Γεννήθηκα στην Ιστιαία Ευβοίας. Στην Αθήνα βρέθηκα το 1968, όταν πέρασα στην Ανωτάτη Εμπορική, έναν χρόνο μετά τη χούντα. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, όπως και σε άλλα μέρη στην επαρχία, δεν είχαμε καταλάβει πολλά από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του ’67, εκτός από το ότι κι εδώ μαζέψανε και στείλανε εξορία κάποιους αριστερούς – πανηγυρίσαμε κιόλας τη μέρα εκείνη, γιατί μας διώξανε νωρίς από το σχολείο! Με το που ήρθα όμως στην πρωτεύουσα, αστυνομοκρατία και μαύρο σκοτάδι σε όλες τις σχολές. Υπήρχαν ακόμα και κυβερνητικοί επίτροποι, σε μας ήταν ένας πρώην στρατιωτικός που επιθεωρούσε μέχρι και το μάκρος των μαλλιών μας! Οι καθηγητές, προσκυνημένοι οι περισσότεροι. Οι λίγοι προοδευτικοί, γρήγορα τέθηκαν σε διαθεσιμότητα.
• Το πρώτο μου σπίτι το έπιασα στα Εξάρχεια και στα χρόνια που πέρασαν ταξίδεψα πολύ· έφτασα μέχρι την Αυστραλία, γειτονιά όμως στην Αθήνα δεν άλλαξα ποτέ. Δουλειές ναι, άλλαξα πολλές: έκανα οικοδόμος, εμποροϋπάλληλος, πωλητής, μέχρι δική μου εταιρεία έστησα με πωλήσεις βιβλίων ένα διάστημα στη Χαλκοκονδύλη γιατί «το ’χα» με τους πελάτες και σκέφτηκα «γιατί να δουλεύω σε άλλον με ποσοστά, όταν μπορούσα να είμαι εγώ αφεντικό του εαυτού μου;». Τα παράτησα όταν με προσέλαβαν στην τράπεζα, όπου ευτυχώς έμεινα, γιατί αν είχα φύγει και από κει, θα την είχα βάψει! Ε, μετά πια άρχισα με το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες και το γράψιμο.
Αυτοί, που λες, νομίζανε ότι θα μας γονατίσουν, αλλά όσοι από μας συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν, αγόρια ή κορίτσια –και τα κορίτσια ήταν, να ξέρεις, πιο δυνατά–, αποκτούσαμε φωτοστέφανο στα μάτια των συντρόφων μας κι αυτό μας δυνάμωνε!
• Στα Εξάρχεια μαζευόταν τότε όλος ο φοιτητόκοσμος της Αθήνας. Από τα γνωστότερα στέκια ήταν ο κήπος του Μουσείου, για τον οποίο κιόλας έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο, τον Ήλιο του Μουσείου. Πού να σου λέω τι γινόταν εκεί, έρωτες, αγάπες, μαζώξεις, κουβέντες… Μας έβλεπαν οι περαστικοί και λέγανε «μια χαρά τεμπελιάζουν αυτά», πού να φαντάζονταν ότι η εξέγερση ήδη κυοφορούνταν! Μιλάμε, βέβαια, για ένα κομμάτι της νεολαίας υπολογίσιμο μεν, αλλά μειοψηφικό, όπως μειοψηφία ήταν αρχικά όσοι τολμούσαν να αμφισβητήσουν το απριλιανό καθεστώς. Οι φοιτητές εκείνοι ήταν «απόγονοι» των Λαμπράκηδων, οι περισσότεροι από τους οποίους, τα πιο προβεβλημένα στελέχη δηλαδή, μόλις επικράτησε η χούντα πέρασαν φυλακές, βασανιστήρια, εξορίες. Αυτό το «κυνηγητό» κράτησε 2-3 χρόνια, ύστερα οι συνταγματάρχες νόμιζαν ότι ξεμπέρδεψαν. Κούνια που τους κούναγε! Γιατί εμείς, η καινούργια πιτσιρικαρία, εκεί που πίναμε καφέ, σουλατσάραμε και φλερτάραμε, ειδικά όσοι είχαν εικόνα του τι συνέβαινε τον ίδιο καιρό στο εξωτερικό, αντιλαμβανόμασταν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά σε αυτή την ταλαίπωρη χώρα.
• Παρακολουθούσαν, βέβαια, κι εμάς, οι πιο δραστήριοι βρισκόμασταν στο στόχαστρο. Μας επιτηρούσαν ακόμα και την ώρα που τρώγαμε! Μια φορά, στο εστιατόριο της σχολής μάς σέρβιραν τηγανητά καλαμαράκια. Έρχεται, λοιπόν, ο κυβερνητικός επίτροπος και μας ρωτάει: «Καλό το φαγητό;» «Ναι, μια χαρά», απαντούσαν οι περισσότεροι, από φόβο όμως γιατί τα καλαμαράκια ήταν μπαγιάτικα, στεγνά και σκληρά. Έρχεται και στο τραπέζι που καθόμασταν με τον Μάκη τον Μπαλαούρα και την υπόλοιπη συντροφιά –ξεχωρίζαμε, βλέπεις, κιόλας από την εμφάνιση και το αψύ βλέμμα–, ρωτάει το ίδιο και τότε εγώ πιάνω με το πιρούνι ένα καλαμαράκι και του λέω «όχι, είναι χειρότερο και από τη σόλα των παπουτσιών σου». «Δρας αντεθνικά!» φώναξε έξαλλος, αναζητώντας ταυτόχρονα με τους ασφαλίτες του Σπουδαστικού που υπήρχαν σε κάθε σχολή – είχαμε και στην Εμπορική πέντε-έξι. Δεν τους εντόπισε όμως, οπότε αρκέστηκε να πει «πέρνα από το γραφείο μου μετά!». Πιάσαμε τότε εμείς να φωνάζουμε ειρωνικά «κάτω η χούντα, ζήτω τα καλαμαράκια!».
• Ξέρω, ακούγεται πολύ αστείο σήμερα, αλλά τότε δεν ήταν καθόλου. Διότι ακόμα χειρότερος από τη δικτατορία ήταν ο φόβος που μας είχε ενσταλάξει. Αν έχει κάτι ιδιαίτερη αξία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, και το λέω επειδή συχνά μας παρουσιάζουν ως υπερήρωες, είναι ότι καταφέραμε να ξεπεράσουμε τον φόβο που εννοείται πως είχαμε και στο ξεκίνημα και στη συνέχεια, όταν αρχίσαμε να μετράμε νεκρούς και τραυματίες. Γιατί και τον μεγαλύτερο φόβο τον υπερβαίνεις σαν τον μοιράζεσαι. Καλύτερα, λέγαμε, το χάος της τρέλας μας παρά η σκλαβιά της λογικής μας! Αυτό άλλωστε σημαίνει νιότη.
• Εγώ, πάλι, καθότι παιδί αγροτικής οικογένειας, είχα σκληραγωγηθεί από μικρός, δεν είχα μάθει να φοβάμαι – στα πέντε μου χρόνια ήδη καβαλούσα άλογο. Μια φορά, μάλιστα, παραλίγο να πνιγώ γιατί πήγαμε τα πρόβατα στη θάλασσα να τα πλύνουμε για να τα κουρέψουμε μετά, μπήκα καβάλα κι εγώ στο νερό με τον Ρούσο –έτσι τον λέγαμε, ένα πανέμορφο άτι–, όμως τα νερά του Ευρίπου δεν αστειεύονται. Σε κάποιον κυματισμό, λοιπόν, γυρίζει απότομα και με αδειάζει! Μην ξέροντας ακόμα κολύμπι, πρόλαβα να κρατηθώ από την ουρά του κι έτσι σώθηκα, ενόσω οι γονείς και ο αδελφός μου απέξω είχαν παλαβώσει. Και να με «κυνηγάνε» μετά από πίσω οι γλάροι, κάνοντας μια σκάλα στον ουρανό. Αυτά και άλλα πολλά περιστατικά που αφορούν είτε την προσωπική μου ζωή είτε τις πολιτικές μου δράσεις τα έχω καταγράψει σε διάφορα βιβλία και τα βιώματα αυτά με διαπερνούν σε κάθε λέξη. Όχι ότι μένω εκεί, αλίμονο, όποιος προσκολλάται στο παρελθόν «ξεραίνεται», από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του όμως παίρνει κανείς δύναμη για να βγει μπροστά – γιατί αν δεν προλάβεις το μέλλον, δεν θα το συναντήσεις ποτέ.
Σε πολιτική οργάνωση, όχι, δεν είχα ενταχθεί, διότι εμείς οι ίδιοι γίναμε η πολιτική οργάνωση που μας εκπροσωπούσε, ήταν οι καθημερινές παρέες μας που γίνανε επιτροπές αγώνα στις σχολές! Οργανώναμε κινητοποιήσεις, μαζεύαμε υπογραφές για να πάμε στο Πρωτοδικείο να διώξουμε τους διορισμένους χουντικούς καθηγητές και όλα αυτά μας καλλιέργησαν μια αίσθηση γνήσιας συντροφικότητας και συλλογικότητας. Πού να εντασσόμασταν, άλλωστε, αφού τα κόμματα ήταν απαγορευμένα, οι πολιτικοί στη φυλακή ή στην εξορία, η δε αριστερά είχε διασπαστεί και διαλυθεί και ό,τι απέμεινε, βγήκε στην παρανομία. Είχαμε, βέβαια, κι εμείς τις κόντρες μας, αλλά μας ένωνε το κοινό όραμα να πέσει η χούντα.
Το ίδιο συνέβη και στο Πολυτεχνείο, όπου με το που ξεκίνησε η κατάληψη στις 13/11, οι κομματικοί μάς λέγανε ότι δεν είναι ώρα για σύγκρουση, ότι μας καπελώνουν τάχα οι αριστεριστές και ότι καλύτερα να αρκούμασταν σε μια πορεία μέχρι το Σύνταγμα. Εμείς φυσικά ούτε να τους ακούσουμε, τόσος κόσμος είχε μαζευτεί ήδη, δεν θα το τελειώναμε έτσι άδοξα. Έπειτα, δεν ήμασταν καν τίποτα συνειδητοποιημένοι αριστεριστές ή αναρχικοί, δεν γουστάραμε κανέναν «-ισμό», το μόνο που θέλαμε ήταν να αλλάξουμε τα πράγματα με όπλο τη νεανική μας τρέλα. «Εδώ θα γίνει της Ταϊλάνδης!» φωνάζαμε, μνημονεύοντας τη φοιτητική εξέγερση που είχε προηγηθεί στη μακρινή ασιατική χώρα. Η ανάγκη βλέπεις –και για μας το ψωμί, η παιδεία και η ελευθερία που είχαμε κεντρικό σύνθημα ήταν περισσότερο από αναγκαία– οδηγεί είτε στην υποδούλωση είτε στον ξεσηκωμό. Γι’ αυτό λέω ότι στο Πολυτεχνείο ακόμα και η ουτοπία βρήκε τον τόπο της.
• Τον Μάιο του ’72, επειδή μαζεύαμε υπογραφές να διώξουμε τους χουντικούς καθηγητές, με συλλάβανε ασφαλίτες μέσα στη σχολή. Τα χαρτιά με τις υπογραφές ευτυχώς πρόλαβα να τα πετάξω και τα βρήκε ένα άλλο παιδί που τα φύλαξε, Δημήτρης κι εκείνος. Με τραβήξανε στη Γενική Ασφάλεια στη Μεσογείων όπου με βασάνισαν άγρια – βασανιστές μου ήταν οι Σμαϊλης, Μπάμπαλης και Καραπαναγιώτης. Ήταν το βάπτισμα του πυρός. Λίγο πριν από τον Νοέμβριο του ’73 η χούντα επιχείρησε να φορέσει δημοκρατικό, μανδύα ορίζοντας πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη, αλλά τούς ανατρέψαμε και αυτό το σχέδιο. Σκοπός τους, άλλωστε, δεν ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας αλλά ο «εξευγενισμός» και η διαιώνιση του δικού τους καθεστώτος. Παραλίγο κιόλας να τσιμπήσει και η αριστερά το δόλωμα.
Αρχές του ’73, δώδεκα σπουδαστές της Εμπορικής στείλαμε στις εφημερίδες μια μελέτη που περιείχε, υποτίθεται, φοιτητικά αιτήματα, ουσιαστικά όμως ήταν ένα «κατηγορώ» ενάντια στη δικτατορία. Έσπευσαν να μας διαγράψουν, όμως οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους και αναθεώρησαν. Αντί αυτού, επιστράτευσαν, βάσει του χουντικού νόμου 1347, πάνω από εκατό φοιτητές ως πρωταίτιους της αναταραχής, μαζί κι εμένα. Υπηρέτησα εννέα μήνες με τελευταίο σταθμό την Ξάνθη, όπου συνέγραψα με πολλές δυσκολίες ένα ημερολόγιο, τις σελίδες του οποίου έκρυβα στο παντελόνι μου – κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 2003 με τίτλο Ζούσε τη ζωή του σαν να τη θυμόταν (εκδ. Καστανιώτης). Τα λέω αυτά και στο Αχ, μουρλοσκοτωμένο! (εκδ. Τόπος), ένα μυθιστόρημα με μπόλικες δόσεις ρεαλισμού που ξεκινά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και φτάνει μέχρι τις απαρχές του φοιτητικού κινήματος. Αυτοί που λες νομίζανε ότι θα μας γονατίσουν, αλλά όσοι από μας συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν, αγόρια ή κορίτσια –και τα κορίτσια ήταν, να ξέρεις, πιο δυνατά–, αποκτούσαμε φωτοστέφανο στα μάτια των συντρόφων μας κι αυτό μας δυνάμωνε!
• Στο πλαίσιο του «εκδημοκρατισμού» ήταν που άφησαν τους στρατευμένους φοιτητές να επιστρέψουμε για να ολοκληρώσουμε τις σπουδές μας. Έτσι, βρέθηκα στο Πολυτεχνείο, όπου θα με πιάνανε κι εμένα όταν μπήκαν μέσα ο στρατός και οι μπάτσοι· με βούτηξε ένας στρατιωτικός, αλλά με άφησε για να συλλάβει έναν μεγαλύτερο – να τον νόμιζε για «καθοδηγητή», ποιος ξέρει; Έτρεξα λοιπόν και κρύφτηκα σε μια διπλανή πολυκατοικία. Η εξέγερση δεν έγινε, βέβαια, έτσι, στα ξεκάρφωτα. Είχαν προηγηθεί οι «12» της Εμπορικής στις 6/2/73, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στις 12 του ίδιου μήνα, όπου υπήρξαν 11 συλλήψεις. Στο δικαστήριο ήρθαν τάχα να μας υποστηρίξουν κάποιοι πολιτικοί, ο Κανελλόπουλος, ο Μαύρος, ο Ζίγδης, τους οποίους συνάντησα όντας κυνηγημένος και παράνομος σε μια αίθουσα στο Αρσάκειο, όπου ήταν μαζεμένοι. Κατουριόμουνα, φαντάσου, και δεν πήγαινα τουαλέτα, μη με δουν και με συλλάβουν! Απευθύνομαι τότε στον Κανελλόπουλο και του λέω: «Καλά, ιδέα δεν είχατε ότι θα γίνει χούντα, σας πιάσανε έτσι ξεβράκωτους, με τις πιτζάμες;». «Ναι, παιδί μου», αποκρίνεται. «Και σας πείσανε ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να πάρουν την εξουσία με τα όπλα;» «Ναι», ξαναλέει. «Ε, τότε δεν κάνατε για πρωθυπουργός!» απαντώ. «Και τι θέλετε τώρα εσείς;» μου λέει ένας άλλος. «Να πέσουν οι δικτατορίες κι αυτοί που τις φτιάχνουν, αυτή εδώ δεν προέκυψε από μόνη της». Ήταν το ωραιότερο «κατούρημα» που έκανα ποτέ! Πρόλαβα δε και πήγα και κατέθεσα προτού μας φορτώσουν κατηγορίες με τον νόμο 1347. Έτσι προέκυψε και η κατάληψη της Νομικής με κεντρικό αίτημα «φέρτε τα αδέρφια μας πίσω». Ό,τι και να έκαναν όμως, τι καταστολή, τι λογοκρισία –το Επανάσταση και Μεταρρύθμιση της Ρόζας Λούξεμπουργκ το έκρυβε, θυμάμαι, μαζί με άλλα κάτω από τον πάγκο του στην οδό Χέιδεν ο Νικολάκης–, τι που κατέβαζαν ταινίες όπως το Woodstock και το Φράουλες και Αίμα, το ποτάμι δεν γύριζε πίσω.
• Αυτό που άξιζε περισσότερο ήταν ότι κάναμε το τίποτα να ανθοφορήσει. Και ενώ καταλάβαμε αυθόρμητα το Πολυτεχνείο, οργανωθήκαμε σε βαθμό απίστευτο. Στήσαμε γενικές συνελεύσεις, ανακλητούς εκπροσώπους, ραδιοφωνικό σταθμό που όταν απέκτησε μεγάλη εμβέλεια τρόμαξε τη χούντα γιατί πια μας άκουγε όλη η Αθήνα και κατέβαινε διαρκώς κόσμος να μας συμπαρασταθεί. «Πώς είναι δυνατό να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας!» φώναζα, θυμάμαι, στο μικρόφωνο όταν χύθηκε το πρώτο αίμα. Και μετά είπα τον Εθνικό Ύμνο –δεν μπορούσα, βλέπεις, να τραγουδήσω τη Διεθνή–, η ελευθερία έβγαινε μέσα από τα κόκαλα τα ιερά της επανάστασης. Τελειώσανε, λέγαμε, ή θα τους ρίξουμε τώρα ή ποτέ! «Έξι χρόνια είναι πολλά, δεν θα γίνουνε εφτά», φωνάζαμε, και από κοντά το κλασικό «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία» που παραμένει επίκαιρο γιατί και το ψωμί έγινε πανάκριβο και η παιδεία παραμένει προβληματική αλλά και η ελευθερία που απολαμβάνουμε υποτίθεται σήμερα ψευδαίσθηση είναι κι αυτή. Μήπως ξεχάσαμε την προδοσία της Κύπρου, που ο φάκελός της δεν άνοιξε ποτέ;
• Η δημοκρατία δεν αποκαταστάθηκε ποτέ κυριολεκτικά, γι’ αυτό ουδέποτε πήγα σε αυτές τις επετειακές δεξιώσεις που κάνουν στο Προεδρικό Μέγαρο, παρότι με καλούν. Το είπα μια φορά και του Παπούλια, τι δουλειά έχω εγώ να πίνω ουίσκια με πρώην χουντικούς; Γιατί τέτοιοι υπήρξαν πολλοί από τους καλεσμένους. Βλέπεις έπειτα πόσο σέβονται σήμερα τα ανθρώπινα δικαιώματα, χώρια τα εργασιακά. Ζητάνε από τα νέα παιδιά να γίνουν «λάστιχο» μήπως βρουν ένα κακοπληρωμένο μεροκάματο και μεταναστεύουν για να ξεφύγουν από μια άλλη δικτατορία που μας έχουν επιβάλει, αυτή της ανάγκης.
