ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ καλιφορνέζικης καραντίνας ο Σαμ Λέβινσον δεν έχασε χρόνο. Αμέσως μετά τον πρώτο κύκλο του τηλεοπτικού «Euphoria» πρότεινε ό,τι πίστευε πως μπορεί να ταίριαζε και να ενδιέφερε τη σταρ της μεγάλης του επιτυχίας. Η Ζεντάγια τον άκουσε προσεκτικά και οι δυο τους κατέληξαν σε ένα δράμα δωματίου με σημείο εκκίνησης την αληθινή παράλειψη του Λέβινσον να ευχαριστήσει τη σύζυγό του στην πρεμιέρα της ταινίας του Assassination Nation.
Διάβασε τις δέκα πρώτες σελίδες του σεναρίου του στον Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον από το τηλέφωνο κι εκείνος δέχτηκε με ενθουσιασμό. Πήρε, λοιπόν, την Arri του, τη γέμισε με Kodak 35άρι φιλμ, μάζεψε καμιά δεκαριά από τους στενούς του συνεργάτες, κλείστηκαν όλοι τους σε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρμέλ επί δύο ζεστές εβδομάδες του καλοκαιριού που μας πέρασε, χωρίς ενδυματολόγο και μακιγιέρ, και έμειναν «εσωτερικοί» τηρώντας όλα τα πρωτόκολλα, για ευνόητους λόγους.
Το Malcolm & Marie, το χρονικό λίγων ωρών της έντονης αντιπαράθεσης ενός ζευγαριού, στοίχισε 2,5 εκατομμύρια δολάρια, πουλήθηκε υπερδεκαπλάσια στο Netflix και κάνει πρεμιέρα στην πλατφόρμα στις 5 Φεβρουαρίου, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στα επερχόμενα βραβεία – αν και, παρά τις αρετές του, μένει μετεξεταστέο στο τεστ της αυτοαναφορικότητας και των meta συγχαρητηρίων που αξιώνει σε κάθε πλάνο του.
Η παραλλαγή του «Malcolm & Marie» ακουμπά στο χολιγουντιανό υπόστρωμα των κινηματογραφιστών που πασχίζουν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή και την ουσία της ανθρωπιάς που συχνά επαίρονται πως τους κάνει να ξεχωρίζουν από τον σωρό της απρόσωπης βιομηχανίας που τους σκιάζει, τους γοητεύει, τους προκαλεί και, ως έναν βαθμό, τους διαφεντεύει ερήμην τους.
Πρόκειται για ένα mumblecore στα κόκκινα, που στριφογυρίζει τη σχέση ενός σκηνοθέτη με την ηθοποιό φίλη του αμέσως μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα της ταινίας του πρώτου. Μεθυσμένος από τα ποτά της δεξίωσης και τους επαίνους που εισέπραξε, ο Μάλκολμ επιδίδεται σε μια λογόρροια υπερέντασης και δικαίωσης, επιτέλους, για το όραμα που πραγματοποίησε, την ώρα που η Μαρί μοιάζει κουρασμένη και ελαφρώς αποστασιοποιημένη, ετοιμάζοντάς του μια μακαρονάδα με τυρί, λίγο πριν πέσουν για ύπνο.
Σε μια διακοπή του μεθεόρτιου θριάμβου του τη ρωτά τι έχει και μετά από λίγες στιγμές συγκαταβατικής άρνησης αυτή του υπενθυμίζει ότι το γεγονός πως δεν θυμήθηκε να την ευχαριστήσει, έχοντας αναφερθεί στους πάντες στον λόγο του, δεν προκύπτει απλώς από μια άτυχη στιγμή, αλλά σημαίνει κάτι πολύ βαθύτερο.
Από κει και πέρα, ξεκινά ο αλληλοσπαραγμός ανάμεσα σε πολύ παραπάνω από τέσσερις τοίχους, από την κουζίνα και την κρεβατοκάμαρα ως το σαλόνι και τον υπέροχο περιβάλλοντα χώρο – που υποτίθεται πως είναι το Μάλιμπου, σε μια βίλα που τους έχει παραχωρήσει το στούντιο, όσο διαρκεί η προώθηση της ταινίας του. Το ζήτημα είναι το παρελθόν της Μαρί, μιας πρώην τοξικομανούς που ο Μάλκολμ σχεδόν έσωσε, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις δυνατότητές της (και επειδή τη γούσταρε πολύ, προφανώς), και το αγκάθι στον εμφανή προβληματισμό της το ότι δεν τη στήριξε όσο εκείνη θα ήθελε, αποδεικνύοντάς το έμπρακτα, καθώς δεν της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εν λόγω ταινία.
Όσο ο Μάλκολμ ωρύεται για την άδικη αντιμετώπιση των φαύλων κριτικών (η μανιακή αντίδρασή του στην πρώτη κριτική της «ασπρουλιάρας» συντάκτριας των «Los Angeles Times» είναι υστερικά νόστιμη), την ασχετοσύνη αδιάβαστων και άσχετων στον χώρο, αραδιάζοντας αναφορές από το παλιό Χόλιγουντ του Γουίλιαμ Γουάιλερ, της Άιντα Λουπίνο και του Μπίλι Γουάιλντερ και συγκρίνοντας τον εαυτό του μόνο με τον Σπάικ Λι και τον Μπάρι Τζένκινς, λόγω χρώματος, η γυναίκα της ζωής του ξεμυτίζει από το περιθώριο της μεγάλης του στιγμής και φανερώνει μια καλά κρυμμένη πίκρα που έχει να κάνει με τα λάθη της προηγούμενης διαδρομής της και τις παραχωρήσεις για χάρη του.
