Ο Νίκος Αλεξίου αφηγείται τη ζωή του στη LIFO Facebook Twitter
Είμαι τυχερός γιατί με το καλημέρα οι καλλιτεχνικοί κύκλοι με αποδέχτηκαν. Δεν είναι κάτι που ψάχνεις η αποδοχή, αλλά όταν το 'χεις δεν μπορεί να μην το εκτιμάς. Φωτο: Αναστασία Βουτυροπούλου / LIFO

Ο Νίκος Αλεξίου αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

0

Mεγάλωσα στο Ρέθυμνο. Το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στη θάλασσα κι έτσι ο ήχος της θάλασσας ήταν πάντα εκεί σαν μουσικό χαλί.

• Είπα θα γίνω ζωγράφος, πήρα το καράβι και ήρθα στην Αθήνα. Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά είναι κι ακριβώς έτσι: Mπήκα ένα βράδυ στο καράβι και το πρωί ήμουν στην Αθήνα, κι από τότε ζω εδώ.

• Δεν πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν ήτανε κάτι που με απασχόλησε ιδιαίτερα πάντως. Ουσιαστικά έκανα αυτό που έκανα από πριν στην Κρήτη και με φυσικό τρόπο συνεχίστηκε στην Αθήνα: Παρακολουθoύσα.

• Έκανα μια μεγάλη βόλτα στην Αθήνα. Μου είχε φανεί μαγική, ήταν τότε το μεταίχμιο της δεκαετίας του '70, οι αρχές του '80. Γνώρισα τόσο κόσμο. Είναι ωραίο γιατί αυτές οι φιλίες είναι οι πιο ισχυρές σήμερα.

• Είχα πέσει με τα μούτρα στις απολαύσεις της ζωής. Χύμα. Θέλεις μια στιγμή να σταθείς, να ξαποστάσεις, να πας και λίγο αλλού. Και πήγα στη Βιέννη. Ήμουν 22 χρονών. Έφυγα όταν είχα ήδη πάρει το Ok για να κάνω την πρώτη μου έκθεση στο «Δεσμό». Είχα κάνει αυτά τα πειράματα με τα κωλόχαρτα, τα οποία τους άρεσαν πάρα πολύ.

Η εμπειρία της Βενετίας ήταν ένα παραμύθι: Είναι ωραίο όταν νιώθεις ότι σε αποδέχονται. Είναι συγκινητικό. Δεν είναι εύκολο να μη σε παρασύρει αυτό το πράγμα, να μη σε ζαλίσει. Εγώ πάντως ζαλιζόμουνα, το ευχαριστιόμουνα και δεν με ένοιαζε.

• Εκείνο τον καιρό είχα αρχίσει να βάφω και να βρέχω αυτά τα μαλακά χαρτιά τουαλέτας: να τα σιδερώνω, να τα κολλάω, να τα ξεκολλάω. Είναι κάτι που πιάνεις στα χέρια σου και δεν ξέρεις τι θέλεις να το κάνεις, αλλά ξαφνικά βλέπεις πως κάτι προέκυψε. Αυτό μου άρεσε, ήθελα να το ξαναδώ: Πώς έγινε αυτή η ένωση του χρώματος με το χαρτί κι άρχισαν να προκύπτουν κάτι σαν σημειώσεις, θα έλεγα, κι αυτό από μόνο του μου ήταν αρκετό. Μετά από τριάντα χρόνια έχει φτιάξει μια μεγάλη ιστορία. Αυτός ο χρόνος που δεσμεύεται, που κλείνει μέσα του μια πράξη, μια ιστορία, είναι κάτι το οποίο το φέρεις, το κουβαλάς συνέχεια κι έχεις την άνεση να ξανανοίγεις αυτό το κουτί και να το κοιτάς. Φτάνει να έχεις έναν νέο τρόπο να το βλέπεις.

• Γιατί έφυγα; Σε εκείνη την ηλικία τα βλέπεις αλλιώς. Είμαι στόκος. Δεν ξεφεύγω εύκολα από αυτό που θέλω να κάνω. Δεν προσπαθώ, δεν μπορώ να πάω αλλού.

• Γύρισα στην Αθήνα και μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών με μεταγραφή. Μπήκα στο εργαστήριο του Κώστα Γραμματόπουλου - ήταν η τελευταία χρόνια του στη Σχολή Καλών Τεχνών και ήμουν ο τελευταίος και ο μόνος του μαθητής. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα αυτό. Όταν τέλειωσε η χρονιά δεν ξαναπήγα στη Σχολή. Βαριόμουν.

• Είμαι τυχερός γιατί με το καλημέρα οι καλλιτεχνικοί κύκλοι με αποδέχτηκαν. Δεν είναι κάτι που ψάχνεις η αποδοχή, αλλά όταν το 'χεις δεν μπορεί να μην το εκτιμάς. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω, όμως, ήταν πολύ εύκολο.

Ο Νίκος Αλεξίου αφηγείται τη ζωή του στη LIFO Facebook Twitter
Mεγάλωσα στο Ρέθυμνο. Το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στη θάλασσα κι έτσι ο ήχος της θάλασσας ήταν πάντα εκεί σαν μουσικό χαλί. Φωτο: Αναστασία Βουτυροπούλου / LIFO

• Το '90 με '95 έκανα πάρα πολύ θέατρο. Ήθελα να το κάνω με δικούς με όρους και το έκανα. Όταν κάναμε με τον Παπαϊωάννου τα Τραγούδια στην Κατάληψη ξέραμε τι κάναμε. Εγώ προσέφερα μια κατάσταση, ένα ήδη υπάρχον έργο, έναν τόπο όπου θα εξελισσόταν μια δραματουργία. Μετά από δυο χρόνια κάναμε τη Μήδεια, η οποία έγινε το μεγάλο σουξέ της Ομάδας Εδάφους.

• Με το θέατρο σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις ό,τι σου κατέβει στου Κασίδη το κεφάλι. Σου προσφέρονται οι δυνατότητες να δοκιμάσεις πράγματα κι έγιναν δουλειές εκείνα τα χρόνια που για μένα ήταν ένα θείο δώρο. Νιώθω πως αυτές οι δουλειές άνοιξαν μια καινούργια κατάσταση στο θέατρο. Η δουλειά που κάναμε με τον Λευτέρη Βογιατζή, ο Κατσούρμπος, η Ηλέκτρα της Ρούλας Πατεράκη στο Μέγαρο...

• Το '95, μετά από πέντε χρόνια στο θέατρο, έφτασα να έχω εφτά παραστάσεις και τρεις τέσσερις εκθέσεις σ' ένα χρόνο. Το τελευταίο μου έργο -τι σύμπτωση!- ήταν το Ταξίδι Μακριά της Λούλας Αναγνωστάκη στο Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης σε σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή. Ήταν σαν να είχα πιάσει πάτο. Είχα κουραστεί πάρα πολύ.

• Έφυγα για το Άγιο Όρος για δυο τρεις μέρες κι έμεινα τέσσερις πέντε μήνες. Ξεκίνησε καινούργιο έργο: Πάλι τα μάτια ορθάνοιχτα, πάλι τα 'χα «χαμένα». Προσέφερα αυτό το δώρο στον εαυτό μου κι αφέθηκα σε αυτό το ταξίδι.

• Στο Άγιο Όρος παίρνεις ένα μέσο μεταφοράς, βρίσκεσαι στην Ουρανούπολη και χωρίς να έχεις τίποτα, με τα χέρια στις τσέπες, βρίσκεσαι σε ένα μέρος που ούτε να πληρώσεις χρειάζεται ούτε να κλείσεις δωμάτιο. Xτυπάς μια πόρτα και σου λένε «δεν μπορούμε» ή σε αφήνουν να μπεις. Ήταν μια ανακούφιση όλο αυτό.

• Όταν είσαι σε ένα μέρος όπου τρεις τέσσερις φορές την ημέρα πάνε στην εκλησσία και σταυροκοπιούνται, κάνουνε μετάνοιες και ψάλλουνε, μια φορά δεν θα πας, δυο φορές δεν θα πας, ε, την τρίτη φορά θα πας γιατί όλοι είναι εκεί. Κάποια στιγμή μες στην εκκλησία πάει το βλέμμα πάνω, πάει κάτω, ποιος μπήκε, ποιος βγήκε: Εγώ κοιτούσα το δάπεδο της μονής. Το παρατήρησα μία, δυο. Μετά δεν πας εσύ, έρχεται αυτό και σε βρίσκει σαν χαλκομανία μες στα μούτρα σου.

• Άρχισα να δουλεύω πάνω στο μοτίβο του δαπέδου της μονής αφού επέστρεψα στην Αθήνα. Το δούλευα χαλαρά και σιγά σιγά. Έφτιαχνα κάτι σαν πατρόν. Αυτό το έργο ήταν που πήγε και στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Με το θέατρο σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις ό,τι σου κατέβει στου Κασίδη το κεφάλι. Σου προσφέρονται οι δυνατότητες να δοκιμάσεις πράγματα κι έγιναν δουλειές εκείνα τα χρόνια που για μένα ήταν ένα θείο δώρο. Νιώθω πως αυτές οι δουλειές άνοιξαν μια καινούργια κατάσταση στο θέατρο.

• Η εμπειρία της Βενετίας ήταν ένα παραμύθι: Είναι ωραίο όταν νιώθεις ότι σε αποδέχονται. Είναι συγκινητικό. Δεν είναι εύκολο να μη σε παρασύρει αυτό το πράγμα, να μη σε ζαλίσει. Εγώ πάντως ζαλιζόμουνα, το ευχαριστιόμουνα και δεν με ένοιαζε.

• Δουλεύω και σε ένα έργο βασισμένο στο δάπεδο του Σαν Μάρκο στη Βενετία. Είναι σαν τη σπηλιά που ανακαλύπτει ο Αλαντίν στον Αλή Μπαμπά και τους σαράντα κλέφτες. Είναι όπως όταν ανακαλύπτει ένας αρχαιολόγος ένα κόσμημα, ένα θραύσμα, και για να το κατανοήσει πραγματικά πρέπει να το σχεδιάσει. Όχι να το φωτογραφίσει, να το σχεδιάσει. Μόνο έτσι καταλαβαίνει. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, να το αποτυπώσω, να το σχεδιάσω. Είναι ο μόνος τρόπος να το φάω.

• Ό,τι κι αν πω για την Αθήνα, θα κοινοτοπήσω. Η Αθήνα είναι ο τόπος μου.Το Κολωνάκι; Ακόμα καλύτερα. Μένω στην Ξενοκράτους. Εκεί έχεις τα πάντα, μ' αρέσει που βγαίνω από το σπίτι μου κι έχω ό,τι χρειάζομαι και είναι και γειτονιά. Κατεβαίνω για φαγητό και τρώω με παρέα. Τα μαγαζιά είναι υπέροχα, όλα αυτά τα παρδαλά πράγματα στις βιτρίνες, τα τόσο ελκυστικά...

• Συχνά καθόμαστε μια παρέα, όλοι καλλιτέχνες, στη Λυκόβρυση στην Πλατεία Κολωνακίου, στο ακριανό τραπέζι πάντα. Ένας φίλος μου, ο Ιγκόρ, λέει πως η Αθήνα είναι ο πάτος ενός ηφαιστείου και γύρω γύρω ο ορίζοντας είναι οι γραμμές του ηφαιστείου. Στον πάτο ενός πηγαδιού ζούμε. Δεν μπορείς να βγεις από αυτό - σε ρουφάει αυτό το ηφαίστειο.

Οι Αθηναίοι
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τάσος Μαντής: Από τα υδραυλικά στα αστέρια Michelin

Οι Αθηναίοι / Τάσος Μαντής: Από τα υδραυλικά στα αστέρια Michelin

Ένα απρόσμενο Σαββατοκύριακο σε ένα κότερο στάθηκε αρκετό για να αλλάξει τη ζωή του. Από την πρώτη του εμπειρία ως μάγειρας στον στρατό μέχρι τις κουζίνες των κορυφαίων εστιατορίων του κόσμου, κάθε σταθμός διαμόρφωσε τη φιλοσοφία του βραβευμένου σεφ. Σήμερα, μέσα από το αστεράτο Soil, αποδεικνύει πως η μαγειρική δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά τρόπος ζωής.
M. HULOT
«Ελάχιστοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με την τέχνη άφησαν παρακαταθήκη»

Οι Αθηναίοι / «Αυτό που λέμε ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει»

Ο Θέμης Ανδρεάδης γνώρισε τεράστια επιτυχία με το σατιρικό τραγούδι αλλά το ρίσκο να ασχοληθεί με το αγαπημένο του είδος, την μπαλάντα, τον άφησε εκτός μουσικής για σχεδόν είκοσι χρόνια. Η επιστροφή του με ένα δίσκο βινυλίου με συμμετοχές μουσικών από τις νεότερες γενιές ανοίγει ένα νέο, πιο φωτεινό κεφάλαιο στη ζωή του.
M. HULOT
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος

Οι Αθηναίοι / Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: «Η δημοσιότητα που έχω είναι μεγαλύτερη από την αξία μου»

Τη δεκαετία του '50 έβγαλε το πιο φτηνό εισιτήριο, βρέθηκε στο Παρίσι και κοιμόταν στο πάτωμα, προκειμένου να γνωρίσει το «μαγικό σύμπαν» του κινηματογράφου. Ο Βούλγαρης τον φωνάζει ακόμα «δάσκαλο», ενώ κάποτε του έλεγαν ότι οι κριτικές του έμοιαζαν να απευθύνονται μόνο στους φίλους του. Όμως εκείνος παρέμεινε πιστός στον δικό του δρόμο. Και είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός

Οι Αθηναίοι / Χρήστος Μποκόρος: «Η τέχνη δεν είναι θέαμα, πρέπει να σε αφορά και να σε πονάει»

Όταν βρέθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, ένιωσε ότι ναυάγησαν όλα του τα όνειρα και οι επιθυμίες. Αν και έχει ζωγραφίσει χιλιάδες κεράκια, ακόμα αισθάνεται αρχάριος, γιατί το καθένα είναι διαφορετικό, όπως και οι άνθρωποι. Για εκείνον, η τέχνη είναι ένα μνημείο, και κάθε φορά με τα έργα του ακουμπά εκεί που πονάει, για να παίρνει δύναμη.
M. HULOT
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