Τα βρέφη, των οποίων οι μητέρες είχαν εκτεθεί σε υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξουν άσθμα, σύμφωνα με έρευνα.
Η μελέτη ανέλυσε τον αντίκτυπο των εξαιρετικά λεπτών σωματιδίων (UFP), τα οποία δεν ρυθμίζονται από κυβερνητικούς κανονισμούς. Αυτά, πιστεύεται ότι είναι ακόμη πιο τοξικά από τα μεγαλύτερα σωματίδια, για τα οποία γίνονται μετρήσεις, και έχουν επίσης συνδεθεί με το άσθμα.
Στις πηγές των UFP περιλαμβάνονται τα οχήματα και οι καυστήρες ξύλου ενώ δεκάδες χιλιάδες σωματίδια μπορούν να βρεθούν σε κάθε κυβικό αέρα στις πόλεις.
Θεωρείται ότι διέρχονται από τους πνεύμονες της μέλλουσας μητέρας, στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας επιβλαβείς φλεγμονές. Είναι επίσης πιθανό να διασχίσουν τον πλακούντα και να εισέλθουν στο έμβρυο.
Τα UFP έχουν συνδεθεί με άλλες επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του εγκεφάλου. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η απόδειξη αυτών των επιπτώσεων στην υγεία πρέπει να ωθήσει σε λήψη αποφάσεων για μεγαλύτερες μετρήσεις και περισσότερη δράση από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για τη μείωση του μολυσμένου αέρα.
«Η έρευνά μας είναι ένα σημαντικό πρώιμο βήμα για την οικοδόμηση της βάσης αποδεικτικών στοιχείων, που μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη παρακολούθηση της έκθεσης των UFP και τελικά σε ρυθμίσεις σχετικά με αυτά», δήλωσε η καθηγήτρια Rosalind Wright, στην Ιατρική Σχολή Icahn στη Νέα Υόρκη.
«Το παιδικό άσθμα παραμένει μια παγκόσμια επιδημία που είναι πιθανό να αυξηθεί με την αναμενόμενη αύξηση των αιωρούμενων σωματιδίων λόγω της κλιματικής αλλαγής» πρόσθεσε.
Η Wright είπε ότι τα έμβρυα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα στο οξειδωτικό στρες, που προκαλούν τα σωματίδια ρύπανσης στους ιστούς του σώματος. Η ανάπτυξη του εμβρύου είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε οτιδήποτε ρίχνει την ισορροπία οξείδωσης.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση, όπως είναι ήδη γνωστό, βλάπτει τα έμβρυα αυξάνοντας τον κίνδυνο πρόωρης γέννησης και χαμηλού βάρους. Μια μελέτη το 2019 ανέφερε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση ήταν τόσο επιβλαβής για τις εγκύους όσο το κάπνισμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποβολής. Σωματίδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης ανακαλύφθηκαν επίσης πρόσφατα στην εμβρυϊκή πλευρά του πλακούντα.
Η νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine, παρακολούθησε σχεδόν 400 μητέρες και τα έμβρυά τους κατά την εγκυμοσύνη.
Το επίπεδο των UFP, που είναι μικρότερα από 0,1 μικρόμετρα, κυμαινόταν από περίπου 10.000 έως 40.000 ανά κυβικό εκατοστό αέρα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες είχαν εκτεθεί σε επίπεδα 30.000 / cm3 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είχαν περίπου τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άσθμα από εκείνα,των οποίων οι μητέρες είχαν εκτεθεί σε επίπεδα 15.000 / cm3.
Αυτή η διαφορά στη ρύπανση είναι περίπου η αλλαγή, που παρατηρείται όταν πηγαίνουμε από ένα συνοικιακό δρόμο σε μία πολυσύχναστη λεωφόρο.
Οι περισσότερες από τις διαγνώσεις άσθματος στα παιδιά εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ηλικία των τριών ετών ενώ ποσοστό της τάξης του 18% των βρεφών εμφάνισαν άσθμα.
Οι επιστήμονες έλαβαν υπόψη άλλους παράγοντες, όπως την ηλικία των μητέρων και την παχυσαρκία. Επίσης έλαβαν υπόψη άλλους ατμοσφαιρικούς ρύπους. «Αυτά τα σωματίδια UFP έχουν ανεξάρτητα αποτελέσματα», δήλωσε η Wright.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η περίοδος κύησης όταν τα έμβρυα ήταν πιο ευαίσθητα στην έκθεση σε UFP διέφερε μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών εμβρύων, πιθανώς υποδηλώνοντας ότι τα UFP παρεμβαίνουν στο ορμονικό σύστημα.
Μια μελέτη στο Τορόντο το 2019 συνέδεσε επίσης την έκθεση του UFP εντός της μήτρας με το άσθμα και μελέτησε μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα 160.000 παιδιών.
Ωστόσο, η νέα μελέτη αξιολόγησε την έκθεση στα UFP με πολύ καλύτερη χωρική ανάλυση - έως και 20 μέτρα αντί για μία αστική γειτονιά - και είχε πιο ολοκληρωμένα δεδομένα για τους χρόνους έκθεσης.
Ο καθηγητής Scott Weichenthal, στο Πανεπιστήμιο McGill και μέλος της ομάδας μελέτης του Τορόντο, δήλωσε ότι η νέα έρευνα ήταν σύμφωνη με τα ευρήματα της ομάδας του και προσθέτει στις ταχέως αναπτυσσόμενες ενδείξεις για τις δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία από τα UFP, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών και πνευμονικών παθήσεων αλλά και του καρκίνου.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στα UFP (και) οι άνθρωποι πρέπει να προσπαθήσουν να μειώσουν την έκθεσή τους, όσο το δυνατόν περισσότερο, αν και αυτό μπορεί εύκολα να ειπωθεί αλλά δύσκολα να συμβεί στην πράξη, εάν κάποιος μένει κοντά σε πηγές ρύπανσης», δήλωσε ο Weichenthal.
Εκτός από την προσπάθεια αποφυγής μολυσμένων περιοχών, η Wright είπε ότι συμβουλεύει τους ασθενείς της να εξετάσουν το ενδεχόμενο λήψης αντιοξειδωτικών, καθώς έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τη φλεγμονή που προκαλείται από τη μόλυνση των σωματιδίων.
Με πληροφορίες του Guardian