Το περιστατικό γίνεται απωθημένο και η «καλύτερη μέρα της ζωής» του Μάλκολμ ξινίζει σοβαρά – το πόσο ανεπανόρθωτα το δείχνει το σαφώς πιο ήσυχο, οριζόντιο φινάλε.
Αυτό το σπιράλ μοχθηρίας και λατρείας, μοιρασμένο ισόποσα στους δύο ηθοποιούς, μοιάζει πολύ με γαλλικό υπαρξιακό δράμα: οι διάλογοι σε κλειστό χώρο, η συζήτηση περί έρωτος και τέχνης, το ξεπούλημα της ψυχής σε ένα περιβάλλον πολυτελείας, η αποδόμηση μιας σχέσης που απωθεί πολύ περισσότερα απ' όσα επιδεικνύει, δεν αποτελούν φυσικά μονοπώλιο των Γάλλων. Από το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ μέχρι το Άφτερλωβ, οι διακυμάνσεις στην υφή του ζευγαριού που επιβιβάζεται στο τρενάκι του τρόμου είναι πολλές.
Ο Μάλκολμ του Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον συμπεριφέρεται σαν τους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές που τα ξέρουν όλα, καλύπτουν ευγενικά τον αυταρχισμό τους και τον εξαπολύουν όταν τους δοθεί η ευκαιρία, δηλαδή όταν οι άλλοι αναγνωρίσουν το ταλέντο που οι ίδιοι γνωρίζουν εξαρχής. Η Μαρί της Ζεντάγια είναι το σέξι δεκανίκι που στέκει επάξια δίπλα του επειδή σκαμπάζει από σινεμά και δεν μοιάζει με χαζό τρόπαιο, μολονότι βρυχάται και, όταν μένει πίσω στην κούρσα, προσπερνάει.
Ο Λέβινσον αποσπά οικειότητα, οι ηθοποιοί του, εκτός από διαβασμένοι, συχνά αισθάνονται το κείμενο και μοιράζονται τις στιγμές, έστω κι αν το πινγκ-πονγκ που παίζουν, αναγκαστικά, τους φέρνει αντιμέτωπους. Ωστόσο, ο Γουόσινγκτον, σε έναν ρόλο και μια ταινία που απέχουν όσο γίνεται περισσότερο από το λιγομίλητο, ογκώδες μυστήριο του Tenet, μετράει περισσότερο τις κινήσεις του και υπολογίζει πόσο πόνο θα δώσει.
Η Ζεντάγια είναι η αποκάλυψη. Αλλάζει γρήγορα, συναισθάνεται, μαζεύει υλικό και αφορμές όταν υπομένει τους τόνους λέξεων με τις οποίες την κατακλύζει ο σύντροφός της. «Θα σε σπάσω σαν κλαράκι» την απειλεί στο ντελίριό του κι εκείνη, πειστικότερα από τους δυο τους, αντιστρέφει την άμυνα σε μια winning επίθεση, πολύπλοκη, διάφανη, απολαυστική.
Η πρώην μικρή του Disney Channel, με αστραφτερό φόρεμα ή μόνο με το φανελάκι που διαγράφει τις θηλές της (στο γαλλικό αντίστοιχο θα ήταν σίγουρα γυμνόστηθη στο μισό έργο), έχει χαρακτήρα και δύναμη. Είναι η ψυχή του κασαβετικά ξεγυμνωτικού δράματος και ενώ προς στιγμήν πείθεται πως είναι το «κλαράκι» του μποξ, χορεύει στον δικό της εσωτερικό ρυθμό ολόκληρη την ταινία, παίζοντας μια ευάλωτη γυναίκα που επίσης παίζει την ηθοποιό στη σχέση, όποτε το κρίνει σκόπιμο.
Η ταινία είναι στέρεη και τεχνικά ολόσωστα δομημένη, μια ωραία πρόταση του Λέβινσον προς τους γκρινιάρηδες συναδέλφους του που αδράνησαν στο lockdown (και, ευτυχώς, δεν πραγματεύεται την αδράνεια της καραντίνας), αλλά καλλιτεχνικά λιποθυμά μέσα της από τη διαφορά που νομίζει ότι κάνει. Δεν είναι πρωτότυπη και αν σε κάποιες γωνίες της ασκεί έμμεση κριτική στην κοινότητα και την κοινωνία που την έχει εμπνεύσει, φαντάζει περιστασιακή και «επί τούτου».
Μια κατά τόπους ενδιαφέρουσα, εξουθενωτικά συμπαθής πόζα υπερβολής και χυμένου αισθήματος είναι το Malcolm & Marie, ευτυχώς χωρίς θεατρικότητα ή εφετζίδικα κόλπα, από έναν σκηνοθέτη που θαυμάζει πολλούς, μάλλον αγαπά ενδόμυχα τον Ρομέρ, αλλά τείνει περισσότερο προς τον πρώιμο Μπενέξ. Η Ζεντάγια (συγγνώμη, Ζεντέιγια) είναι τελικά ο λόγος που υπάρχει η ταινία!
Το «Malcolm & Marie» προβάλλεται από τις 5 Φεβρουαρίου στο Netflix.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια