ΑΝΗΚΩ ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ '70. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα παρακολουθώντας τους γονείς μου να γεμίζουν ένα παλιό Wolseley με είδη πρώτης ανάγκης κάθε τόσο για να είμαστε έτοιμοι να κρυφτούμε στην περίπτωση που τα πράγματα με τη χούντα εξελίσσονταν άσχημα. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει η λέξη «χούντα», αλλά από τις κουβέντες γύρω μου καταλάβαινα ότι μας βρήκε μεγάλο κακό.
Έκτοτε δεν έχω ζοριστεί ιδιαίτερα για τίποτα. Μεγάλωσα σε μια δημοκρατία που μου πρόσφεραν έτοιμη οι αγώνες άλλων, δεν πέρασα πολέμους, δεν πέρασα εμφυλίους, δεν πέρασα εθνικές καταστροφές, δεν τούρκεψα, δεν πείνασα, δεν κλείστηκα σε γκέτο, δεν βασανίστηκα για κάτι ιδιαίτερα.
Βέβαια, η έμφαση που έδιναν οι πρόγονοί μου και οι γονείς μου στη σημασία της προσφοράς στο κοινό καλό και στην κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή στη σημασία τού να μη βλέπεις ως περαστικός τα πράγματα, με απάθεια, με οδήγησε σε αυτά που έκανα και συνεχίζω να κάνω μέχρι σήμερα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό να συγκριθεί με τα δεινά που σήκωσαν στους ώμους τους οι προηγούμενες γενιές.
Εμείς έχουμε την τύχη να αγωνιζόμαστε εκ του ασφαλούς, με πολλά κεκτημένα. Φυσικά και υπάρχουν πολλές ασχήμιες και αδικίες που πρέπει να αλλάξουν, αλλά τις πολεμάμε πάνω στο μαξιλαράκι των κεκτημένων που δημιούργησαν άλλοι για εμάς. Και αν ζοριζόμασταν και λίγο θα φτιάχναμε τα δικά μας Ματαρόα για οπουδήποτε θέλαμε στον κόσμο.
Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε το κρύο ή τις σφαίρες σε κάποιο χαράκωμα, αλλά ο πόλεμος με την κακή μας φύση, την αδιάφορη, τη φθονερή, τη φθηνή και τη συμβιβασμένη, αυτήν που δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, χρειάζεται την ίδια υπερβατικότητα και ψυχή βαθιά.
Και ξαφνικά ο κόσμος μίκρυνε και δεν έχουμε πού αλλού καλύτερα να πάμε. Και ήρθαν οι πρώτοι θάνατοι. Δύο συγκεκριμένα στο στενό μου περιβάλλον. Από ποιον; Από τι; Ποιος μας παίζει αυτό το παιχνίδι; Είναι μια τεχνητή κρίση ή η φύση προσπαθεί να ισορροπήσει ξανά σε νέο σημείο;
Ό,τι και να είναι, είναι εδώ. Μας συμβαίνει στ' αλήθεια. Είμαστε οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες στις δυστοπίες των αγαπημένων μας συγγραφέων, του Ζαμιάτιν, του Χάξλεϊ, πρόσφατα του Λάντσεστερ, και πρέπει να βρούμε τρόπο να κλείσουμε αυτή την ιστορία με καλό τέλος.
Πώς όμως; Το απλό είναι να σιωπήσουμε και να ακολουθούμε προσεκτικά τις οδηγίες που μας δίνουν. Διαβάσατε τι έγραψα μόλις; Στο «Εμείς» του Γιεβγένι Ζαμιάτιν, ένα βιβλίο που γράφτηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αυτή την οδηγία δίνει ο αστυνομικός της μυστικής αστυνομίας του One State στους απείθαρχους και μπερδεμένους «πολίτες».
Πώς όμως, όταν όλα όσα ξέραμε έπαψαν να είναι δεδομένα; Ο τρόπος με τον οποίον δουλεύαμε, οι διεκδικήσεις μας, οι σχέσεις μας, οι αξίες πάνω στις οποίες χτίζαμε το προσωπικό μας οικοδόμημα. Το μαξιλαράκι μας άρχισε να ξεπουπουλιάζεται και δεν έχω τα κατάλληλα εφόδια να αντιμετωπίσω τις ερωτήσεις του μικρού μου ανιψιού: «Γιατί δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω;», «γιατί δεν μπορούμε να ξαναρχίσουμε από την αρχή;», «γιατί πεθαίνουν ξαφνικά τόσοι άνθρωποι κάθε μέρα;», «αν βγω έξω από το σπίτι, θα πεθάνω κι εγώ;».
Η εξίσωση έχει περισσότερους άγνωστους x και πρέπει να τη λύσουμε, διαβάζοντας ξανά τα γνωστά μας στοιχεία, τα χειροπιαστά, αυτά που δίνουν τώρα νόημα στον πάντα λίγο χρόνο μας.
Με τη διαφορά ότι αυτή είναι μια μοναχική μάχη.
Η μάχη που δίνουμε για πρώτη φορά είναι απέναντι σε έναν και μόνο εχθρό. Τον εαυτό μας. Γιατί αν δεν αλλάξουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι, δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική διαφορά.
Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε το κρύο ή τις σφαίρες σε κάποιο χαράκωμα, αλλά ο πόλεμος με την κακή μας φύση, την αδιάφορη, τη φθονερή, τη φθηνή και τη συμβιβασμένη, αυτήν που δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, χρειάζεται την ίδια υπερβατικότητα και ψυχή βαθιά.
Εν τέλει, «Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή»* και πώς θα ζήσεις την κάθε ώρα μετράει.
*Ζακ Ντεριντά «Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει» (εκδόσεις Άγρα)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια