ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1973 και ακόμα διεξάγονται μάχες μέσα στις λέξεις και στα συναισθήματά μας. Πολλοί είναι πια εκείνοι που σπεύδουν στην ξινή απομυθοποίηση έως τον βαθμό της απαξίωσης. Αντλούν από την εκ των υστέρων γνώση διαφόρων εξελίξεων (όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου) για να αποφανθούν είτε για το μάταιο είτε και για το λάθος εκείνης της συλλογικής έγερσης με επίκεντρο τους φοιτητές αλλά και έναν αφανή λαό: μαθητές, εργάτες, μεγαλύτερους και νεότερους που βρέθηκαν στις συγκρούσεις έξω από το κτίριο του Μετσοβίου (το τελευταίο βιβλίο του ακαταπόνητου ερευνητή Λεωνίδα Καλλιβρετάκη για τους αφανείς εκείνων των ημερών επιβεβαιώνει τη σημασία αυτού του πλήθους¹).
Δεν είναι, φυσικά, ασυνήθιστο να κρίνει κανείς μια ιστορική στιγμή (ούτε την ίδια του τη νεότητα) αναλογιζόμενος τις συνέπειες ή με μια εκ των υστέρων πολιτική καχυποψία. Δεν κρίνεται όμως έτσι η Ιστορία και οι πράξεις των ανθρώπων. Δοκιμάζοντας να κρίνει κανείς την εξέγερση του Πολυτεχνείου με κριτήριο ατομικές περιπτώσεις ή το πώς έγινε πιο σκληρή η δικτατορία μετά την εξέγερση δεν έχει νόημα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί κανείς να εξάγει (από την εξέγερση εκείνη) όλες τις χρήσεις και τις καταχρήσεις δεκαετιών που πιστώθηκαν σε ιδέες και συνθήματα. Το ιδεώδες της εξέγερσης είναι η καρδιά κάθε μαχητικού ιδεαλισμού και ριζοσπαστικής φαντασίας. Μιλώντας όμως για το 1973 και τα παιδιά του Νοέμβρη μιλούμε επί συγκεκριμένου. Ήταν μια μοναδική εξεγερσιακή στιγμή, μια αφύπνιση συνειδήσεων και σωμάτων σε καθορισμένο τόπο και χρόνο.
Το '73, εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άνθρωποι, μέσα και έξω, αναμετρήθηκαν με τον φόβο και την οργανωμένη, φονική βία μιας παρακμιακής δικτατορίας. Αποφάσισαν, αθετώντας εν μέρει γραμμές και συχνά παρακούοντας υποδείξεις, να μη γίνουν μέρος μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα «εξημέρωνε» τάχα την εικόνα της χούντας και θα διαιώνιζε μια συνθήκη αυταρχικού κράτους με φιλελεύθερες πινελιές κανονικότητας.
Όταν, λοιπόν, εξακολουθούμε να συγκινούμαστε από αυτήν τη στιγμή, έχουμε κατά νου κάτι άλλο από «γνωστά πρόσωπα», επαναλαμβανόμενα συνθήματα ή χιλιοπαιγμένες εικόνες. Κάτι άλλο από επεισόδια, τηλεοπτική αναμονή επεισοδίων ή ρητορικές κορόνες. Κακά τα ψέματα, το Πολυτεχνείο υπήρξε η ηθική νοημοσύνη όσων το έπραξαν και το βίωσαν. Ήταν μια υπογραφή, μια συλλογική επιστολή κάποιων ανθρώπων που βρέθηκαν μέσα σε μια ασυνήθιστη πτύχωση της Ιστορίας. Όλα όσα σωρεύτηκαν ως γνώση εκ των υστέρων για τον ανταγωνισμό πολιτικών γραμμών στο φοιτητικό κίνημα, τις οργανωμένες ή αυθόρμητες πράξεις, τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες ηρωισμού κ.λπ. έχουν φυσικά τη σημασία τους. Δεν μας δίνουν όμως πρόσβαση στην αλήθεια εκείνης της στιγμής που ήταν μια εμπειρία συλλογικής ελευθερίας.
Το '73, εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άνθρωποι, μέσα και έξω, αναμετρήθηκαν με τον φόβο και την οργανωμένη, φονική βία μιας παρακμιακής δικτατορίας. Αποφάσισαν, αθετώντας εν μέρει γραμμές και συχνά παρακούοντας υποδείξεις, να μη γίνουν μέρος μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα «εξημέρωνε» τάχα την εικόνα της χούντας και θα διαιώνιζε μια συνθήκη αυταρχικού κράτους με φιλελεύθερες πινελιές κανονικότητας.
Οι άνθρωποι που συνέπραξαν στο Πολυτεχνείο, με τον έναν ή άλλο βαθμό συμμετοχής και κινδύνου, είχαν μια ορμή για επινόηση νέων κοινοτήτων αγώνα, ερωτικής και πολιτικής δημιουργίας. Και σκέφτομαι πως ίσως είναι αυτό που δεν τους συγχωρείται από κάποιους μεταγενέστερους. Εμείς, λόγου χάρη, της γενιάς του ’80, νιώθαμε πάντα ως βάρος ενοχλητικό την ιστορία του Πολυτεχνείου. Έτσι προέκυψε είτε η μιμητική χορογραφία είτε μια δύσθυμη άρνηση και ωμή δεξιά υποτίμηση. Η νοεμβριανή εξέγερση έγινε ένα αυτοαναφορικό ξέσπασμα για κάποιους που πάντα εξιδανικεύουν τη σύγκρουση και την κατάληψη, εκτός τόπου και χρόνου. Θεωρήθηκε όμως και κάτι αφόρητο και αντιπαθές από εκείνους που γλίστρησαν σταδιακά στη μνησίκακη ενατένιση του παρελθόντος. Οι μεν θέλουν να ζήσουν διαρκώς μια νεότητα της ρήξης. Οι δε απωθούν και αντιστρατεύονται όλο τον παλαιό εαυτό τους, αποξενωμένοι όμως και από αιτήματα και προσδοκίες που έχουν ακόμα νόημα. Έπειτα ήρθε η εύκολη απομυθοποίηση που τρεφόταν από μια μονότονη προοδευτική ηρωολατρεία. Πολλοί είναι πρόθυμοι να μουρμουρίσουν ένα «σιγά το Πολυτεχνείο» ή «αμάν πια με το Πολυτεχνείο». Ωστόσο, αυτή η διάθεση σχετικοποίησης και σμίκρυνσης είναι απλώς αχαριστία. Αχαριστία όχι απέναντι στον έναν ή άλλον επώνυμο/-η εκείνης της γενιάς παρά στην ίδια την ηθική εκείνης της εξέγερσης που πήρε πάνω της την ευθύνη να μιλήσει για έναν λαό (όπου οι απόντες ήταν πάντοτε η μεγάλη πλειονότητα).
Ας το παραδεχτούμε: τον Νοέμβριο του ’73 συνέβη ένα θαύμα συλλογικότητας. Το υλικό της ήταν συναισθήματα και ιδέες, αλλά κυρίως η αποκοτιά και το θάρρος μιας νεότητας. Γι’ αυτό και η κατοπινή θεσμική και επαγγελματική ζωή, τα συμβόλαια ενηλικίωσης και οι στρατηγικές επιβίωσης των ανθρώπων τις δεκαετίες που ακολούθησαν δεν λένε κάτι για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Όλα αυτά όπως και οι καριέρες και οι χαρακτήρες του τάδε ή του δείνα, όλο αυτό το σχόλιο πάνω στο τι αποδείχτηκε κάποιος ή κάποια στα πενήντα του/της, είναι απλώς η ζωή μετά. Το Πολυτεχνείο υπήρξε όμως μια τομή και ένα ρήγμα απ’ όπου ένας κόσμος μπόρεσε να αισθανθεί θετικά ελεύθερος, ικανός να προσδιορίσει το μέλλον με τις δικές του δυνάμεις. Εφήμερη επινόηση μιας νέας ελευθερίας, αξεδιάλυτα ατομικής και κοινωνικής. Μισό αιώνα αργότερα μπορούμε να ξανασκεφτούμε αυτήν τη στιγμή δίχως αχαριστία και χωρίς τα κουρασμένα λόγια που διανθίζουν τα κομματικά μας διαγγέλματα.
[1] Βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο - Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973, Θεμέλιο, 2023.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.