ΟΤΑΝ ΛΕΝΕ ΚΑΠΟΙΟΙ «τραγούδια του Πολυτεχνείου» εννοούν τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Λοΐζου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Μαρκόπουλου και άλλων «έντεχνων» συνθετών, που ακούγονταν λίγο πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τούτο το διαπιστώνεις αμέσως, αν ρίξεις μια ματιά στο διαδίκτυο...
Εμείς, εδώ, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε κάτι άλλο τώρα, πιο απαιτητικό και πιο δύσκολο. Να ψάξουμε και να βρούμε τραγούδια με άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο Πολυτεχνείο – τραγούδια, που να δημιουργήθηκαν, φυσικά, μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73. Για να γίνει άμεσα κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε δίνουμε το ακόλουθο παράδειγμα.
Όταν λένε κάποιοι «τραγούδια του Πολυτεχνείου» εννοούν τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Λοΐζου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Μαρκόπουλου και άλλων «έντεχνων» συνθετών, που ακούγονταν λίγο πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Το «Πότε θα κάνη ξαστεριά» (το ριζίτικο στη διασκευή του Γ. Μαρκόπουλου με τον Ν. Ξυλούρη) είναι τραγούδι του 1971, τα λόγια του δεν έχουν καμία σχέση με το Πολυτεχνείο, αλλά ακουγόταν παντού εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη, και πριν και μετά. Εμάς δεν θα μας απασχολήσουν τέτοια τραγούδια εδώ, αλλά τραγούδια και δίσκοι που να παίρνουν αφορμή απ’ αυτόν καθαυτόν τον φοιτητικό και κοινωνικό ξεσηκωμό του ’73.
Κωστούλα Μητροπούλου «Το Χρονικό των Τριών Ημερών»
«Το Χρονικό των Τριών Ημερών» [Μπουκουμάνης, 1974] της Κωστούλας Μητροπούλου (1933-2004) είναι ένα 63 σελίδων βιβλίο, που είχε τυπωθεί τον Ιούλιο του 1974, κυκλοφορώντας προφανώς μετά την πτώση της δικτατορίας και το οποίο περιέγραφε μ’ ένα «ρεπορταζιακό», αλλά και κάπως φιλολογικό τρόπο, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Το βιβλίο θεωρείται πλέον κλασικό, έχοντας κάνει πολλές εκδόσεις. Όπως έγραφε και η ίδια η K. Μητροπούλου στον πρόλογο:
«Το “Χρονικό των τριών ημερών” γράφτηκε όσο γινόταν πιο “πιστά” και αληθινά από έναν ευαίσθητο και ευάλωτο “θεατή”, που προσπάθησε να συνδυάσει την προσωπική οδυνηρή εντύπωση από τα γεγονότα με την αντικειμενικότητα της αλήθειας σ’ αυτά τα ίδια τα γεγονότα.(…) Άρχισε να γράφεται στις 18 Νοεμβρίου του 1973 και τελείωσε στις 26 του ίδιου μήνα. Ο επίλογος προστέθηκε μετά. Όλον αυτόν τον καιρό μέχρι σήμερα (σ.σ. από τότε που γράφτηκε το βιβλίο, μέχρι τον Ιούλιο του ’74 όταν τυπώθηκε) “περνούσε” από χέρι σε χέρι, σε φωτοτυπημένα αντίτυπα και πάντα με την προσεκτική αγάπη των φίλων, επώνυμων και ανώνυμων, αγαπημένων και εντελώς αγνώστων».
Το βιβλίο αποτελείται από τον πρόλογο, το κυρίως θέμα του (ας το πoύμε έτσι) και τον επίλογο, πριν ολοκληρωθεί με την παράθεση δεκατριών ποιημάτων-στιχουργημάτων, τα οποία παίρνουν αφορμή βεβαίως από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, πριν ακόμη και από τον πρόλογο, διαβάζουμε το εξής:
«Τα τραγούδια γράφτηκαν στον “ενδιάμεσο” χρόνο που μεσολάβησε και η μουσική είναι του Ανακρέοντα Παπαγεωργίου. Φυσικά κι αυτά θα βγουν στην δημοσιότητα και επώνυμα τώρα, έστω κι αν κυκλοφόρησαν από χέρι σε χέρι όπως και το κείμενο τόσους μήνες».
Επίσης, πριν την παράθεση των τραγουδιών, προστίθεται και η επόμενη σημείωση στη σελίδα 53:
«Ανάμεσα στο χρόνο που μεσολάβησε από τις 17 Νοεμβρίου 1973 μέχρι σήμερα (σ.σ. εννοεί τον Ιούλιο του ’74) υπήρξε ένα τεράστιο κενό που δε “γέμιζε” με τίποτα. Ένα κενό “ενδιάμεσου χρόνου” που πέτρωσε. Το κενό αυτό έγινε τραγούδι. Ένα, δύο, πέντε, δώδεκα (σ.σ. στην πράξη τα τραγούδια που περιέχονται στο βιβλίο είναι δεκατρία). Τραγούδια που κανένας δεν ήξερε τη μουσική τους σωστά και που τα μουρμούριζαν από στόμα σε στόμα κι από φράση σε φράση σα να έλεγαν ένα μισό παραμύθι. Ή ένα κλάμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Αυτά τα τραγούδια τα προσθέτουμε στο κείμενο, για να καλύψουν απλά τον “ενδιάμεσο χρόνο” που μεσολάβησε από τότε, τόσο σκληρά και απάνθρωπα αμέτοχος σ’ όλα. Αυτά τα ίδια τραγούδια αύριο, σε λίγες μέρες, θα τα σφυρίζουν ίσως στο δρόμο, όσα παιδιά ζωντανά».