Αυτό που άξιζε περισσότερο ήταν ότι κάναμε το τίποτα να ανθοφορήσει. Και ενώ καταλάβαμε αυθόρμητα το Πολυτεχνείο, οργανωθήκαμε σε βαθμό απίστευτο. Στήσαμε γενικές συνελεύσεις, ανακλητούς εκπροσώπους, ραδιοφωνικό σταθμό που όταν απέκτησε μεγάλη εμβέλεια τρόμαξε τη χούντα γιατί πια μας άκουγε όλη η Αθήνα και κατέβαινε διαρκώς κόσμος να μας συμπαρασταθεί. «Πώς είναι δυνατό να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας!» φώναζα, θυμάμαι, στο μικρόφωνο όταν χύθηκε το πρώτο αίμα.
• Μας κατηγορήσανε τη γενιά του Πολυτεχνείου για όλες τις κακοδαιμονίες της Μεταπολίτευσης, από τη χούντα του Ιωαννίδη που ακολούθησε –που ήταν βέβαια αγριότερη– μέχρι τα μνημόνια. Την κατασυκοφάντησαν αυτήν τη γενιά, που δεν είναι γενιά επειδή τόλμησε να ξεσηκωθεί και να τους χαλάσει τα σχέδια· μας κατηγόρησαν ακόμα κι επειδή μερικοί, μετρημένοι στα δάχτυλα, γίνανε παράγοντες και απέκτησαν αξιώματα. Μα, σοβαρολογούμε; Και οι χιλιάδες άλλοι, οι τραυματίες, οι νεκροί; Τι αξιώματα απέκτησαν αυτοί, τι εξαργύρωσαν; Γι’ αυτούς μιλάω και γράφω, αλλιώς θα σιωπούσα.
• Εκτός από βιβλία έγραψα και θεατρικά έργα (Νηρέας ο Βάρας, Έρωτας και θάνατος στο ίντερνετ, Η Μπράχαινα, Ό,τι πει ο κύριος), ανεβάσαμε μάλιστα το ’98 στο Θέατρο των Καιρών και μια παράσταση με τον αείμνηστο καρδιακό μου φίλο τον Περικλή Κοροβέση –μεγάλη απώλεια– και άλλους συγγραφείς, το Εντός Σχεδίου, που κυκλοφόρησε κι αυτό σε βιβλίο. Γράφω πάντα με το χέρι, τους υπολογιστές δεν τους συμπάθησα ποτέ. Συνεργάστηκα με εφημερίδες, περιοδικά, εξέδωσα με τον Μανώλη Γλέζο δικό μου περιοδικό, τους «Πολίτες», χώρια τα σαράντα χρόνια σε κρατικά και ιδιωτικά ραδιόφωνα. Αλλά ενώ ήμουν περιζήτητος, μόλις γινόμουνα πολύ «ενοχλητικός», με διώχνανε! Τελευταία εργαζόμουν στο Πρώτο Πρόγραμμα και το ’19, λίγο αφότου βγήκε ο Μητσοτάκης, μετά την εκπομπή που έκανα ανήμερα του Πολυτεχνείου, μου μήνυσε ο διευθυντής να σταματήσω για λίγο και θα μου ανανέωνε δήθεν τη σύμβαση μετά τις γιορτές. Κουραφέξαλα. Και με τον Τζανετάκο και με τον Αλαφούζο είχα πλακωθεί παλιότερα. Δεν έχω, ξέρεις, κανέναν ανάγκη. Η περιουσία και η περηφάνια μου είναι τα βιώματά μου. Τι να μου πουν τώρα όλοι αυτοί; Αλίμονο σε όσους δημοσιογράφους δεν έχουν άλλο τρόπο βιοπορισμού και είτε δέχονται να λογοκριθούν είτε αυτολογοκρίνονται. Η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να απολαμβάνει απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία, μόνο αυτό όμως δεν συμβαίνει σήμερα. Μην πω ότι η κατάσταση είναι από κάποιες πλευρές χειρότερη και από τη δικτατορία γιατί τότε τουλάχιστον η δημοσιογραφία ήταν φανερά κατευθυνόμενη, ενώ τώρα υπάρχει η επίφαση της πολυφωνίας.
• Το Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε το έγραψα ώστε να μην ξεχαστεί τίποτε από όσα συνέβησαν εκείνον τον Νοέμβρη. Να αναφέρω μόνο εκείνο το παιδί το χτυπημένο άσχημα από σφαίρα στον μηρό – το έσωσε από την ακατάσχετη αιμορραγία ένας ταξιτζής, δένοντας με μια ζώνη πρόχειρα το τραύμα. Στο νοσοκομείο οι γιατροί τού είπαν ότι έπρεπε να του κόψουν το πόδι, αλλά εκείνος αρνούνταν, λέγοντας «αυτό το πόδι είναι το ίδιο το Πολυτεχνείο». Τελικά πήγε στη Σουηδία να το σώσει κι έγινε μάλιστα μεταφραστής μου σε μια συνέντευξη για ένα σχετικό με την εξέγερση ντοκιμαντέρ. Εγώ, βέβαια, είπα τότε στους Σουηδούς ότι με το παιδί αυτό έπρεπε να μιλήσουν, όχι με μένα! Μνημονεύω επίσης με μεγάλη συγκίνηση ένα άλλο σπουδαίο παλικάρι, τον Γιώργο τον Καϊλή, που τον συλλάβανε και πέθανε από τα βασανιστήρια τρεις μήνες μετά. Πετάξανε οι ασφαλίτες το άψυχο κορμί του στη Δερβενίων και το παρουσίασαν ως αυτοκτονία. Σπουδαίος ζωγράφος, συνομήλικός μου, ήταν αυτός που ανέγραψε τα συνθήματα «Έξω αι ΗΠΑ», «Έξω το ΝΑΤΟ» στις κολόνες της πύλης επί της Πατησίων.
• Εκείνο, όμως, που δεν περιγράφεται, παρότι το προσπάθησα μυθιστορηματικά, είναι όταν κατέβηκα από τον ραδιοφωνικό σταθμό στην πύλη να δω γιατί δεν είχε μπει ακόμα μέσα ακόμα το τανκ. Είδα τότε εκεί ένα σωρό κορίτσια κι αγόρια πάνω στα κάγκελα να τα φωτίζουν οι προβολείς του τεθωρακισμένου. Η Άννα και ο Στέλιος από δίπλα μου, ο Κήρυκος στη σημαία, ο Λαλιώτης, ο Κυριάκος Σταμέλλος… «Ο στρατός δεν διαπραγματεύεται» μας φώναξαν, πιστεύοντας ότι θα τρομοκρατηθούμε, εμείς όμως εκεί, ατάραχοι. Μεγαλείο ψυχής! Με το που έριξε δε το τανκ την πύλη, σπρώξαμε με τα χέρια τη Μερσεντές του πρύτανη που ήταν μέσα και τη βάλαμε μπροστά να ανακόψουμε την πορεία του. Και τα φανταράκια από πίσω να κοιτάνε με τα όπλα κατεβασμένα, λες και τους είχε πέσει το πουλί. Κάποιο «πουλί», πάντως, σίγουρα έπεφτε εκείνη τη νύχτα!
• Η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς τέτοια γεγονότα, αρκεί να μη λέει ψέματα ή μπούρδες. Πολλοί άνθρωποι που ήμασταν τότε μαζί βρέθηκαν εν αγνοία τους σε αυτό το βιβλίο. Με βοήθησαν κιόλας μερικοί στη συγγραφή του, ιδίως σε σημαντικά γεγονότα στα οποία δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυς. Ένα πρώτο ήταν οι συγκρούσεις έξω από το Πολυτεχνείο ανάμεσα στην αστυνομία και τον αλληλέγγυο κόσμο – γίνανε η ασπίδα προστασίας μας και είχαν τους περισσότερους νεκρούς και τραυματίες. Ένα δεύτερο, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη που δέχτηκαν ακόμα αγριότερη καταστολή –αρχηγός της αστυνομίας εκεί ήταν ο Χρήστου και πρύτανης ο Σδράκας, αμφότεροι φασισταριά–, αλλά επειδή δεν διασώθηκαν εικόνες, υποβαθμίστηκαν. Είναι, ξέρεις, μεγάλη η δύναμη της εικόνας, κι αν δεν βρισκόταν εκείνος ο Ολλανδός δημοσιογράφος, ο Κουράντ, να καταγράψει σε φιλμ το τανκ να ρίχνει την πύλη του Πολυτεχνείου, θα λέγανε μετά οι πρόθυμοι αναθεωρητές της Ιστορίας ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, κι άντε εμείς να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες.
• Ο Μάης του ’68 επηρέασε σαφώς τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Πήγα μάλιστα και βρήκα κάποιους από τους πρωταγωνιστές στο Παρίσι είκοσι χρόνια μετά, το 1988, στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ που κάναμε με τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο. Συναντήθηκα με τον Ζακ Σοβαζό, τον Αλέν Κριβίν και άλλους – ήταν να μου μιλήσει και ο Κον Μπεντίτ, αλλά δεν τον ήθελα! Μιλώ για τους Έλληνες στον Μάη του ’68 που έχει παιχτεί επανειλημμένα στην ΕΡΤ και περιλαμβάνει πρόσωπα όπως οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Μισέλ Πάμπλο, Νίκος Κούνδουρος, Κώστας Φέρρης, Γιώργος Καραμπελιάς, Θόδωρος Σταυρόπουλος και Σπύρος Βέργος. Αργότερα, που συνάντησα στην Αθήνα τον Ζαν Πολ Σαρτρ, λίγο πριν πεθάνει, μου έλεγε κι εκείνος, φαντάσου, πόσο θαύμαζε το Πολυτεχνείο.
• Η εξέγερση είναι κάτι σοβαρότερο από την επανάσταση γιατί είναι διαρκείας. Η επανάσταση χωρίς έρωτα μπορεί να καταντήσει νεκρή εκσπερμάτιση κι εμείς ήμασταν ερωτευμένοι με την εξέγερση, με τη ζωή την ίδια καταρχάς. Τις μέρες του Πολυτεχνείου βρισκόταν πλάι μου το κορίτσι μου, η Μαριλένα. Ήταν μόλις 18 χρονών, πρωτοετής στο Μαθηματικό και πιο προχωρημένη από μένα. Κάποια στιγμή λιποθύμησε και την περιέθαλψε ο Γιώργος Παυλάκης, υπεύθυνος του ιατρείου μας τότε και σήμερα συνεργάτης του Αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου. Τον θυμάμαι με μπούκλες και κορδέλα στα μαλλιά!
• Έχει παραγίνει το κακό με την προσπάθεια ιδιοποίησης του Πολυτεχνείου από διάφορους πολιτικούς χώρους και την επιχείρηση διαστρέβλωσής του. Ήδη εξαρχής ισχυρίζονταν ότι δεν υπήρχαν νεκροί. Έπειτα, αν σκεφτείς ότι τον Καραμανλή, που κατέφθασε ως σωτήρας το ’74, τον όρκισε ένας χουντικός στρατηγός, ο Γκιζίκης, καταλαβαίνεις γιατί έχουμε αυτήν τη Μεταπολίτευση. Σκέψου ότι είχε προκηρύξει εκλογές στις 17/11, στην πρώτη επέτειο δηλαδή, με το αίμα των νεκρών φρέσκο ακόμα. Και είχαμε πορευτεί την προηγούμενη μέχρι την Καισαριανή για να αποτίσουμε τιμή στους 200 εκτελεσμένους από τους ναζί με το σύνθημα «ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - Πολυτεχνείο». Το οποίο Πολυτεχνείο για μένα δεν δικαιώθηκε ποτέ, ο αγώνας συνεχίζεται και πλέον τον έχουν χρεωθεί οι επόμενες γενιές. Στέκει εκεί σαν διαχρονικό σύμβολο χωρίς ιδιοκτήτες και δείχνει τον δρόμο γιατί ανήκει σε όλους όσοι αγωνίζονται.
Αυτό που συμβαίνει στα Εξάρχεια με πρόσχημα την κατασκευή του μετρό είναι απαράδεκτο. Ο σταθμός μπορούσε να γίνει στην Τοσίτσα, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και το Πολυτεχνείο, αλλά το είχανε γινάτι να χαλάσουν μια γειτονιά που τους ήτανε πάντοτε ένα «αγκάθι».
• Αν η αστυνομία το ’73 ήταν όπως σήμερα, που έχει γίνει κανονικός στρατός, τα θύματα θα ήταν σίγουρα πολύ περισσότερα. Τους βλέπεις στον δρόμο με όλη αυτήν τη θωράκιση και μοιάζουν με εξωγήινους εισβολείς! Του ανασηκώνω πριν από κάποια χρόνια ενός το κράνος εδώ στα Εξάρχεια δίπλα στο μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του λέω «για να δω λίγο τα ματάκια σου, είσαι μήπως κι εσύ υποψήφιος δολοφόνος;». Τι ήταν να το πω, με βουτήξανε, μου φορέσανε χειροπέδες και με πήγαν στην Ασφάλεια. Της κακομοίρας έγινε, μαζεύτηκε κόσμος απέξω να μου συμπαρασταθεί, μας γράψανε και οι εφημερίδες και όλα αυτά για μια κίνηση που δεν έκανα καν προκλητικά. Με βλέπει με τις χειροπέδες στη ΓΑΔΑ ένας αξιωματικός που με ήξερε, «ντροπή, βγάλτε τες», λέει στους αστυφύλακες. Φαινόταν πιο δημοκράτης, αλλά αυτούς, βλέπεις, δεν τους θέλουν – λίγο καιρό μετά τον απέλυσε ο περιβόητος Χρυσοχοΐδης. Το ’09 με ξαναμπουζουριάσανε, ενώ ήμουν στο Φλοράλ στην πλατεία Εξαρχείων, όπου συμμετείχα σε μια εκδήλωση, με πρόσχημα κάποια επεισόδια που γίνονταν παραδίπλα – με «τιμάνε» συχνά, παράπονο δεν έχω!
• Εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ όσων απομείναμε από εκείνη τη γενιά μια συντροφικότητα και μια «συνενοχή», άσχετα προς τα πού τράβηξε καθένας μετά. Και το πιο σημαντικό είναι να μεταλαμπαδεύσουμε εκείνο το πνεύμα στα νέα παιδιά που, καθώς διαπιστώνω όποτε μιλάω σε σχολεία, ενδιαφέρονται πολύ για όσα συνέβησαν τότε και εμπνέονται.
• Η χούντα έπεσε στα μαλακά και στην αγκαλιά αυτών που την εξέθρεψαν. Επόμενο να είναι έκτοτε ελεγχόμενα τα πράγματα, με όλες ή παρ’ όλες τις πολιτικές διακυμάνσεις που υπήρξαν στο μεταξύ. Δεν τα ισοπεδώνω όλα, ούτε γενικεύω, αυτό όμως που μας κυβερνά σήμερα είναι μια νομιμοποιημένη διά της ψήφου ολιγαρχία με τις ευλογίες της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ. Γιατί αν δεν συμμετέχουν ουσιαστικά στις πολιτικές διαδικασίες οι εργαζόμενοι, οι απλοί πολίτες, χάνει η δημοκρατία το νόημά της. Αυτό το νόημα είχαν οι Ενεργοί Πολίτες που φτιάξαμε το 2002 με τον Μανώλη Γλέζο, με τον οποίο επιπλέον συνεργαστήκαμε στη διεκδίκηση των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Προσαγωγές στην Ασφάλεια και αστυνομικές βιαιότητες έζησα και επί δημοκρατίας σε πολιτικές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, δίκες αγωνιστών, όπως αυτή του Γιάννη Σερίφη και τόσα ακόμα που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια. Ή μήπως θα ξεχάσω τη δική μου σύλληψη από την Αντιτρομοκρατική το 1978 ως δήθεν αρχηγού της 17 Νοέμβρη, κατηγορία που, μεταξύ άλλων, είχαν αποδώσει και στον Περικλή Κοροβέση και στον Μισέλ Πάμπλο. Ακόμα θυμάμαι το ωραίο εκείνο κασκόλ που μου βούτηξαν μέσα στη Γενική Ασφάλεια!
• Αυτό που συμβαίνει στα Εξάρχεια με πρόσχημα την κατασκευή του μετρό είναι απαράδεκτο. Ο σταθμός μπορούσε να γίνει στην Τοσίτσα, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και το Πολυτεχνείο, αλλά το είχανε γινάτι να χαλάσουν μια γειτονιά που τους ήτανε πάντοτε ένα «αγκάθι». Γεμίσανε την πλατεία λαμαρίνες, βάλανε την Αστυνομία να τις φυλάει, δώσανε και τον λόφο του Στρέφη σε μια ιδιωτική εταιρεία να κάνει δήθεν ανάπλαση. Και τι θα γίνει τώρα δηλαδή, θα πληρώνουμε εισιτήριο για να κάνουμε μια βόλτα εκεί που παίζανε τα παιδιά μας; Όπως λέει ο Ντε Βίτο στο τελευταίο βιβλίο μου, «όταν ακούω ανάπλαση, κουμπώνομαι». Είναι κι αυτό μέρος του σχεδίου να ξεπουληθούν τα Εξάρχεια σε ιδιωτικές εταιρείες, να αλλάξει χαρακτήρα η περιοχή, όπως ήδη συμβαίνει με τα Airbnb και τις μαζικές αγορές ακινήτων από ξένες εταιρείες. Φυσικά, το έδαφος είχε προετοιμάσει η κατασυκοφάντηση των Εξαρχείων και των κοινωνικών αγώνων από τους επιγόνους της χούντας και τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ.
• Δεν θα έλεγα ότι αισιοδοξώ για το αύριο. Δες τι γίνεται στον κόσμο. Διαλύσανε το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία, τώρα καταστρέφουν ό,τι απέμεινε από αυτό που θα γινόταν υποτίθεται παλαιστινιακό κράτος. Λένε πόσο κακή είναι η Χαμάς, ξεχνούν όμως ότι δύο εκατομμύρια κόσμος στη Γάζα ζει σε συνθήκες στρατοπέδου συγκέντρωσης, σαν τα ποντίκια στη φάκα, ότι υπάρχουν κατεχόμενα απ’ όπου το Ισραήλ δεν αποχωρεί, παρά τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του ΟΗΕ, ότι πενήντα χρόνια μετά οι Παλαιστίνιοι, που τους σκοτώνουν σαν τις μύγες, δεν έχουν δικό τους κράτος. Πόση υποκρισία, πόσος κυνισμός... Διατηρώ, ωστόσο, την πίστη μου στο απρόβλεπτο.
• Τι θα έλεγα σήμερα σε ένα νέο παιδί για το Πολυτεχνείο; Ότι η εξέγερση εκείνη, πέρα από την πολιτική διάσταση, είχε και την πολιτισμική και, όπως ήταν και το σλόγκαν του περιοδικού «Πολίτες», ο πολιτισμός δεν είναι μια «τσόντα» της πολιτικής, είναι το όλον της ύπαρξής μας. Ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν μια στιγμή, είναι χρέος και δρόμος. Ακόμα και ο θάνατος αποτελεί πηγή και πυξίδα ζωής και η μνήμη είναι η ίδια μας η ζωή, πολεμάει την αρρώστια της λήθης με αλήθεια!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.