H δεύτερη σεζόν του Euphoria ανοίγει με ένα σκορσεζικό μοντάζ και ένα σηκωμένο πέος. Αμφότερα είναι ενδεικτικά του στίγματος που έχει δώσει η σειρά από την πρώτη σεζόν.
Στο αταξινόμητο, χαοτικό μωσαϊκό εφηβισμού που έπλασε ο Σαμ Λέβινσον, η ευκαιρία για σινεφίλ αισθητικά δάνεια μπορεί να προκύψει οποιαδήποτε στιγμή. Και το full frontal ανδρικό γυμνό είναι απενοχοποιημένο – μερικά χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητο να δούμε πέη σε στύση, ακόμα και σε σειρές του HBO.
Το γυμνό στη σειρά είναι μέρος μιας γενικότερης, sex positive mentalité που αποτελεί μία από τις φωτεινές πλευρές της σειράς, μαζί με τη στάση της απέναντι στoν ρευστό σεξουαλικό προσανατολισμό και την ώριμη απόδοση του trans στοιχείου – καθοριστική η συνδρομή τoυ πρώην μοντέλου Χάντερ Σάφερ, που με τις προσωπικές της εμπειρίες συνέβαλε στην προσέγγιση του χαρακτήρα της Τζουλς.
Τίποτε από αυτά δεν είναι το κεντρικό ατού της, όμως, το οποίο εντοπίζεται στη σύνθεση του πορτρέτου μιας γενιάς που, όπως μας έχει ενημερώσει η κεντρική ηρωίδα από την πρώτη σεζόν, γεννήθηκε την περίοδο του χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου στο World Trade Center, μεγάλωσε μέσα σε ένα κλίμα φόβου και διαρκούς απειλής και, για να αντεπεξέλθει, ανέπτυξε τον αμυντικό μηχανισμό της αυτοαπορρόφησης.
Το Euphoria δεν θα έπρεπε να είναι καλό, κάποιες φορές δεν είναι κιόλας, αλλά δεν σε αφήνει ποτέ να βαρεθείς και με έναν παράξενο τρόπο μοιάζει ομοιογενές μέσα στην ανομοιογένειά του.
Οι έφηβοι στο Euphoria είναι εγωκεντρικοί και ηδονιστές, δεν πολυσκοτίζονται για την επόμενη μέρα, καθώς έμαθαν πως μόνο κινδύνους εγκυμονεί, αδιαφορούν για το δράμα όχι μόνο του υπόλοιπου κόσμου αλλά και του κοντινού περιβάλλοντός τους – θα τους νοιάξει μόνο όποτε συμπίπτει με το δικό τους, προσωπικό δράμα. Καθετί που τους αφορά αποκτά μείζονες διαστάσεις, η παραμικρή αναποδιά εκτιμάται ως κάποιου τύπου αρχαιοελληνική τραγωδία.
Είναι, άλλωστε, ευκολότερο να διαχειριστείς ένα αναπάντητο μήνυμα από τον φόβο μιας τρομοκρατικής επίθεσης ή, σε πιο προσωπικό επίπεδο, από την αδιαφορία ενός γονέα.
Οι ενήλικες στη σειρά είναι απόντες ή τοξικοί, έχουν αποταχθεί τον παιδευτικό και φροντιστικό τους χαρακτήρα, μεταθέτουν τα τραύματά τους στα παιδιά, δημιουργώντας τους νεότερα, και τους διδάσκουν με τον τρόπο τους το αχρείαστο της λογοδοσίας.
Ναι, μπορούν να γίνουν αντιπαθητικά τα παιδιά της σειράς, δεν είναι κακά παιδιά όμως. Είναι παιδιά παρατημένα στη μέση του ωκεανού, που λογαριάζουν τη σανίδα τους για υπερωκεάνιο. Είναι παιδιά που μεγάλωσαν πολύ πριν από την ώρα τους κι ενώ κάνουν δραστηριότητες ενηλίκων, στο βάθος παραμένουν παιδιά.
Παραμερίζοντας το τεχνητό μέρος της σειράς και τους εξωφρενικούς ελιγμούς της πλοκής, που ενίοτε παραπέμπουν σε άλλου τύπου νεανική σαπουνόπερα, στο Euphoria θα βρεις την αλήθεια μιας γενιάς που μεγάλωσε μέσα από μία ακόμα πιο μικρή οθόνη σε σχέση με τις προηγούμενες, που έπλασε μέσω αυτής ένα τεχνητό σύμπαν για να νιώσει ασφαλέστερη και να λάβει φροντίδα, καταλήγοντας να αναπτύξει αντισώματα απέναντι στον πραγματικό κόσμο και τα προβλήματά του.
Ενδεικτικό παράδειγμα η Ρου, η αφηγήτριά μας, που βρήκε αντίδοτο στην πραγματική απουσία του πατέρα και στη μεταφορική της μητέρας της στις παραισθησιογόνες ουσίες. Είναι η ιδανική ηρωίδα για να στήσει την υποκειμενική του αφήγηση ο Λέβινσον, που προσεγγίζει τον κόσμο των έφηβων χαρακτήρων του σαν μια διαρκή παραίσθηση, η οποία διακόπτεται βίαια από τον πραγματικό κόσμο των ενηλίκων αλλά και από τις επιβλαβείς συνέπειες των συχνά ανεύθυνων πράξεών τους.
Η υποκειμενικότητα της αφήγησης δίνει, επίσης, τη δυνατότητα στον Λέβινσον και τους σκηνοθέτες της σειράς να δοκιμάσουν πράγματα, π.χ. μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να προκύψει ένα μοντάζ με αναπαραστάσεις ζωγραφικών πινάκων και χαρακτηριστικών κινηματογραφικών στιγμιοτύπων, όπως στο τέταρτο επεισόδιο αυτής της σεζόν, κι έτσι εκεί που η σειρά μοιάζει να έχει πιάσει κάποιας μορφής δημιουργικό ναδίρ, δέχεται ένα ηλεκτροσόκ ευρηματικότητας και επανέρχεται αστραπιαία.
Βασικά, είναι μια σειρά που μπορεί να αγγίζει ταυτόχρονα το ζενίθ και το ναδίρ της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πέμπτο επεισόδιο της σεζόν.
Το κασσαβετικής ωμότητας, αβάσταχτα ρεαλιστικό πρώτο τέταρτο, με το intervention που οδηγεί σε αφιλτράριστες κατηγορίες και ξεσπάσματα, αυτοακυρώνεται, καθώς ο σεναριογράφος Λέβινσον σε βάζει να σκέφτεσαι όχι το ρήγμα στις σχέσεις των παριστάμενων, όχι τη συναισθηματική απογύμνωση της ηρωίδας, αλλά ένα πολύ πιο «δεύτερο» διακύβευμα, την αγωνία για το πώς η Ρου θα βρει τρόπο να ξεχρεώσει μια ναρκέμπορο.
Ενώ θα έπρεπε να σε νοιάζει αυτό που συμβαίνει στη ζωή της Ρου εκείνη τη στιγμή, υπερτερεί η αγωνία για το πώς θα γλιτώσει τη ζωή της από εκείνο που μπορεί να έρθει. Είναι, όμως, τέτοια η ενέργεια, τόσο ψυχωμένη και οριακή η ερμηνεία της Ζεντάγια σε αυτές τις σκηνές, όπου, μεταξύ άλλων, «κατεβάζει» μια ξύλινη πόρτα με λύσσα, για να το πούμε πιο απλά είναι τόσο αυθεντικό το συναίσθημα, που καταφέρνει να κατατροπώσει τον μπανάλ διάλογο και τη σαχλή ίντριγκα.
Η συνέχεια του επεισοδίου μοιάζει, όπως σωστά παρατήρησε μια φίλη, με το κινηματογραφικό ή μάλλον τηλεοπτικό ανάλογο μιας κρίσης πανικού, έτσι όπως δανείζεται την αγχωτική υπερκινητικότητα και την άλλου τύπου κλειστοφοβία του σινεμά των αδερφών Σάφντι. Από τα έξι επεισόδια της σεζόν που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής, το πέμπτο είναι εκείνο που ξεχωρίζει ως σύνολο και όχι για τις επιμέρους στιγμές του.
Γενικότερα, η Ζεντάγια είναι σκέτο αγρίμι στη σειρά, έχει εκείνο το άγουρο, πλην πηγαίο ερμηνευτικό ένστικτο ταλαντούχων ηθοποιών, οι οποίοι δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τη μανιέρα τους, ούτε έχουν αποκτήσει πλήρη συνείδηση του ταλέντου τους και των «μεγάλων σκηνών». Παραμένει εμπνευσμένη επιλογή για τον ρόλο λόγω του ντισνεϊκού παρελθόντος της, μα διαθέτει και το ερμηνευτικό εκτόπισμα για να φαντάζει η μοναδική ορθή επιλογή για τον ρόλο.
Ο έτερος σημαντικός πρωταγωνιστής της σειράς παραμένει το σάουντρακ. Από τη μια έχεις τους synth ήχους του Labrinth που μεταμορφώνουν το σύμπαν των εφήβων της σειράς πότε σε εφιάλτη και πότε σε ονειρότοπο.
Και από την άλλη έχεις μια ονειρεμένη tracklist που περιλαμβάνει από Τhelonious Monk και Gerry Rafferty μέχρι Sinead O’Connor και Drake. Μα πώς συνδυάζεται ο Thelonious Monk με τον Drake, θα ρωτήσεις. Δεν συνδυάζονται, ίσως και να μην έπρεπε κιόλας. H σχεδόν παράλογη αλληλουχία των τραγουδιών ταιριάζει γάντι στον mashup χαρακτήρα της σειράς, στη διαρκή ταλάντωση των δημιουργών της μεταξύ ιδιοφυΐας και ανοησίας.
Το Euphoria δεν θα έπρεπε να είναι καλό, κάποιες φορές δεν είναι κιόλας, αλλά δεν σε αφήνει ποτέ να βαρεθείς και με έναν παράξενο τρόπο μοιάζει ομοιογενές μέσα στην ανομοιογένειά του.