Ένα θέμα που προκύπτει, σε σχέση με τα συγκεκριμένα τραγούδια, είναι το αν είχαν ηχογραφηθεί επισήμως κάποια στιγμή σε στούντιο, και δεν ήταν, απλά και μόνο, μελοποιημένα στο πεντάγραμμο, παρότι η Κωστούλα Μητροπούλου πουθενά δεν υπαινίσσεται στο βιβλίο της πως τα τραγούδια του «Χρονικού των Τριών Ημερών» είχαν ηχογραφηθεί επί χούντας, πριν τον Ιούλιο του ’74 δηλαδή (κάτι, που ούτως ή άλλως θα ήταν αδύνατον να είχε συμβεί με επίσημο τρόπο).
Εξάλλου, αν είχαν ηχογραφηθεί και υπήρχε ερμηνευτής θα αναφερόταν στο βιβλίο της (όπως αναφέρεται ο συνθέτης Ανακρέων Παπαγεωργίου). Απεναντίας, διαβάζουμε πως αυτά «κυκλοφόρησαν από χέρι σε χέρι» (οι στίχοι σε χαρτί κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, όχι τα τραγούδια) και πως «κανένας δεν ήξερε τη μουσική τους σωστά» (γιατί κανείς δεν τα είχε ακούσει, προφανώς, ηχογραφημένα). Ηχογραφήθηκαν λοιπόν κάποια στιγμή; Και αν ναι, πότε συνέβη αυτό;
Παλιά, είχαμε εντοπίσει στο διαδίκτυο μια συνέντευξη της αδελφής τής Κωστούλας Μητροπούλου, της Κάτιας Μητροπούλου, στο e-orfeas.gr (σάιτ, που δεν υφίσταται πια), που έχει ενδιαφέρον. Έλεγε η Κάτια Μητροπούλου:
«Με τον Ανακρέοντα Παπαγεωργίου η γνωριμία έγινε μέσω του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου τού αδερφού του, του ποιητή. Η Κωστούλα τον γνώρισε λίγο πριν γίνουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και μου είπε, είναι ένα μικρόσωμο παιδάριο με λεπτά δάχτυλα, αλλά είχε ταλέντο πραγματικά. Δυστυχώς ο Ανακρέοντας χάθηκε πολύ νωρίς. Ήταν ο μόνος που τόλμησε να μελοποιήσει τα ποιήματα, που υπάρχουν στο βιβλίο της Κωστούλας στο “Χρονικό των τριών ημερών”, που είναι η καταγραφή των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Κανένας άλλος από τους συνθέτες που τα ’χε δώσει δεν τόλμησε να τα αγγίξει! Τα τραγούδια αυτά ακούστηκαν σε συναυλίες, στο Πολυτεχνείο, όπου έχουν δοθεί σε κασέτα και σε μπομπίνα και τα τραγούδησε κι η Έλενα Ναθαναήλ σε ένα αφιέρωμα στην ΕΡΤ που έγινε την πρώτη χρονιά μετά το Πολυτεχνείο (σ.σ. αυτό δεν είναι σωστό, όπως θα πούμε στη συνέχεια). Δεν βγήκαν όμως ποτέ σε δίσκο. Σ’ έναν δίσκο που έκανε με τον Παπαγεωργίου η Κωστούλα μπήκαν θεατρικά τους τραγούδια –γιατί του εμπιστεύτηκε ό,τι τραγούδια υπήρχαν μέσα στα θεατρικά της έργα– μαζί με κάποιες μπαλάντες κι ένα απ’ αυτά, το “Χρήστος”, ήταν από το “Χρονικό των τριών ημερών” (σ.σ. πρόκειται για το LP «Άσπρη Γραμμή» στην εταιρεία GSF/DMM, το 1992, με ερμηνεύτρια την Βάσια Ζήλου)».
Να πούμε λοιπόν πως το αφιέρωμα της ΕΡΤ στο Πολυτεχνείο, με τα τραγούδια του Ανακρέοντα Παπαγεωργίου, σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου, δεν έγινε «την πρώτη χρονιά μετά το Πολυτεχνείο», δηλαδή το 1974 (όπως διαβάζουμε στη συνέντευξη της Κάτιας Μητροπούλου), μα το 1977. Σε αυτό καταλήγουμε, αν βασιστούμε σε μια συνέντευξη του Α. Παπαγεωργίου, στο περιοδικό «Μουσική» (τεύχος #2, Ιανουάριος 1978):
— Τον περασμένο μήνα (σ.σ. τον Νοέμβριο του ’77 δηλαδή, αφού η συνέντευξη θα δινόταν τον Δεκέμβριο του ’77, για να τυπωθεί στο τεύχος Ιανουαρίου του ’78) είδαμε στην τηλεόραση το «Χρονικό των Τριών Ημερών» της Κ. Μητροπούλου, που αναφέρεται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τα τραγούδια είχες γράψει εσύ και τραγουδούσε η Έλενα Ναθαναήλ. Υπάρχει προοπτική να γίνουν δίσκος;
Είναι έντεκα τραγούδια που είχαν γραφτεί το 1973 αμέσως μετά τα γεγονότα και είχαν ακουστεί μόνο σε φιλικές συγκεντρώσεις. Η πρώτη δημόσια εκτέλεση ήταν αυτή του Νοέμβρη (σ.σ. του ’77) από την TV της ΕΡΤ. Αυτή τη στιγμή υπάρχει συγκεκριμένη πρόταση από εταιρεία, για να γίνουν δίσκος. Τα κομμάτια αυτά ήταν και η αφορμή για να δεθώ καλλιτεχνικά με την Μητροπούλου, που τόσο με αντιπροσωπεύει το γράψιμό της. Γι’ αυτό η συνεργασία μας συνεχίστηκε κι ελπίζω να μη σταματήσει.
Δυστυχώς 46 χρόνια αργότερα τα τραγούδια αυτά, με τις ερμηνείες της Έλενας Ναθαναήλ, παραμένουν ανέκδοτα. Ένα εξ αυτών, πάντως, έχει ανεβεί στο κανάλι του Μανώλη Νταλούκα, στο YouTube, και το ακούμε...
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΝΕΚΡΟΥ- ΕΛΕΝΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ
Μίμης Πλέσσας «Εκείνη τη Νύχτα»
Ο δίσκος «Εκείνη τη Νύχτα» [Lyra, 1974], που είχε στίχους του Γιώργου Καλαμαριώτη (σ.σ. πραγματικό όνομα Γιώργος Μπέρτσος, από τους δημοσιογράφους που είχαν βοηθήσει αποφασιστικά στην έρευνα που ακολούθησε της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη), δεν είναι από τους πιο γνωστούς του Μίμη Πλέσσα και μάλλον, σαν άκουσμα, είναι συγκριτικά και από τους λιγότερο ενδιαφέροντές του – εκείνης τής πολιτικά μεταβατικής εποχής (από Χούντα προς Μεταπολίτευση). Εννοούμε πως είναι κατώτερος από τα άλμπουμ του «Για μια Σταγόνα Αλάτι» (1973), «Θάλασσα, Πικροθάλασσα…» (1973), «Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι» (1974), «Παράσταση» (1974) κ.λπ.
Παρά ταύτα θα πούμε πως είναι ένα ενδιαφέρον και σίγουρα ιστορικό LP, που θα άρχιζε να παίρνει σχήμα μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, για να κυκλοφορήσει τελικά το φθινόπωρο του 1974 (Οκτώβριο προς Νοέμβριο). Πριν πούμε κάποια λόγια για το άλμπουμ να παραθέσουμε το μεγαλύτερο μέρος ενός κειμένου τού Βασίλη Βασιλικού, που υπάρχει στο μέσα μέρος του gatefold:
«Έπειτα από επτάχρονη και πλέον απουσία, επιστρέφοντας στην Πατρίδα, ανακαλύπτω με χαρά πόσο οι άνθρωποι που αγάπησα, που πίστεψα, που έγραψα γι’ αυτούς στα βιβλία μου, στάθηκαν ηρωικά στο ύψος τους, στο ταμπούρι του αγώνα. Ένας απ’ αυτούς και ο Καλαμαριώτης, πρωταγωνιστής του βιβλίου μου “Z” στο ρόλο του δημοσιογράφου Αντωνίου(…). Εδώ, στο δίσκο αυτόν, ο συνθέτης Μίμης Πλέσσας ξεπέρασε αληθινά τον εαυτό του και τα πλαίσια κάθε προηγούμενης δουλειάς του, έχοντας πολύτιμο σύμμαχο τη δυνατή, τη συναρπαστική ποίηση του Καλαμαριώτη και τη συνεργασία νέων παιδιών.(…). Με συγκίνηση δέχομαι την τιμή να προλογίσω αυτό το έργο, που ξετυλίγοντας με ευρηματικό τρόπο στο πρώτο του μέρος όλο εκείνο το “ξέφτισμα” που προηγήθηκε από τη δικτατορία, φτάνει στις μέρες του σκοταδισμού, στη Νύχτα της μεγάλης Παρασκευής, “σ’ εκείνη τη Νύχτα” που έφερε την Αυγή!».
Ο Β. Βασιλικός δίνει ένα σαφές πολιτικό στίγμα σχετικό με το άλμπουμ – και το λέμε τούτο, επειδή στο δίσκο οι καταστάσεις δεν τραγουδιούνται με τα ονόματά τους, αλλά κάπως… περιφερειακά. Ενώ, ίσως να κάνει εντύπωση και το γεγονός πως πουθενά δεν αναφέρεται-αναγράφεται η λέξη «Πολυτεχνείο».
