Πέρσι τέτοιο καιρό οι «Άγριες Μέλισσες» πλασάρονταν ως το μεγαλύτερο στοίχημα της ελληνικής τηλεόρασης εδώ και μια δεκαετία. Και ήταν. Καθημερινή σειρά εποχής, πανάκριβη παραγωγή, με άγνωστους στο ευρύ κοινό ηθοποιούς σε βασικούς ρόλους (που έχουν, ωστόσο, καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους στο θέατρο) και με έναν head σκηνοθέτη που δεν είχε ξαναδοκιμαστεί στο μέσο. Έναν χρόνο, μία πανδημία και δύο εκατομμύρια τηλεθεατές μετά κάτι φαίνεται να πήγε σωστά. Ή, ίσως, όλα. Γι' αυτό οι «Μέλισσες» συνεχίζονται για δεύτερη (και μάλλον τελευταία, όπως ήδη ψιθυρίζεται) σεζόν και το κοινό ετοιμάζεται να επιστρέψει στον θεσσαλικό κάμπο των '60s για να πιάσει το νήμα της ιστορίας των αδερφών Σταμίρη από κει που το άφησε.
Ο θεματικός πυρήνας της σειράς διέπεται από μια από τις πιο «καυτές πατάτες» των ημερών, το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης και ενδυνάμωσης ενάντια στην πατριαρχική καταπίεση. Κοινωνικό μήνυμα σε ελληνική καθημερινή σειρά; Γιατί όχι, είναι σίγουρα άλλο ένα από τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν.
Πέρα, όμως, από το υψηλό επίπεδο της παραγωγής και τον αναπάντεχα λειτουργικό, όπως αποδείχθηκε, συνδυασμό θεατρικών ηθοποιών με αγαπητά τηλεοπτικά πρόσωπα, οι «Μέλισσες» έκρυβαν κι άλλους άσους για να κερδίσουν ένα τόσο ευρύ και ετερόκλητο κοινό: Κατ' αρχάς δεν πρόκειται για ένα τυπικό, αρτηριοσκληρωτικό «period drama», από εκείνα που ενδεχομένως θα απευθύνονταν αποκλειστικά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Εδώ τίποτα δεν είναι «βαρύ», η φρεσκάδα των νέων προσώπων σίγουρα συντελεί σε αυτή την αίσθηση και οι κώδικες του καθημερινού τηρούνται τόσο-όσο, στοιχεία μάλλον απαραίτητα σε μια χρονική συγκυρία που το είδος γνωρίζει νέα άνθηση διεθνώς. Έπειτα, μιλάμε για μια σειρά που περιστρέφεται γύρω από τρεις γυναικείους χαρακτήρες, τρεις αδερφές που χάνουν το πατρικό στήριγμα και πρέπει να παλέψουν μόνες τους, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες, στον ζόφο της ελληνικής επαρχίας, ενώ κι άλλες ηρωίδες εμφανίζονται ανεξάρτητες, δυναμικές, ακόμα και καλλιεργημένες. Με άλλα λόγια, ο θεματικός πυρήνας της σειράς διέπεται από μια από τις πιο «καυτές πατάτες» των ημερών, το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης και ενδυνάμωσης ενάντια στην πατριαρχική καταπίεση. Κοινωνικό μήνυμα σε ελληνική καθημερινή σειρά; Γιατί όχι, είναι σίγουρα άλλο ένα από τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν. Πέραν αυτών, όμως, το «Διαφάνι» και οι ιστορίες του τριγκάρουν σίγουρα σε μια μεγάλη μερίδα του κοινού βιώματα (στους γηραιότερους) ή παιδικές αναμνήσεις από αφηγήσεις (στους νεότερους), ενώ η ίδια η ερμηνευτική προσέγγιση των ηθοποιών, όπως θα μου αποκαλύψουν στη συνέχεια, «πατάει» συχνά πάνω σε τέτοιες θύμησες. Φρέσκια ματιά, φεμινιστική θέση, συλλογική μνήμη και νοσταλγία, λοιπόν, ή αλλιώς το τρίπτυχο της επιτυχίας των «Μελισσών».
Εν τω μεταξύ, όπως τόνισε ο διευθυντής προγράμματος του ΑΝΤ1 Τζώρτζης Ποφάντης στην πρόσφατη παρουσίαση του νέου προγράμματος του σταθμού, η απουσία ριάλιτι και η ενίσχυση παραγωγών, όπως οι «Μέλισσες», αποτελεί όχι τυχαία, αλλά προφανώς στρατηγική επιλογή του σταθμού. Επιλογή που, όπως αποδείχτηκε, έφερε ντόμινο εξελίξεων στην τηλεοπτική μυθοπλασία για φέτος, καθώς είναι η πρώτη χρονιά μετά την έλευση της κρίσης που έχουμε τόσο πολλές νέες σειρές σε όλα τα κανάλια. Αντίστοιχα, βέβαια, θα έχουμε και μια χούφτα νέων ριάλιτι και έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πού θα καταλήξει αυτή η εκ των πραγμάτων άνιση μάχη. «Αλλά τι να συγκρίνεις, την Κίτσου με τα ριάλιτι;» θα μου πει αργότερα ο σκηνοθέτης της σειράς Λευτέρης Χαρίτος. «Δεν τα υποτιμώ, αλλά δεν έχουμε καμία σχέση ως προϊόν. Τα ριάλιτι απευθύνονται σε ένα άλλο σημείο του κορμιού του ανθρώπου. Αν ο μόνος τρόπος για να χτυπήσεις μια καλή σειρά είναι το ριάλιτι, αφού δεν μπορείς να τη χτυπήσεις με άλλη σειρά, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα!»
Καθώς φτάνω στα ΚΑΠΑ Studios στα Σπάτα για να παρακολουθήσω μια μέρα γυρισμάτων των «Μελισσών», σκέφτομαι ότι κυνηγάω αυτό το ρεπορτάζ από τον Μάιο, όταν ξεκίνησαν ξανά τα γυρίσματα μετά την παύση της καραντίνας, αλλά ακριβώς επειδή η παραγωγή έχει πάρει εξονυχιστικά μέτρα προστασίας, πράγμα που μου επισημαίνουν στη συνέχεια επανειλημμένα όλοι οι συντελεστές, η χρονική συγκυρία είναι ιδανική τώρα, μια και συμπίπτει με το δικό μου (αρνητικό) τεστ για τον κορωνοϊό, μετά τις διακοπές και πριν από την επιστροφή στο γραφείο. Στο στούντιο όλο το συνεργείο κυκλοφορεί υποχρεωτικά με μάσκες και οδηγούμαστε, μαζί με τη φωτογράφο, στα έγκατα του υπογείου όπου έχουν δημιουργηθεί όλοι οι εσωτερικοί χώροι που λειτουργούν ως βασικά σκηνικά: το σπίτι του Δούκα με τα δικά του υπο-locations, αντίστοιχα το σπίτι και το αστυνομικό τμήμα του Προύσαλη, το σπίτι των κοριτσιών, το σχολείο.
Όρντινο στις 12:00
Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει σκηνές από διαφορετικά επεισόδια που εκτυλίσσονται στο σαλόνι του Δούκα (Λεωνίδας Κακούρης), ο οποίος είναι εξαφανισμένος, με ένα ένταλμα σύλληψης να εκκρεμεί εις βάρος του. Ο ενωμοτάρχης Προύσαλης (Γιώργος Σουξές) τον ψάχνει, η γυναίκα του, η Μυρσίνη (Κατερίνα Διδασκάλου), η αδερφή του, η Ανέτ (Κάτια Δανδουλάκη), και ο γιος του, ο Κωνσταντής (Γιάννης Κουκουράκης), (δείχνουν πως) δεν γνωρίζουν τίποτα. Η σκηνή είναι μικρή και ολοκληρώνεται με ευκολία – τα πάντα φαίνονται να λειτουργούν ρολόι και οι ηθοποιοί δεν χάνουν ούτε λέξη.
Όπως θα μου εξηγήσει στη συνέχεια η βοηθός σκηνοθέτη Μαίρη Τρυφιάτη, «σήμερα γυρνάμε μια σειρά σκηνών από το επεισόδιο 142 μέχρι το 150 περίπου, οπότε τοποθετούμαστε περίπου τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Δεν γυρίζουμε το σενάριο γραμμικά, στήνονται οι σκηνές από μια σειρά πεντέξι επεισοδίων και προχωράμε ανά location αλλά και βάσει της διαθεσιμότητας των ηθοποιών». Λίγες στιγμές μετά, εμφανίζεται μια τούρτα και όλοι συγκεντρώνονται για μια μίνι έκπληξη στην Άσπα, τη μακιγέζ, και τον Δημοσθένη, τον ηχολήπτη, που έχουν γενέθλια. Η έκπληξη πετυχαίνει και όλοι δείχνουν ευδιάθετοι.
