Ο ΜΑΙΚΛ ΣΑΝΤΣΟΝ, εκτός από πανεπιστημιακός καθηγητής, είναι συγγραφέας επτά βιβλίων σχετικά με την κοινωνιολογία των αμερικανικών ειδησεογραφικών μέσων και την ιστορία της διαφήμισης, του σκανδάλου Watergate και της πολιτιστικής μνήμης. Το 2004 έλαβε το βραβείο Murray Edelman για την πολύχρονη συνεισφορά του στην πολιτική επικοινωνία από την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Επιστημών. Επίσης, είναι τακτικός συνεργάτης των «New York Times», «Washington Post», «Los Angeles Times», «Newsday» και «Financial Times», γράφοντας άρθρα γνώμης.
Πριν από λίγες μέρες εκδόθηκε στην Ελλάδα το βιβλίο του με τίτλο «Δημοσιογραφία», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Όπως επισημαίνει, στον εναλλασσόμενο και πολύπλοκο κόσμο όπου ζούμε η δημοσιογραφία έχει σημασία, επειδή προσφέρει μια επικεντρωμένη στα γεγονότα, τεκμηριωμένη προσέγγιση των συναφών δημόσιων ζητημάτων.
Πρόκειται για ένα εμπεριστατωμένο και κατανοητό ανάγνωσμα, γραμμένο από έναν άνθρωπο που θεωρείται ο κορυφαίος Αμερικανός μελετητής της δημοσιογραφίας. Γράφει σε κάποιο σημείο: «Ο πρωταρχικός κανόνας για τους δημοσιογράφους: προτεραιότητα έχει η πραγματικότητα. Οι υπεύθυνοι δημοσιογράφοι μαθαίνουν να μην παράγουν ψευδείς, προωθητικές ή ανήθικες ειδήσεις. Δεν υποτάσσουν την πραγματικότητα στην ιδεολογική ταύτιση ή την πολιτική υποστήριξη. Δεν κερδίζουν την εύνοια, κολακεύοντας διαφημιστές, εκδοτικά συμφέροντα ή ακόμα και τις προτιμήσεις του κοινού. Κι ούτε θα έπρεπε να υποχωρούν στους συναδέλφους τους, όταν η ομοφωνία στην αίθουσα σύνταξης συγκρούεται με αυτό που βλέπουν στον κόσμο γύρω τους».
Οι δημοσιογράφοι κινδυνεύουν από ανθρώπους που τους θεωρούν εχθρούς. Κι αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που κληρονομήσαμε από τον Ντόναλντ Τραμπ, αν και σαφώς δεν είναι ο μόνος που κινείται σε αυτήν τη λογική. Ωστόσο, ναι, είναι εμφανής και πραγματική η οικονομική κρίση στη δημοσιογραφία.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο διακεκριμένος καθηγητής μιλά για την πανδημία, τη δημοσιογραφία, τον Μπάιντεν, τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας;
«Η εποχή του λαϊκισμού».
— Τι πιστεύετε ότι θα αφήσει πίσω της η πανδημία;
Το βασικό ερώτημα είναι αν εμείς θα αφήσουμε πίσω μας την πανδημία. Αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ξεκάθαρο στις ΗΠΑ σε σύγκριση με την Ινδία ή τη Βραζιλία, αλλά σίγουρα δεν έχει επιλυθεί πουθενά στον κόσμο ακόμα.
Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι τίθεται τελικά υπό έλεγχο, τι θα αφήσει πίσω της; Μάσκες, γεύματα σε εξωτερικούς χώρους και τραπεζάκια έξω, ίσως για λίγο μια τεράστια έκφραση ευγνωμοσύνης στην οικογένεια και στους φίλους μας, αγκαλιές και χειραψίες. Επίσης, είναι βέβαιο ότι θα νιώσουμε εκ νέου θαυμασμό και εκτίμηση ‒που μπορεί να μην κρατήσει πολύ‒ προς τους εργαζομένους στα εστιατόρια, στις αγορές, στη μεταφορά βασικών υπηρεσιών καθώς και στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Τώρα, αν με ρωτάτε πόσο θα κρατήσει αυτό, οφείλω να σας πω ότι δεν ξέρω ούτε τι απέμεινε από την ισπανική γρίπη του 1918. Επίσης, είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι το εμβόλιο πολιομυελίτιδας Salk που έκανα όταν ήμουν παιδί. Άραγε, έχει μείνει κάποιοι αποτύπωμα απ’ αυτό;
— Τι έχει αλλάξει στις ΗΠΑ μετά την εκλογή Μπάιντεν;
Καταρχάς, είδαμε μια τεράστια πνευματική ανύψωση κεντρώων και Δημοκρατικών. Ταυτόχρονα, κυριαρχεί βαθιά απογοήτευση για τους οπαδούς του Τραμπ, οι οποίοι πλέον είναι ταυτισμένοι με τα ψέματα και τις φαντασιώσεις. Παράλληλα, ο Μπάιντεν είναι ένας ζεστός και αξιοπρεπής άνθρωπος, κάτι που ο Τραμπ σε καμία περίπτωση δεν φιλοδοξούσε να γίνει. Και προς έκπληξη πολλών, αναγνωρίζει ήδη, από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του, πόσο επικίνδυνα κλονίστηκε η αμερικανική κοινωνία κατά την περίοδο Τραμπ αλλά και λόγω της πανδημίας και του οικονομικού αντίκτυπου της υγειονομικής κρίσης. Ευτυχώς, έχει αποφασίσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του με ουσιαστικό τρόπο.
— Να υποθέσω ότι μικρός θέλατε να γίνετε δημοσιογράφος, αλλά τελικά σας κέρδισε η ακαδημαϊκή κατεύθυνση;
Ήμουν συντάκτης στη σχολική εφημερίδα, έγραφα στην εφημερίδα του κολεγίου μου, αλλά τελικά αφοσιώθηκα από νωρίς στην ακαδημαϊκή διαδρομή. Μάλλον θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί περισσότερο, αλλά δεν το έκανα.
— Τι είναι η δημοσιογραφία για σας και τι σας γοητεύει σε αυτήν;
Ξέρετε, αυτό που μου άρεσε πάντα στις βιβλιοθήκες ‒εκείνες στις οποίες κάποιος μπορούσε να περιπλανηθεί– ήταν η ευτυχής συγκυρία της τυχαίας ανακάλυψης. Στα βιβλιοφιλικά αυτά μέρη είχες την ευκαιρία, δίπλα στο βιβλίο που έψαχνες σε κάποιο ράφι, να βρεις ένα άλλο, το οποίο ξεφύλλιζες, σε κέντριζε και εν συνεχεία σε ταξίδευε σ’ έναν κόσμο που δεν γνώριζες ότι υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εδώ και καιρό, λοιπόν, αυτή η διαδικασία εξερεύνησης με γοητεύει και στις εφημερίδες. Και δεν σας κρύβω ότι ακόμα μου αρέσει πολύ αυτή η ιεροτελεστία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των εφημερίδων.
Για να είμαστε δίκαιοι, οι ανακαλύψεις-έκπληξη υπάρχουν και στο διαδίκτυο. Αλλά δεν συγκρίνονται με την πρωινή «ανακάλυψη» των «New York Times» στο κατώφλι της πόρτας μου. Το ακόμα καλύτερο είναι ότι ανακαλύπτεις κι άλλα, καινούργια πράγματα σε μια νέα ανάγνωση.
Για παράδειγμα, μετά από δύο, τρεις ή πέντε μέρες παίρνεις στα χέρια σου την ίδια εφημερίδα και διαβάζεις μια καθηλωτική ιστορία που σου είχε διαφύγει. Κάπως έτσι ανοίγεται ένα παράθυρο σε ένα μέρος του κόσμου για το οποίο δεν ήξερες τίποτα ή σου δίνεται μια διαφορετική εικόνα για ένα σημείο του πλανήτη, που πιθανόν αγνοούσες.
— Θεωρείτε ότι η δημοσιογραφία κινδυνεύει στις μέρες μας;
Οι δημοσιογράφοι κινδυνεύουν από ανθρώπους που τους θεωρούν εχθρούς. Κι αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που κληρονομήσαμε από τον Ντόναλντ Τραμπ, αν και σαφώς δεν είναι ο μόνος που κινείται σε αυτήν τη λογική. Ωστόσο, ναι, είναι εμφανής και πραγματική η οικονομική κρίση στη δημοσιογραφία. Σε πολλά μέρη του κόσμου περνάει κρίση, σημαντικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί σπαράσσονται από οικονομική δυσπραγία, ενώ η δημοφιλία της δοκιμάζεται από νέους και παλιούς αντιπάλους. Ταυτόχρονα, όμως, ο κόσμος του διαδικτύου μάς δίνει τόσο πολλές και σοβαρές νέες δυνατότητες, που νομίζω ότι υπόσχεται τη διάνοιξη καινούργιων δρόμων για την αληθινή δημοσιογραφία. Γι’ αυτό παραμένω αισιόδοξος.
— Πώς θεωρείτε ότι θα διαμορφωθεί το τοπίο των ΜΜΕ; Είστε το ίδιο αισιόδοξος για το μέλλον;
Αρκετά πράγματα με κάνουν να ελπίζω για κάτι καλύτερο. Διδάσκω σε μια σχολή δημοσιογραφίας, όπου περίπου το ένα τρίτο των μαθητών προέρχεται από χώρες εκτός των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι πρόθυμοι να επιστρέψουν στις πατρίδες τους ανανεωμένοι και με τον ίδιο ενθουσιασμό, ο οποίος πρέπει να τονίσουμε ότι είναι πολύ μεταδοτικός σε αυτήν τη σχολή. Μερικοί από αυτούς θα επιστρέψουν σε μέρη όπου ο κίνδυνος που διατρέχουν οι δημοσιογράφοι κρατάει χρόνια. Και εδώ θέλω να εκφράσω τον βαθύ θαυμασμό μου γι’ αυτούς, διότι επιστρέφουν με όρεξη, θέλοντας να κάνουν τη διαφορά, πιστεύοντας –δικαιολογημένα, νομίζω– ότι η δημοσιογραφία αποτελεί έναν τρόπο προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη.
Ένα άλλο θέμα είναι ότι το διαδίκτυο έχει καταστήσει δυνατή τη σοβαρή και μη κερδοσκοπική δημοσιογραφία. Για τις ΗΠΑ, αυτό είναι κάτι πολύ καινούργιο. Σκεφτείτε ότι το Ινστιτούτο Μη Κερδοσκοπικών Ειδήσεων επισημαίνει πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι από 250 μη κερδοσκοπικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότεροι από είκοσι. Αυτό δεν το αναφέρω για να τονίσω τη χρησιμότητα της δημοσιογραφίας που παράγουν οι απλοί πολίτες, των οποίων οι φωτογραφίες και τα βίντεο από τα κινητά, βέβαια, έχουν κάνει ήδη τη διαφορά ‒ παράδειγμα, το κίνημα BlackLivesMatter. Το επισημαίνω για να προβάλω πόσο αξιοσημείωτη είναι η ανθρώπινη εφευρετικότητα, που δημιουργεί και αξιοποιεί ευκαιρίες χάρη στην τεχνολογική αλλαγή αλλά και το θάρρος των πολιτών. Αυτά τα στοιχεία με κάνουν να αισιοδοξώ.
— Μπορούν, όμως, οι εφημερίδες να έχουν μέλλον; Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ναι, προφανώς και έχουν μέλλον. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι και καλά και κακά, όπως συμβαίνει άλλωστε και με οποιαδήποτε νέα μορφή τεχνολογίας, αλλά δεν γνωρίζω αρκετά για να έχω γνώμη. Όλα εξαρτώνται από το τι θα κάνεις και πώς θα τη χρησιμοποιήσεις. Στο παρελθόν η τυπογραφία είχε καλά στοιχεία, είχε και άσχημα. Το ίδιο συνέβη με το αυτοκίνητο ή το τηλέφωνο. Οι διάφορες κοινωνίες προσπαθούν, άλλοτε με σωστό και άλλοτε με εσφαλμένο τρόπο, να εξερευνήσουν τις νέες τεχνολογίες για το κοινό καλό με τη συνδρομή των κοινωνικών αξιών.
— Ποιες είναι οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας σήμερα;
Αρχικά, να είσαι ειλικρινής. Να είσαι δίκαιος. Να είσαι πρόθυμος να αναγνωρίσεις ότι ο κόσμος είναι συνήθως πιο περίπλοκος απ’ ό,τι φαίνεται αρχικά. Ότι δεν μπορούμε όλοι να βλέπουμε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, επομένως είναι δυνατό να υπάρχουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις. Συχνά δεν γνωρίζουμε ούτε τους κοντινότερους γείτονές μας και η δημοσιογραφία είναι εκείνη που μπορεί να μας συστήσει μεταξύ μας.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά που πριν από κάποια χρόνια άκουσα μια φοιτήτρια να λέει ότι αυτό που έμαθε στο κολέγιο είναι να εκπλήσσεται από τον μαγικό κόσμο των ιδεών. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι κακό σύνθημα για έναν δημοσιογράφο. Αναπτύξτε, λοιπόν, τη δική σας ικανότητα, αλλά και του κοινού σας, να εκπλήσσεστε από τις ιδέες. Και, κυρίως, μη χάνετε την ελπίδα σας.
— Πιστεύετε ότι η ποιότητα του περιεχομένου πρέπει να πληρώνεται;
Από κάποιον, ναι. Αλλά σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία αυτός ο κάποιος θα μπορούσε να είναι το κράτος (το BBC, ας πούμε), ή οι καταναλωτές, ή κάποιοι με ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλανθρωπίας.
— Τι εμπειρίες έχετε αποκτήσει από τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο;
Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μελετώντας και δουλεύοντας είτε σε κολέγια είτε σε πανεπιστήμια. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό ήταν ένα τεράστιο προνόμιο. Έμαθα πολλά από τους δασκάλους μου, τους συναδέλφους και τους μαθητές μου. Τα τελευταία χρόνια έχω συμμετάσχει σε διάφορες επιτροπές της πανεπιστημιούπολής μας, όπου έχω επιβλέψει εργασίες κάθε τομέα άλλων σχολών, από την ιατρική έως τις καλές τέχνες, την ψυχολογία ή τις θρησκευτικές σπουδές. Επομένως, τρέφω ένα δέος για τα επιτεύγματα ανθρώπων με τους οποίους μπορεί να βρίσκομαι μαζί στα καφέ ή στις βιβλιοθήκες του campus. Και συνεχίζει να με εντυπωσιάζει το πόσο νέοι είμαστε όλοι απέναντι σε αυτή την αξιοθαύμαστη επιχείρηση γνώσης.
Ένας συνάδελφος βιολόγος έγραψε πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια ότι η επιστήμη, όπως τη γνωρίζουμε, είναι περίπου δεκαπέντε γενεών. Προφανώς και δεν είχε ξεχάσει την αρχαία Ελλάδα, αλλά η επιστήμη, ως ένα οργανωμένο και συσσωρευτικό σώμα γνώσης, έχει διάρκεια περίπου δεκαπέντε γενιές. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιογραφία ως οργανωμένη και πλήρους απασχόλησης αναζήτηση.
Και τα πανεπιστήμια; Είναι εκπαιδευτικοί οργανισμοί πολύ παλιότεροι, αλλά σε έναν μεγάλο βαθμό αποτελούν κοσμικούς θεσμούς αφιερωμένους στην ταπεινή και στοχαστική ανακάλυψη της νέας γνώσης και όχι στη μετάδοση της παλιάς, που μαθαίνεται μέσα από την απομνημόνευση, οι οποίοι μπορούν να εντοπιστούν κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα. Μιλάμε, λοιπόν, για λιγότερο από δέκα γενιές. Έτσι, λοιπόν, είναι εκπληκτικό τι έχει επιτευχθεί και αδιανόητο τι μπορεί ακόμη να μας προσφέρει στο μέλλον.
— Σε μια εποχή γεμάτη εικόνες, πώς μπορούμε να στραφούμε ξανά στις λέξεις;
Ποτέ δεν αφήσαμε τις λέξεις. Μην ξεχνάτε ότι όλες οι εικόνες έχουν λεζάντες, επομένως, ας μην υπεραπλουστεύουμε. Ναι, γύρω μας υπάρχουν πολυάριθμες εικόνες. Όπως επίσης και ήχος, ο οποίος είναι πιο διαθέσιμος και προσβάσιμος από ποτέ. Οι άνθρωποι έχουν διαρκώς ένα σάουντρακ στο κεφάλι τους. Άρα, οι λέξεις δεν θα σταματήσουν ποτέ να έχουν αξία.
— Όσον αφορά τις συνέπειες της πανδημίας, πιστεύετε ότι αντιμετωπίζουμε μια οικονομική κρίση χειρότερη από εκείνη του 1929;
Θεωρώ ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για να το ξέρουμε.
— Με αφορμή τον κορωνοϊό πολλοί υποστήριξαν ότι ζούμε το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Συμφωνείτε ή όχι με αυτή την άποψη;
Έκανα μάθημα σε μια μικρή τάξη, χρησιμοποιώντας το Ζoom, το προηγούμενο ακαδημαϊκό εξάμηνο. Βρισκόμουν στο Νιου Τζέρζι. Αρκετοί από τους μαθητές μου ήταν στη Νέα Υόρκη. Ο ένας ήταν στην Καλιφόρνια, ο άλλος στο Νέο Μεξικό. Κάποιος άλλος ήταν στην Κίνα, ένας μας παρακολουθούσε από τη Γαλλία κι ένας άλλος ήταν στη Γερμανία. Όχι, λοιπόν, αυτό δεν είναι το τέλος της παγκοσμιοποίησης.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να συμπεριφερόμαστε όσο πιο ευγενικά ξέρουμε ή μπορούμε. Να εκτιμάμε την ομορφιά και το θαύμα του κόσμου. Να ξέρουμε ότι ο χρόνος μας σε αυτήν τη ζωή είναι σύντομος, αλλά υπέροχος. Επίσης, η αγάπη είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο δώρο. Και, τέλος, ότι κάθε παιδί είναι ένα θαύμα.