική αξία της ζωής. Γιατί, σήμερα, σαν να ξεχνάμε μια σειρά από πράγματα που τείνουμε να υποτιμάμε ή να παραγνωρίζουμε.
Νομίζουμε ότι είμαστε υπεράνθρωποι και ότι μπορούμε τα πάντα, ότι θα ζήσουμε στην αιωνιότητα. Αυτή η ψευδής αίσθηση δύναμης και η ανάγκη για επικράτηση δημιουργεί μια τεράστια αλαζονεία. Ειδικά σήμερα που έχουν δημιουργηθεί καινούργια φάρμακα, νομίζουμε ότι θα είμαστε σε αυτό τον κόσμο για πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ψευδής αίσθηση της παντοδυναμίας έχει περάσει σε επίπεδο κρατών και έτσι ξαναζούμε την αναβίωση των αυτοκρατοριών: την οθωμανική, τη ρωσική, την κινέζικη και την αμερικανική, με διεκδικήσεις που δεν βλέπαμε κάποια χρόνια πριν. Παλιότερα η αγωνία μας ήταν να αποδομήσουμε τις βεβαιότητες και να σκοτώσουμε τον Θεό, σήμερα θέλουμε να γίνουμε οι ίδιοι θεοί. Και όλο αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ένδεια που ζούμε σε πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, καθώς, σε αντίθεση με άλλες εποχές και καταστάσεις που δημιουργούσαν νέα ρεύματα και τρόπους σκέψης, από τα οποία προέκυπταν σπουδαία πρόσωπα, σήμερα επικρατεί παντού το τέλμα. Γι’ αυτό καταλήγω στο ότι το πιο σημαντικό είναι να αδράχνουμε τη στιγμή και να ζούμε τη σπουδαιότητά της.
Σε αυτό το στάδιο βρίσκομαι, καθώς πιστεύω ότι οποιοδήποτε βήμα παραπέρα μάς φέρνει αντιμέτωπους με την ορμή και την επιβολή της εξουσίας και με καταστάσεις πολύ πιο σαιξπηρικές. Ας μείνουμε, λοιπόν, στις νησίδες μας και ας αναζητούμε ανθρώπους που όχι θα μας αγαπάνε αλλά θα μας δίνουν και το δικαίωμα να τους αγαπήσουμε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα, γιατί το να λες ότι θες να σε αγαπάνε κρύβει επίσης μια μορφή εξουσίας. Αλλά το να πεις ότι «εγώ αγαπώ», άρα το συναίσθημα είναι δικό μου, έχει μια αίσθηση οικειοποίησης – και δεν έχει σημασία αν είναι άνθρωπος ή οτιδήποτε άλλο, σημασία έχει ότι συμβαίνει. Στο βιβλίο έχω μια σκηνή με ένα άλογο, στη θέση του οποίου φαντάστηκα το σκυλί μου και αυτό που έπαθα όταν το έχασα. Γιατί το πιο σημαντικό στη ζωή δεν είναι να απαιτείς από τον άλλο συναισθήματα αλλά να σου απελευθερώνει συναισθήματα που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι είχες. Και αυτό είναι το πιο σπουδαίο από όλα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.