Backstage
Στο lunch break που ακολουθεί ενοχλώ λίγο τους ηθοποιούς που πετυχαίνω στα καμαρίνια. Η Κατερίνα Διδασκάλου μου λέει: «Ο κόσμος που αποφασίζει για τη διάρκεια μιας δουλειάς, είτε αυτό είναι θέατρο είτε μια σειρά, μας ήθελε για δεύτερο κύκλο. Είναι τέλειο να νιώθεις ότι έχεις μπροστά σου ακόμα μία σεζόν με κάτι που έχεις αγαπήσει πολύ. Οι σεναριογράφοι μού έχουν κάνει ένα υπέροχο δώρο. Αυτή η ηρωίδα είναι τόσο πολυεπίπεδη, με εκπλήσσει κι εμένα με τις αντιδράσεις της. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο μεγάλο σπόιλερ, ότι το σενάριο είναι τόσο καλό, που δημιουργεί συνεχείς εκπλήξεις και ανατροπές, σχεδόν σαν τη ζωή. Εύχομαι σε κάθε τελευταίο κύκλο ο κόσμος να απαιτεί κι έναν ακόμη, και το εύχομαι για όλες τις σειρές. Η τηλεόραση καθορίζει την αισθητική μιας χώρας».
Παραδίπλα, ο Γιώργος Σουξές έχει ολοκληρώσει τις σκηνές του για την ήμερα. «Εγώ αντιπαθούσα τους ρόλους των γιατρών, των αστυνομικών και των δικηγόρων. Δεν δίνουν τίποτα σε ένα σίριαλ. Ο συγκεκριμένος ρόλος, όμως, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: ο άνθρωπος αυτός έχει γεννηθεί στο χωριό. Όλους τους γνωρίζει και όλοι τον γνωρίζουν. Συνεπώς, ανέσυρα μνήμες από το χωριό όπου πήγαινα όταν ήμουν μικρός και συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να είμαι σκληρός απέναντί του. Όποια "εκπαίδευση" κι αν έχει λάβει, θα πρέπει να είναι δίκαιος. Έκανες το αδίκημα; Θα το πληρώσεις, αλλά θα σε νουθετήσουμε και λίγο. Πρέπει να είναι βοηθητικός, όχι τιμωρητικός, δεν είναι η δουλειά του να τιμωρεί. Έτσι συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να πλάσω έναν πολύ ανθρώπινο χαρακτήρα».
Οι σεναριογράφοι αποκαλύπτονται
«Στο τέλος του πρώτου κύκλου βρισκόμαστε ουσιαστικά στη μέση της ιστορίας που ξεκίνησε με τον φόνο που διέπραξαν οι τρεις αδερφές, η Ελένη, η Ασημίνα και η Δρόσω. Θα δούμε να πληρώνει η καθεμιά το τίμημα των πράξεων και των επιλογών της. Η μεγαλύτερη τιμωρία τους είναι πως αυτές οι κοπέλες, που ήταν μια γροθιά και κουβαλούσαν ένα τόσο τρομερό μυστικό, πλέον θα ζούνε χωρισμένες, αποκομμένες η μία από την άλλη» μου εξηγούν οι σεναριογράφοι Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρος Καλκόβαλης. «Μπαίνουμε στον δεύτερο κύκλο με πολύ σημαντικά θέματα ανοιχτά. Ένα παιδί έχει αλλάξει χέρια, αφήνοντας μεγάλες πληγές, ο κύκλος αίματος που άνοιξε με τον θάνατο του Γιώργη δεν έχει κλείσει ακόμα και η δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί. Αυτή η πορεία προς τη δικαίωση των ηρώων θα είναι επίπονη και διαφορετική για τον καθένα. Το βασικό ζητούμενο είναι αν οι αδερφές Σταμίρη θα καταφέρουν να ενωθούν ξανά, όπως παλιά, ενάντια σε όσα και όσους τους χωρίζουν. Αυτή την επιθυμία εξέφρασε η Ελένη στον πρώτο κύκλο και πρέπει να δούμε αν η θέλησή της είναι πιο δυνατή από τα εμπόδια που έχουν ν' αντιμετωπίσουν».
Έχουν επηρεάσει η πανδημία και οι νέες συνθήκες δουλειάς το σενάριο των «Μελισσών»; Έχουν περιοριστεί, για παράδειγμα, οι ερωτικές σκηνές; «Αν μας ρωτάτε κατά πόσο έχουμε αλλάξει τις πλοκές εξαιτίας της πανδημίας, η απάντηση είναι καθόλου. Σίγουρα χρειάστηκε να προσαρμόσουμε κάποιες σκηνές στα νέα δεδομένα, αλλά από κει και πέρα, τόσο η παραγωγή όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να γίνουν όλα σωστά και χωρίς εκπτώσεις για τους θεατές. Στο μόνο που μας επηρέασε είναι πως δεν προβλήθηκε φέτος το προγραμματισμένο φινάλε του πρώτου κύκλου, που ήταν το επεισόδιο 141. Μάλιστα, οι ημέρες της καραντίνας μπορούμε να πούμε ότι ήταν και οι πιο δημιουργικές, καθώς δεν υπήρχε και τόσο μεγάλη πίεση χρόνου».
Πώς καταφέρνουν, όμως, να συνδυάσουν τις ποσοτικές απαιτήσεις ενός καθημερινού σίριαλ με τα υψηλά ποιοτικά στάνταρ που αποδείχτηκε ότι διαθέτουν σεναριακά οι «Μέλισσες»; «Δικός μας στόχος είναι να αντιμετωπίζουμε κάθε επεισόδιο με την ίδια συνέπεια και αφοσίωση, είτε πρόκειται για σειρά των 5, είτε των 150 επεισοδίων. Σίγουρα πρέπει να ακολουθούνται οι αφηγηματικές τεχνικές και οι ανάγκες κάθε είδους, δεν είναι το ίδιο μια εβδομαδιαία με μια καθημερινή σειρά. Σε όλες, όμως, απαιτείται να αγαπάς αυτό που κάνεις, να μην επαναπαύεσαι και να γνωρίζεις σε βάθος τους ήρωες. Τον τελευταίο χρόνο "ζούμε" στο Διαφάνι, για να μπορούμε να αφουγκραστούμε κάθε χαρακτήρα, να του δίνουμε φωνή, να τον οδηγούμε στο επόμενο βήμα του. Επίσης, είμαστε δυο δημιουργοί που δουλεύουμε μαζί εδώ και είκοσι χρόνια κι αυτό κάνει την όλη διαδικασία πιο εύκολη».
«Μιλάμε την ίδια γλώσσα»
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις ανάγκες των γυρισμάτων επιστρατεύονται δύο ξεχωριστά συνεργεία με δύο σκηνοθέτες, τον Σπύρο Μιχαλόπουλο και τον Σταμάτη Πατρώνη. Έχοντας πετύχει τον κ. Μιχαλόπουλο στο μόνιτορ να προετοιμάζει την επόμενη σκηνή, τον ρωτώ αν η υψηλή τηλεθέαση έχει φέρει περισσότερες δημιουργικές ελευθερίες. «Η επιτυχία του πρώτου κύκλου κάνει πιο δύσκολη τη δουλειά μας. Υπάρχει μια πολύ γερή βάση και αυτό είναι λίγο αγχωτικό γιατί πρέπει να κρατηθεί. Η αλήθεια είναι ότι πέρσι είχαμε περισσότερους φόβους στην αρχή, ήταν ένα περίπλοκο στοίχημα. Ο θεατής γενικά αποκομίζει έναν σεβασμό. Βλέπει μια σειρά που δεν τον κοροϊδεύει, σε επίπεδο παραγωγής, έρευνας... Βλέπει μια συνέπεια από εμάς. Η δυσκολία στο καθημερινό είναι το ασφυκτικό πρόγραμμα. Παλιά λέγαμε ότι "δεν κάνουμε καθημερινό για να γινόμαστε καθημερινά ρεζίλι αλλά για να είμαστε καθημερινά πρώτοι". Τα γυρίσματα είναι εξαντλητικά, χρειάζεται απόλυτη επικοινωνία με το συνεργείο, πρέπει να ζεις με αυτούς τους ανθρώπους 10 ώρες την ημέρα επί 10 μήνες. Τόσο δεν μένεις ούτε με τη σχέση σου στο σπίτι. Ο δεύτερος κύκλος θα είναι κύκλος συνεχών ανατροπών. Λύνονται πολλά ζητήματα, προκύπτουν καινούργια, εξελίσσονται οι χαρακτήρες, έρχονται νέοι, ανατρέπονται δεδομένα».
Ο σκηνοθέτης πλησιάζει στο τραπέζι του σαλονιού όπου έχουν πάρει θέση ήδη η Μυρσίνη και η Ανέτ μαζί με την Ασημίνα (Έλλη Τρίγγου), τη μεσαία από τις αδερφές Σταμίρη, και την Πηνελόπη (Μαρία Πετεβή), την κόρη του Δούκα. Η σκηνή είναι διαλογική και γεμάτη ένταση, καθώς οι γυναίκες συγκρούονται μεταξύ τους, ενώ δύο πράγματα μου κάνουν εντύπωση. Καταρχάς, ο χρόνος που αφιερώνεται στη σωστή προετοιμασία της. Ο σκηνοθέτης μαζί με τη βοηθό του έχουν σχηματίσει μια «στρογγυλή τράπεζα» με τις ηθοποιούς και αναλύουν σχεδόν κάθε φράση, πώς λειτουργεί το λεκτικό πινγκ-πόνγκ, ποιες θα πρέπει να είναι οι αυξομειώσεις στον τόνο. Ακολουθεί η πρόβα και στη συνέχεια το γύρισμα, που επαναλαμβάνεται δύο φορές, για να κρατηθούν συγκεκριμένα κάδρα. Εκεί συνειδητοποιώ ότι μεγάλο μέρος της μαγείας της σειράς οφείλεται σε αυτό το «χώνεμα» ηθοποιών διαφορετικών καταβολών, που κατά περίεργο τρόπο έχουν δέσει. Ο καθένας υπηρετεί άξια και με τη δική του ερμηνευτική στόφα τον ρόλο του, αλλά όλοι δείχνουν να μιλούν την ίδια γλώσσα, όπως θα μου επιβεβαιώσει στη συνέχεια η Κάτια Δανδουλάκη.
«Ό,τι αφορά αυτήν τη δουλειά ήταν θετικό από την πρώτη στιγμή. Είπα ότι θέλω να συμμετέχω για να ξαναθυμηθώ πώς ήταν οι δουλειές κάποτε. Είχαμε χάσει αυτήν τη μαγεία, τότε που νόμιζες ότι έβλεπες σινεμά. Έπειτα, σχεδόν όλοι οι νέοι ηθοποιοί έχουν βγάλει καλές σχολές, έχουν κάνει θέατρο, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί έχουν βάση, και είναι σαν να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Δεν θέλω να καταργήσω αυτούς που δεν έχουν κάνει θέατρο, είναι ελεύθερο το επάγγελμα. Όμως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά στο αποτέλεσμα που βλέπουμε. Αυτό που κάποτε λέγανε "μη μιλάς θεατρικά στην τηλεόραση" δεν υπάρχει. Ο κίνδυνος είναι να μιλάς αδιάφορα. Το σωστό είναι να μιλάς στο μέτρο που αντιστοιχεί στο θέατρο ή στην τηλεόραση, γιατί είναι διαφορετική η εκφορά του λόγου και του συναισθήματος. Εγώ είχα τη μεγάλη τύχη να ζήσω όλη τη λαμπρή εξέλιξη της τηλεόρασης, από την αρχή της μέχρι και σήμερα, τη λατρεύω και με αγάπησε κι εκείνη πολύ. Δεν υπήρξε χρονιά που να μην κάνω τηλεόραση και θέατρο παράλληλα. Μπορεί να σας φανεί μελό, αλλά όταν μύρισα τη μυρωδιά του πλατό αισθάνθηκα ότι βρήκα το σπίτι μου, όπως το αισθάνομαι και στο θέατρο. Η Μελίνα (σ.σ. Τσαμπάνη, η σεναριογράφος) νομίζω ότι με ένα κρυφό μάτι, από την ώρα που γεννήθηκα, έβλεπε την Κάτια να μεγαλώνει κι έγραψε έναν ρόλο που είναι η Κάτια. Μου είναι τόσο οικείες οι αντιδράσεις της Ανέτ. Είναι ένας ρόλος που φέρνει τις ισορροπίες, αλλά η ίδια έχει στη ζωή της τεράστια σκαμπανεβάσματα που δεν μπορεί να τα κοντρολάρει. Είμαστε άνθρωποι όλοι, όσες συμβουλές κι αν δίνουμε, όταν βρεθούμε στα δύσκολα, δεν υπάρχουν κανόνες. Στη δεύτερη σεζόν βαδίζουμε σε μονοπάτια επικίνδυνα, τα πράγματα θα γίνουν ακραία. Πιστεύω ότι θα είναι η τελευταία χρονιά, και καλά κάνουν, θέλουμε να τελειώσει με δόξα και τιμή».
Για την Έλλη Τρίγγου (όπως και για τη Μαρία Κίτσου, την οποία δυστυχώς δεν συναντώ στο συγκεκριμένο γύρισμα), η προηγούμενη σεζόν ήταν σημαδιακή. Μιλάμε για δύο ηθοποιούς που το θεατρόφιλο κοινό αγαπά και παρακολουθεί πιστά τα τελευταία (λίγα, στην περίπτωση της Έλλης, περισσότερα στης Μαρίας) χρόνια. Χρειάστηκε όμως μια τηλεοπτική σειρά για να τις μάθει μέσα σε μια νύχτα το πανελλήνιο. Άδικο; Ίσως. Αναμενόμενο; Σίγουρα.
«Με τρόμαζε το μέσο, ενώ πάντα γνώριζα τη δύναμή του, και βρέθηκε η ιδανική συνθήκη για μένα. Από το σενάριο, τους συνεργάτες και την κατάσταση, είναι αυτό που μου ταιριάζει» περιγράφει η Έλλη. «Ο ρυθμός είναι εντελώς διαφορετικός. Στο θέατρο κάνουμε πρόβες επί μήνες πριν από μια παράσταση (σ.σ. η Έλλη θα καθοδηγηθεί σκηνοθετικά και θα παίξει με τον Αργύρη Πανταζάρα, μία από τις ηχηρές νέες αφίξεις στις «Μέλισσες», στην παράσταση «This is not Romeo and Juliet», από τον Οκτώβριο στο Πορεία). Εδώ τρέχουμε! Αλλά έχουν όλοι την ευθύνη του αποτελέσματος. Δεν μπορούμε να κάνουμε έκπτωση. Είναι μια πρόκληση, είναι ένας άλλος τρόπος και ένα εργαλείο που το θεωρώ σωτήριο. Φέτος θα δούμε μια Ασημίνα πιο ώριμη, έχουν περάσει κάποια χρόνια από πάνω της, σε κάποια πράγματα μπορεί να έχει κουραστεί, άλλα να τα έχει ονειρευτεί και τελικά να μην είναι όπως τα ήθελε. Θα κάνει το ταξίδι της. Για να προσεγγίσω την Ασημίνα θυμήθηκα από συζητήσεις με την οικογένειά μου για τη γιαγιά μου, που ήταν κι εκείνη μία από τρεις αδερφές, η μεσαία, και την είχαν στείλει να γίνει μοδίστρα, στο χωριό μας στη Θεσπρωτία, μέχρι κουβέντες με τους σκηνοθέτες, τους σεναριογράφους, μνήμες, αισθήσεις. Εν τέλει, αυτές οι αναμνήσεις κάπως καταλήγουν να γίνονται δικές σου, χωρίς να είναι».
Flashback
Εν τω μεταξύ, η επόμενη, σύντομη, αλλά αρκετά σύνθετη σκηνή, καθώς πρόκειται για ένα flashback, μετά την κηδεία του Σέργιου (Ανδρέας Κωνσταντίνου) ετοιμάζεται πυρετωδώς. Πάνω από 10 άτομα παίρνουν θέση και η ατμόσφαιρα «βαραίνει» ταιριαστά. «Ησυχία, συγκεντρωνόμαστε, σταματάνε οι φωτογραφίες και οι ομιλίες» φωνάζει η βοηθός σκηνοθέτη, δίνοντας τον τόνο. Παρά την αυξημένη δυσκολία, όλα βαίνουν καλώς και οι παρευρισκόμενοι σχεδόν κρατάμε την ανάσα μας με την επιβλητική άφιξη του Βασίλη Μπισμπίκη, που υποδύεται τον σημαντικότερο νέο χαρακτήρα του δεύτερου κύκλου, τον σαδιστή διευθυντή της φυλακής όπου καταλήγει η Ελένη (Μαρία Κίτσου).
«Τώρα κάνουμε εξαιρετικά περίπλοκα γυρίσματα φυλακών στο Δρομοκαΐτειο. Δεν μου έχει ξανατύχει δουλειά με τόσο υψηλό βαθμό δυσκολίας, που έχει να κάνει κυρίως με το ότι όλα πρέπει να είναι πολύ προσεγμένα επειδή είναι εποχής, τι βλέπουμε στο κάθε κάδρο και τι όχι. Το ρακόρ πρέπει να είναι τσεκαρισμένο, τα ρούχα...» μου περιγράφει η βοηθός σκηνοθέτη στη συνέχεια. «Δεν αντιμετωπίζουμε έξτρα δυσκολίες λόγω πανδημίας, κινούμαστε όλοι πολύ προσεκτικά, κάθε 10 μέρες κάνουμε τεστ. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε, που είναι πολύ σημαντικό για εμάς. Η δική μας η δουλειά έχει να κάνει με εύθραυστους ανθρώπους. Πρέπει να τους αγκαλιάζεις, να τους δίνεις δύναμη, να τους λες "θα περάσει". Η επιτυχία του πρώτου κύκλου μάς έφερε κάποιες ευκολίες: μπήκαν επιπλέον χώροι, έχουμε νέες αφίξεις ηθοποιών, που είναι φυσικά καλοδεχούμενοι».