Για το «Εκείνη τη Νύχτα» είχε μιλήσει ο ίδιος ο Μίμης Πλέσσας στο περιοδικό «Οικογενειακός Θησαυρός» (τεύχος #380, 12 Νοε. 1974) και αυτά τα λόγια τα μεταφέρουμε τώρα εδώ:
«Το έργο εκφράζει τις θέσεις τού σκεπτόμενου και ελεύθερου ανθρώπου, στα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια πριν από την δικτατορία και στα χρόνια του σκοταδισμού. Είναι ακριβώς εκείνη η μεγάλη νύχτα του σκοταδισμού και της εξαθλιώσεως όλων των ανθρωπίνων ιδανικών. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος που τιτλοφορείται “Το Ξέφτισμα” περιλαμβάνει έξη τραγούδια, που δεν αλλάζουν σε μορφή από τα τραγούδια που ακούμε αυτά τα χρόνια. Περιγράφουμε όλα εκείνα που έκαναν τον κόσμο να φθάση με μειωμένη αντίδρασι στην δικτατορία. Η δεύτερη όψι και στιχουργικά και μουσικά είναι ουσιαστική, σημαντική και πρωτοπόρα. Αυτά τα επίθετα ανταμώνονται σε κάθε στιγμή του έργου. Νέοι ρυθμοί, νέα ακούσματα και αλήθειες ειπωμένες απλά, ανθρώπινα και απέριττα.
Εδώ περιγράφεται η σιωπηλή, πικρή 7ετία από την πρώτη μέρα της δικτατορίας: “Πήρε ο χάρος χρώματα και έτρεξε ξημερώματα να στήση καβαλλέτο”. Ακολουθεί ένα αφιέρωμα στο πρώτο θύμα της δικτατορίας, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά: “Αίμα και θάλασσα μέσα στα δυο του μάτια και ένα κορμί κομμάτια δεμένο στα σκοινιά”. Έρχονται έπειτα οι συλλήψεις με εκείνο το πικρό παράπονο της μάνας (“Χαράματα σε παίρνουνε παιδί μου πού σε πάνε”) και πάλι το “νανούρισμα” που λέει η χαροκαμένη μάνα. Το έργο τελειώνει με την γιορτή που στήνουν τα παιδιά, γιατί δέσανε τον χορό με την κλωστή της λευτεριάς “και το χοροδραπάνι το κάνανε στεφάνι τους”».
Υπάρχει λοιπόν η λαϊκή αφήγηση στους στίχους τού Γιώργου Καλαμαριώτη, και βεβαίως οι ανάλογες έντεχνες, λαϊκές και-κάπως-θεατρικές μουσικές του Μίμη Πλέσσα, που εμφανίζουν και ορισμένα ίχνη μουσικής πρωτοπορίας, κυρίως όσον αφορά στο ανακάτεμα των ρυθμών και τις ενορχηστρωτικές παρεμβάσεις – που κινούνται ακόμη και στις παρυφές του ροκ, στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι της δεύτερης πλευράς, το φερώνυμο με τον τίτλο του δίσκου, που αποδίδει η Μαρία Δουράκη.
Στο άλμπουμ συμμετείχαν επίσης ο Δημήτρης Ψαριανός, ο Βλάσσης Μπονάτσος και η Ελένη Βιτάλη – νεαροί, οπωσδήποτε, τραγουδιστές της εποχής, που ακούγονταν στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, εκεί γύρω στο 1974.
Το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ, πάντως, είναι εκείνο που λέει ο Δημήτρης Ψαριανός και είναι το τελευταίο της πρώτης πλευράς, το «Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει», ενώ πολύ καλό είναι και το «Συνήθεια», πάντα από την Side A, με την Ελένη Βιτάλη. Απεναντίας, ο Βλάσσης Μπονάτσος στα δικά του κομμάτια… φωνάζει και είναι έξω από το κλίμα του δίσκου.
Στον «Οικογενειακό Θησαυρό» υπάρχει μια φωτογραφία του εξωφύλλου, στην οποία το χέρι είναι κάπως κοκκινισμένο προς τα δάχτυλα (ίδιο με την απόχρωση των γραμμάτων τού τίτλου) και όχι εντελώς ασπρόμαυρο, όπως είναι στο κανονικό cover που κυκλοφόρησε από την Lyra. Δεν ξέρουμε αν παρενέβη κάποιου τύπου λογοκρισία, από τη μεριά της εταιρείας ή από αλλού, και… παραμερίστηκε το (κόκκινο) αίμα. Δεν το αποκλείουμε πάντως…
Δημήτρης Ψαριανός - Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει
Έλλη Κιούση, Σωκράτης Βενάρδος και λοιπά επισκιασμένα ονόματα, συν Μίκης Θεοδωράκης
Οι «Παπαρούνες του Νοέμβρη» της Έλλης Κιούση ήταν ένας δίσκος, που θα κυκλοφορούσε λίγο μετά την Μεταπολίτευση, στο δεύτερο εξάμηνο του 1974. Ποια ήταν όμως η Έλλη Κιούση; Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Είμαι η Έλλη Κιούση-Θεοδωράκη (σ.σ. πρώτη σύζυγος του ποιητή και δημοσιογράφου Γιάννη Θεοδωράκη, αδελφού του Μίκη). Μ’ αυτό το όνομα παλιότερα έβγαζα περιοδικά. Το τελευταίο μου το ’κλεισε ο Παπαδόπουλος στα 1967 (σ.σ. το παλιό «Σινεμά»). Έγραφα τότε κι εγώ την ιστορία σ’ ένα χαρτί, την είπα “Αρμύρα” και την τύπωσα αρχές ’73 στην Αθήνα (σ.σ. μόνο γι’ αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει ξεχωριστό άρθρο). Έχω γράψει κι ένα θεατρικό έργο, σάτιρα της δικτατορίας, ήταν “Το Πανδοχείο Η Ωραία Καρδιά και τα Κηπευτικά”. Ήταν να τυπωθεί πέρσι τον Νοέμβρη (σ.σ. του ’73), αλλά το φάγανε τα Νοεμβριανά. Τώρα τελειώνω την “Ηλιοπαγίδα”, βιβλίο που τα λέει όλα για τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και για έναν χειμώνα... Από ’κει είναι τα πέντε τραγούδια στην α όψη του δίσκου. Στην άλλη, ακόμα πέντε τραγούδια της “Ωραίας Καρδιάς” και κάπου στη μέση μού την έδωσε και πρόσθεσα ένα ξεκάρφωτο τραγουδάκι για τον... Παπαδόπουλό μας, που χάσαμε τόσο ξαφνικά...».
Την ίδια εποχή η Έλλη Κιούση θα κυκλοφορούσε κι ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο («Οι Παπαρούνες του Νοέμβρη»), στις εκδόσεις Γραμμή, με κείμενα και με τους στίχους των τραγουδιών (των σχετικών με το Πολυτεχνείο), από την πρώτη πλευρά του δίσκου της. Διαβάζουμε, ανάμεσα σε άλλα, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Οι “Παπαρούνες του Νοέμβρη” γράφτηκαν εξ ολοκλήρου τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη ’73, πιθανόν από τύψη και ενοχή, γιατί δεν ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο. Γύρναγα όμως απ’ έξω και μάζεψα όλες αυτές τις μαρτυρίες, που είναι αληθινές και εξακριβωμένες, από αξιόπιστους αυτόπτες μάρτυρες, όπως τις έζησαν και τις είδαν από κοντά».
Ο δίσκος είναι εντελώς ανεξάρτητης έκδοσης –κάτι όχι σύνηθες για το 1974–, διαθέτει πολύ καλούς μουσικούς, αφού ανάμεσά τους συναντάμε τους Τίτο Καλλίρη κιθάρα, Άγγελο Μπότση μπάσο, Σπύρο Λιβιεράτο ντραμς, Λάκη Καρνέζη μπουζούκι κ.ά., όμως, τα τραγούδια είναι μέτρια, με τους ερασιτέχνες τραγουδιστές (Δημήτρης Βασιλείου, Νανά Κακκαβά) να προσπαθούν όσο μπορούν για κάτι ευπρόσωπο, με την γενικότερη παραγωγή να είναι στοιχειώδης, και άρα να μην βοηθάει καθόλου στο τελικό αποτέλεσμα. Κάπως ξεχωρίζει το τραγούδι «Λεύκα και κυπαρίσσι», με τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου, συγκριτικά πάντα, να βρίσκονται στην δεύτερη πλευρά (που δεν έχει σχέση, όμως, με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου).
Άλλος ένα δίσκος από το 1974, που ήταν επηρεασμένος από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήταν κι εκείνος με τον τίτλο «Πόσα Νάταν τα Παιδιά...», του Σωκράτη Βενάρδου.
Ο Σωκράτης Βενάρδος (1927-1983) ήταν ιεροψάλτης, ποιητής και ακόμη συνθέτης θρησκευτικών, κυρίως, μα και «έντεχνων» έργων. Επιπλέον ο Βενάρδος είχε τη δική του εταιρεία, την Ωδή, τυπώνοντας μόνος του τους δίσκους του ήδη από το δεύτερο μισό του ’60 (σ’ έναν, μάλιστα, είχε συνεργασθεί και με τον Νίκο Γκάτσο).
Στο «Πόσα Νάταν τα Παιδιά...» ο Σ. Βενάρδος μελοποιεί ποιήματα του Χρήστου Κατσιγιάννη (1930-1999), κάποια εκ των οποίων, όχι όλα, έχουν άμεση σχέση με το Πολυτεχνείο. Όπως άμεση σχέση με το Πολυτεχνείο είχε ο τίτλος του δίσκου και βεβαίως το εξώφυλλο.
Τα τραγούδια του Βενάρδου είναι «έντεχνα», με βυζαντινές αναφορές και με επιρροές (εδώ τουλάχιστον) από το έργο του Μίκη Θεοδωράκη (λογικό). Μάλιστα, η παρουσία του Θεόδωρου Δημήτριεφ (που συμμετείχε και στην original ηχογράφηση του «Άξιον Εστί», το 1964) επιτείνει αυτή την εντύπωση.
Αποδίδουν περαιτέρω και οι καλοί, αλλά άγνωστοι τραγουδιστές Σταύρος Παπανικολάου, Κυριάκος Καλαϊτζίδης, Κάκια Ασπιώτη, συν χορωδία. Πρόκειται, απλώς, για έναν ευπρόσωπο δίσκο, στο πνεύμα της εποχής (όπως λέμε).
Πολύπλευρο ταλέντο ο Πέτρος Γιαννακός, παλιός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που θα άφηνε εποχή ως Κοκοβιός, είχε ασχοληθεί επίσης με το τραγούδι, τη σκηνοθεσία κ.λπ. Σ’ ένα δίσκο του από το 1974, τις «Πικρές Αλήθειες» [Virna], θα ακουγόταν ανάμεσα σε άλλους και η Καίτη Χωματά (σε στίχους Γ. Βουρλιώτη) να αποδίδει ένα λαϊκό υπό τον τίτλο «Εδώ Πολυτεχνείο».
Για το «Πολυτεχνείο» θα τραγουδούσε και ο Σάκης Λάμπρου, ένας στρατευμένος singer-songwriter, που θύμιζε κάπως με τη φωνή του τον Κώστα Χατζή, και που θα έδινε κι αυτός ένα LP, το «Διαμαρτύρομαι», στην EMI / Columbia, το 1977.
Τέλος, ο Μίκης Θεοδωράκης θα έγραφε το 1976 (τρίτη επέτειος του Πολυτεχνείου) τον «Ύμνο του φοιτητή-διαδηλωτή», που θα τραγουδούσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, σ’ ένα δισκάκι εκτός εμπορίου, που θα τύπωνε η M. Matsas & Son.
Θεοδωράκης - Ύμνος Φοιτητή Διαδηλωτή
Ροκ και Πολυτεχνείο – Οι Κάστορες, οι Rhesus και ο Σωτήρης Κοματσιούλης
Οι Κάστορες (Γιώργος Σιέρρας κιθάρες, Γρηγόρης Ρουμελιώτης μπάσο, φωνή και Σπύρος Φατούρος ντραμς), που δραστηριοποιούνταν στα δυτικά προάστια της Αθήνας (Περιστέρι κ.λπ.), ήταν ένα από τα καλύτερα ελληνικά ροκ συγκροτήματα του 1973 και η παρουσία τους στο περιώνυμο Pop Festival ’73 δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητη.
Η μπάντα αυτή, σε πρώτο χρόνο, θα κυκλοφορούσε μόνο ένα τραγούδι («Βρήκαμε τη λύση»), εκείνο με το οποίο θα συμμετείχε στο φεστιβάλ, ενώ πολλά χρόνια αργότερα, το 2005, η Anazitisi Records θα τύπωνε κι ένα 45άρι με τα τραγούδια τους «Ο ξένος ζητιάνος / Πόλεμος εστί φονιάς» από ένα άγνωστο session της περιόδου – με τον ήχο τους, τότε, να είναι το ίδιο σκληρός με των Socrates Drank the Conium.
Σ’ εκείνο το session, που πρέπει να συνέβη λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, οι Κάστορες είχαν ηχογραφήσει άλλα δύο τραγούδια, ένα εκ των οποίων είχε τίτλο «Εδώ Πολυτεχνείο» και που παραμένει, 50 χρόνια αργότερα, ανέκδοτο σε φυσική μορφή. Υπάρχει βεβαίως στο YouTube…
Κάστορες - Εδώ Πολυτεχνείο (1974)
Οι Κάστορες θα διαλύονταν την άνοιξη του 1974, με τον κιθαρίστα τους Γιώργο Σιέρρα να μπαίνει, για κάποιο διάστημα, εκεί γύρω στο 1977, στην Λερναία Ύδρα του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη, πριν ξαναφτιάξει για λίγο τους Κάστορες και πριν προσχωρήσει στους Rhesus, μεταφέροντας το πνεύμα του παλιού του συγκροτήματος στο νέο.
Οι Rhesus (Γιώργος Σιέρρας κιθάρα, φωνή, Γιάννης Καραγιαννόπουλος κιθάρες, Φάνης Θεοφίλου πλήκτρα, Πόλυς Πελέλης μπάσο, Πέτρος Πελέλης ντραμς), που τραγουδούσαν αγγλικά, ήταν μία από τις καλύτερες ελληνικές ροκ μπάντες στα late seventies – αν και θα έμεναν και αυτοί αδισκογράφητοι, όπως τόσα και τόσα ελληνικά συγκροτήματα εκείνων των ετών, με κάποια κομμάτια τους να εμφανίζονται στο YouTube, πριν από εννέα χρόνια. Ανάμεσά τους και το “Same one’s help”, που ήταν το «Εδώ Πολυτεχνείο» με αγγλικό στίχο.
Ένας μουσικός, που είχε συνδεθεί με τους Κάστορες ήταν και ο Σωτήρης Κοματσιούλης. Αυτή η συνεργασία πρέπει να συνέβη (σε συναυλίες μόνο) προς το καλοκαίρι του ’74, όταν οι Κάστορες ουσιαστικά δεν υπήρχαν σαν σχήμα – λίγο πριν ο Κοματσιούλης φύγει, με την ηθοποιό Μαρία Βασιλείου, για την Αγγλία. Από εκείνη την εποχή προέρχεται και το τραγούδι «Πολυτεχνείο ώρα μηδέν», που το ακούσαμε για πρώτη φορά (σε νεότερη εκτέλεση) στο LP του Κοματσιούλη «Επιδρομή από τον Άρη» [Anazitisi Records, 2014].
ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΜΑΤΣΙΟΥΛΗΣ - Πολυτεχνείο Ώρα Μηδέν
Στέλιος Φωτιάδης «Καινούργια Μέρα» - Η ποπ και το Πολυτεχνείο
Από τότε που άκουσα αυτό το ποπ-ροκ άλμπουμ του Στέλιου Φωτιάδη (πριν στους Νοστράδαμος κ.ά.), που θα κυκλοφορούσε το 1975 από την Lyra, δεν ξέρω γιατί αλλά το συνέδεσα από την αρχή με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Δεν ήταν μόνον ο τίτλος «Καινούργια Μέρα», που παρέπεμπε σε κάτι ελπιδοφόρο, για την κοινωνία συνολικά, που φαινόταν να έρχεται αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ήταν και πολλά επιμέρους στιχάκια, που συνδέονταν ακόμη πιο στενά με τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73.
Μπορεί ακόμη και στον «Κάιν» (Βλάσσης Μπονάτσος), από το Ελληνικόν Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης του ’75, να υπάρχει μια κάποια σύνδεση, αλλά αυτή είναι ακόμη πιο μεγάλη σε κομμάτια σαν το «Θα τραγουδάω», με την Δέσποινα Γλέζου, σε στίχους Στέλιου Φωτιάδη («άκουσε, τι λένε εκεί ακόμα / λέξεις που λέγανε μονάχα στα κρυφά / ελευθερία λένε φίλε μ’ ένα στόμα / κοίτα το δάκρυ τους που βγαίνει απ’ τη χαρά»), σαν «Το ταμπούρλο», με τον Δημήτρη Ψαριανό, σε στίχους Εύης Ρουμελιώτη («άκου το ταμπούρλο παίζει τούτη τη βραδιά, φεύγουν δυο παιδιά / άκου το ταμπούρλο κλαίει τούτη τη στιγμή, κάνει μια ευχή / το ταξίδι τους να ’ναι ονείρου χαρά, σε μια χώρα που να ’ναι δική τους / κι η ελπίδα τους τώρα ν’ ανοίξει φτερά, σ’ ένα κόσμο που αρχίζει μπροστά τους») και φυσικά σαν την «Καινούργια μέρα» (στίχοι Μιχάλης Λαμπρόπουλος), εκεί όπου πρωταγωνιστούν και πάλι «τα παιδιά», που «γίναν ελεύθερα περιστέρια... και κάνουν μια ευχή ψηλά στον ήλιο / στον ήλιο που ξανάρχισε να ζει».
Εντάξει, μπορεί πολλά απ’ αυτά τα λόγια να ακούγονται απλοϊκά, αλλά μιλάμε για ποπ τραγούδια... Το «Θα τραγουδάω» πάντως, σαν κομμάτι, είναι πολύ καλό.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΛΕΖΟΥ "ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ" -1975
Έτσι, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ακόμη και η ποπ, που ερχόταν... παραδοσιακά από τη δεξιά κατεύθυνση (ο κανόνας ήταν αυτός), επιχειρούσε να εκφράσει κάτι από το κλίμα της πολιτικής αλλαγής – με τη χούντα να παριστάνεται, στα τραγούδια, με «θηρίο» ή και με «θεριό», ενώ η βασική φράση που κυριαρχεί, για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, είναι «τα παιδιά», με την λέξη «ελευθερία» να παίζει επίσης με ορμή. Τα συναντάμε όλα τούτα και στην «Καινούργια Μέρα» του Στέλιου Φωτιάδη, μα και σε άλλα ποπ τραγούδια του καιρού εκείνου.
Οι ποπίστες ήταν ευαίσθητοι τραγουδοποιοί, αλλά είχαν στιγματιστεί από τους αριστερούς επί δικτατορίας και γιατί εμφανίζονταν παντού στα μίντια, και γιατί έβγαιναν συνεχώς στην τηλεόραση, και γιατί θεωρούνταν «ελαφροί» κτλ., και κάπως έτσι στα μέσα του ’70 θα έφθαναν να τραγουδάνε και αυτοί (οι ποπίστες) σε συναυλίες ακόμη και για τα θύματα της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο (μια τέτοια είχε οργανώσει στο Σπόρτιγκ το κοριτσίστικο περιοδικό «Μανίνα»!), προκειμένου να σβήσουν από πάνω τους την... υποτιθέμενη ντροπή. Πολύ λίγοι θα τους καταλάβαιναν, βεβαίως, στη Μεταπολίτευση. Δεν είχε αφεθεί χώρος γι’ αυτούς...
Ο Robert Williams δεν ήταν ποτέ αριστερός, αλλά, όπως και πολλοί άλλοι νέοι εκείνης της εποχής, δεν γινόταν να μην συγκινηθεί από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του ’73 ή και από τον ξαφνικό χαμό του Αλέκου Παναγούλη, την Πρωτομαγιά του 1976.
Έτσι, στο LP του «Robert Williams / Εσύ κι’ Εγώ» [Polydor, 1976] περιλαμβάνει κομμάτια σαν το «Μην νομίζης» («Μην ξεχνάς πως στην καρδιά μας θα υπάρχουν τα παιδιά μας / Τα παιδιά που στο πλευρό μας πολεμήσανε / Με συνθήματα στα χείλη το θηρίο του Απρίλη / Κάποια νύχτα του Νοέμβρη το γκρεμίσανε») ή σαν το «Ζη», που ήταν αφιερωμένο στον Α. Παναγούλη και στο οποίο άκουγες λόγια σαν και τούτα... «Πρωτομαγιά κι η νύχτα βάφτηκε στο αίμα σου / κλαίνε τ’ άστρα του ουρανού / Πρωτομαγιά, ποιος θα ξεχάσει αυτόν που πάλεψε για λευτεριά / Πάλεψες στα χρόνια της σκλαβιάς / να διώξεις το σκοτάδι μας / και πλήρωσες για όλους μας».
Τα ίδια δε τραγούδια ο Robert Williams θα τα περιλάμβανε και στο disco-pop άλμπουμ του “Live” [Polydor] το 1979, ενώ ακόμη και στην εποχή της «γαλάζιας γενιάς» (1984), ο νεοδημοκράτης τραγουδοποιός εξακολουθούσε να λέει το «Μη νομίζης», αλλά και κομμάτι με τον τίτλο «Πολυτεχνείο».
ROBERT WILLIAMS - ΜΗΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ
Ποπ τραγούδια, που συνδέονταν έμμεσα ή άμεσα με το Πολυτεχνείο υπήρχαν και σε άλλους ποπ δίσκους εκείνων των ετών, όπως στο «2» [Lyra, 1974] της Μίλλης («Τ’ άδικο θα πληρωθή», «Δεν τα δένουν τα φτερά»), στο φερώνυμο άλμπουμ [RCA, 1975] του Μάικ Ροζάκη («Ήρωά μου αίμα κι αν στάζης») κ.λπ.
Ακόμη και ο σατιρικός καλλιτέχνης Λάκης Σκούταρης θα έλεγε τραγούδι με τον τίτλο «Πολυτεχνείο» (στίχοι Δ. Τσιριγώτης), το 1979, που ηχεί κάπως ποπ, έχοντας λόγια σαν και τούτα: «Δεν ’παίρναν φοβέρες με τανκς και με σφαίρες / και ’στήσαν ασπίδα τα δυο τους τα στήθια / και τα μάτια τους πριν κλείσουν, για στερνή φορά κι οι δύο / με ματωμένα τα κορμιά, μήνυμα ’στέλναν στο λαό / ελευτεριά ή θάνατος, εδώ Πολυτεχνείο».
Τραγούδι για το Πολυτεχνείο θα έγραφε και ο Γιάννης Γλέζος, στον προσωπικό δίσκο του «Χαρούμενος Πηγαίνω» [Lyra, 1978], που είχε ηχογραφηθεί, όσον αφορά στα όργανα, στο στούντιο του Tony Pinelli στη Νέα Υόρκη, και όσον αφορά στη φωνή στο Polysound της Αθήνας. Ντραμς στην ηχογράφηση έπαιζε ο παλιός ντράμερ των Juniors Τζίμης Νταής, τα σύνθια χειριζόταν ο ίδιος ο Γλέζος, με το τραγούδι να αποκαλείται «Τα παιδιά» και να είναι με διαφορά το ωραιότερο του δίσκου. Και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σε σχέση με το θέμα μας...
Γιάννης Γλέζος - Τα Παιδιά
Πολυτεχνείο και στη δεκαετία του ’80, με πανκ και «έντεχνα»
Η δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά στα Εξάρχεια, στην επέτειο του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1985, από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα, δημιούργησε νέα δεδομένα στον κοινωνικό χώρο, για πολλούς λόγους, μα και επειδή η αποτρόπαια εκείνη πράξη είχε συμβεί επί σοσιαλιστικής διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
Ο Καλτεζάς θα γινόταν ήρωας-μάρτυρας, για την πανκ σκηνή, που ήδη βρισκόταν στα πάνω της, με τις αναφορές στο περιστατικό να είναι πολλές και ποικίλες, από ’κει και κάτω. Έτσι, το Πολυτεχνείο με τους νεκρούς του, που δεν ήταν μόνον εκείνοι του ’73, μα και οι Ιάκωβος Κουμής-Σταματίνα Κανελλοπούλου, από την επέτειο του 1980 –άκου το “Athens burning” των Stress– και βεβαίως ο Καλτεζάς από το ’85, αποκτά μια νέα οντότητα στο δεύτερο μισό του ’80, η οποία και σε σχέση με το πανκ θα άξιζε να αντιμετωπιστεί σε ξεχωριστό άρθρο.
Να αναφέρουμε λοιπόν, έτσι εντελώς ενδεικτικά, το συγκρότημα Στάχτες, ένα από τα πολύ καλά πανκ της εποχής, που δεν αξιώθηκε να δει τα τραγούδια του να κυκλοφορούν σε δίσκους εκείνα τα χρόνια, καθώς το μοναδικό LP με τίτλο το όνομά τους θα τυπωνόταν το 2013 από τις Labyrinth of Thoughts / Wipe Out! Records.
Ένα από τα τραγούδια των Στάχτες ήταν και η «Επέτειος», στο οποίο ακούμε στίχους σαν και τούτους: «Οι θύμησες, οι νεκροί και τα αγάλματα δεν είναι ο αγώνας / μόνο εσύ κι εγώ κι ένα χαμόγελο παιδικό» και πιο κάτω «απόψε τιμώντας πάλι τους νεκρούς κι ακόμα τρεις, Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς».
Το «έντεχνο» συνεχίζει και στα χρόνια του ’80 να αναφέρεται στο Πολυτεχνείο, μέσα από πολλά και διάφορα τραγούδια, έμμεσα ή άμεσα. Κι έτσι, κι επειδή το κείμενο έχει ήδη απλωθεί αρκετά, ας αναφέρουμε μόνο το πολύ ωραίο τραγούδι των Αντρέα Μικρούτσικου-Μανώλη Ρασούλη «Πολυτεχνείο», με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη, από το κλασικό πλέον LP «Νάμαστε Πάλι Εδώ Αντρέα!» [EMI / Columbia] του 1985. Καλύτερο δεν βρίσκεται για κλείσιμο...
Πολυτεχνείο ~ Μαρία Δημητριάδη - Ανδρέας Μικρούτσικος - Μανώλης Ρασούλης