It's a wrap για σήμερα, για το εσωτερικό γύρισμα στο σαλόνι, και πετυχαίνω τον Δούκα αυτοπροσώπως, δηλαδή τον Λεωνίδα Κακούρη, που κατάφερε να πλάσει έναν εμβληματικό πια κακό για την ελληνική τηλεόραση. «Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς ο συγκεκριμένος κύριος. Και στην πραγματικότητα, αν υπήρχε, κάπως έτσι θα τον αντιμετώπιζαν» μου λέει με τη χαρακτηριστική, μπάσα φωνή του. «Αυτός ήταν και ο σκοπός της ζωής του, να γίνει ένας πολύ μάτσο άντρας, να είναι ο φόβος και ο τρόμος των άλλων, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει όλη την επιβεβαίωση που δεν είχε ως παιδί. Εξού και έχτισε αυτό το σκληρό προσωπείο. Θυμάμαι τον παππού μου, που ήταν σε αρκετά μεγάλη ηλικία όταν τον είχα δει μικρός. Μια επιβλητική παρουσία που όταν είχε ανοίξει το ταξί για να βγει έξω, με το που τον είδα, μαζεύτηκα και παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Υπάρχουν αυτοί οι άντρες, τους βρίσκεις, ανοίγεις το υποκριτικό σου μπαουλάκι από ρόλους που έχεις ερμηνεύσει στο παρελθόν. Μπούσουλας, ας πούμε, εδώ ήταν η δουλειά που είχα κάνει στο θέατρο για τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα. Πολύ σκληρό, ανήθικο πρόσωπο. Θα περάσει δύσκολα ο Δούκας στον δεύτερο κύκλο, αλλά είναι σκληρό καρύδι, δεν θα λυγίσει εύκολα».
Από κοντά και ο Μελέτης, το πρωτοπαλίκαρο του Δούκα. Ο Γιώργος Γεροντιδάκης μου αποκαλύπτει πως θα δούμε μια τεράστια αλλαγή στον χαρακτήρα που υποδύεται. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να τη μαρτυρήσω, αλλά και εμφανισιακά με ιντριγκάρει αυτό που θα δείτε. Ο χαρακτήρας μου δεν κυμαίνεται μόνο σε αυτά που γράφουν οι σεναριογράφοι, αλλά προσαρμόζεται ανάλογα και με αυτά που δίνουν οι άλλοι ηθοποιοί. Ούτως ή άλλως, είναι χαρακτήρες που αναπνέουν σε ένα χωριό, οπότε οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Δεν υπάρχει μια σταθερά, οι μεταβολές στην ψυχολογία είναι τεράστιες. Ευτυχώς για εμάς, έχουμε ένα επιτελείο που τρέχει για να είμαστε ήρεμοι, αλλά και ένα επιτελείο ηθοποιών που το έχουν διαλέξει για να κάνει τη δουλειά του γρήγορα και σωστά. Και μόνο που παίζουμε δίπλα σε τόσο μεγάλους ηθοποιούς έχουμε το κίνητρο για να είμαστε έτοιμοι καθημερινά. Είμαστε μια μηχανή η οποία παράγει λόγια. Προσπαθούμε να τα παράγουμε όσο καλύτερα γίνεται».
«Δεν αντιμετωπίζουμε έξτρα δυσκολίες λόγω πανδημίας, κινούμαστε όλοι πολύ προσεκτικά, κάθε 10 μέρες κάνουμε τεστ. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε, που είναι πολύ σημαντικό για εμάς».
Στο Διαφάνι
Είναι πλέον απόγευμα και για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ημέρας προβλέπεται και μια σκηνή στο Διαφάνι, στο καφενείο της Βιολέτας (Θεοφανία Παπαθωμά), δηλαδή στο επονομαζόμενο «χωριό» που έχει χτιστεί ολόκληρο στο πίσω μέρος των ΚΑΠΑ Studios. Εκεί μπορεί κανείς να αντιληφθεί το πραγματικό μέγεθος της παραγωγής, αφού μιλάμε για τον κεντρικό δρόμο ενός κανονικού χωριού, με τουλάχιστον 10 διαφορετικά κτίρια και υπο-locations. Δεν προλαβαίνω τη σκηνή γιατί πετυχαίνω στο καμαρίνι του τον Νικηφόρο (Αναστάσης Ροϊλός) και πιάνουμε την κουβέντα για τη δική του, επίσης ξεχωριστή επαγγελματική συνθήκη, που τον θέλει να πρωταγωνιστεί στις «Μέλισσες» και παράλληλα να προετοιμάζεται για την πρώτη παράσταση του νέου θεάτρου Προσκήνιο («Φαίδρα», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, από Νοέμβριο) αλλά και για τον «Γυάλινο Κόσμο» στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
«Καταφέρνουμε, παρότι τρέχουμε για να βγάλουμε ένα καθημερινό σίριαλ, να υπάρχει κατανόηση απ' όλους ώστε να ρυθμίζουμε τα προγράμματά μας για να μπορέσουμε να κάνουμε και θέατρο. Ενέχει ένα ρίσκο για όλους, μια αυτοθυσία και έναν ρομαντισμό όλο αυτό. Έχει γίνει τεράστιο άνοιγμα φέτος, θα δούμε πολλές παραγωγές απ' όλα τα κανάλια, πράγμα πολύ σημαντικό, γιατί έχει δώσει μια ασφάλεια σε πολλούς ηθοποιούς σε σχέση με τον κορωνοϊό. Έχουμε μια βάση, λοιπόν, αλλά, εφόσον ο χώρος του ηθοποιού είναι το θέατρο, κάπως πρέπει να ανοίξει κι αυτό. Για μένα ήρθε μια φοβερή συγκυρία και πράγματα που ήταν ανοιχτά για πολύ καιρό συνέκλιναν. Στη διάρκεια της πρώτης σεζόν, λοιπόν, μπήκε μια βάση σε όλους τους χαρακτήρες. Νομίζω ότι ο Νικηφόρος έχει κάνει πράγματα που μας ξάφνιασαν. Εδώ έρχεται η δεύτερη σεζόν να δώσει χώρο για να φανούν κάποιες ρωγμές σε εξέλιξη. Οι σεναριογράφοι κέρδισαν ένα στοίχημα και βάζουν ένα ακόμα, πολύ διαφορετικό, φέρνοντας πραγματικά έναν άλλο αέρα στην ελληνική μυθοπλασία. Θα δείτε ότι ξαφνικά η σειρά εγκολπώνεται στοιχεία από δουλειές του εξωτερικού, "φεύγει", το πάει αλλού. Όλοι μας νιώσαμε μια φοβερή αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος».
Λίγο πριν αποχωρήσω, καταφέρνω να αποσπάσω για πέντε λεπτά τον Λευτέρη Χαρίτο από την πυρετώδη επίβλεψη του μοντάζ. «Έπρεπε να γίνει επιτέλους μια όμορφη σειρά στην ελληνική τηλεόραση, που να μπορούν να δουν ενήλικες το βράδυ και να μη βρίζουν. Έχουν γίνει κι άλλες, απλώς ήταν μεγάλο το κενό από την τελευταία φορά» συνοψίζει. «Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να τιμήσω την τηλεόραση, γιατί την αγαπώ γενικά, όχι μόνο στην Ελλάδα, χωρίς να έχω κάνει τηλεόραση. Στον δεύτερο κύκλο το σίριαλ θα γίνει πιο ρεαλιστικό, με την έννοια ότι και το σενάριο γίνεται πιο σκληρό. Νομίζω ότι ο Βασίλης Μπισμπίκης θα δώσει τον τόνο. Όταν ξεκίνησα λέγοντας ότι θέλω τον Βασίλη γι' αυτόν τον ρόλο, που είναι ο μεγαλύτερος της δεύτερης σεζόν, στην ουσία έλεγα ότι πρέπει να γίνουν πιο σκοτεινά τα πράγματα. Θα έχουμε περισσότερο κάμερα στο χέρι, ειδικά στις φυλακές. Βέβαια, όταν είμαστε στο Διαφάνι, στο σπίτι του Δούκα, δεν αλλάζει κάτι. Ό,τι και να γίνεται, στο Διαφάνι υπάρχει μια δόση παραμυθιού. Είπα στον δεύτερο κύκλο να το σπάσω αυτό».
Οι Άγριες Μέλισσες σε νούμερα:
2 συνεργεία γυρισμάτων
3 σκηνοθέτες
2 σεναριογράφοι
2 διευθυντές φωτογραφίας
120 άτομα συνολικά απασχολούνται (ηθοποιοί, συνεργείο, κομπάρσοι)
125 επεισόδια (Α' κύκλος)
22:00: Νέα ώρα έναρξης
5 μέρες μετάδοσης (Δευτέρα-Παρασκευή)
31,2%*: Μέσος όρος τηλεθέασης Α' κύκλου (29/9/2019-16/7/2020) στο δυναμικό κοινό (18-54)
7 μονάδες μπροστά από τον ανταγωνισμό
1.500.000 περίπου σταθεροί τηλεθεατές
40,6%*: Μερίδιο τηλεθέασης σε επιμέρους γυναικείο κοινό
26,8%*: Μέγιστο μερίδιο τηλεθέασης στο ανδρικό κοινό
*στοιχεία Nielsen
Άγριες Μέλισσες
Πρεμιέρα 2ου κύκλου: Δευτέρα 14/9
Καθημερινά, από Δευτέρα έως Παρασκευή, στις 22:00, στον ΑΝΤ1
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια