Η κυβέρνηση, αδυνατώντας να προβλέψει και να κατανοήσει τις κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν, περιορίζει την ανάλυσή της στο «είναι τρελός ο Ερντογάν».
Άποψη που συμμερίζεται και το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά ο Πάνος Καμμένος τη λέει και δημόσια. Φυσικά, με μια τέτοια απλοϊκή ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχής διαχείριση και αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, παλιών και νέων.
Η αδυναμία της κυβέρνησης να κατανοήσει πού το πάει ο Ερντογάν ήταν προφανής από την αρχή της κλιμάκωσης των προκλήσεων της Τουρκίας, οι οποίες την αιφνιδίασαν.
Έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη από τη χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπισε αρχικά τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ενώ όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν ένα περιστατικό ρουτίνας, όπως ήθελε να το παρουσιάσει το Μαξίμου.
Ο Ερντογάν ξέρει πολύ καλά την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Γνωρίζει εξίσου καλά ποια είναι η πολιτική ηγεσία και το πολιτικό προσωπικό της και, φυσικά, γνωρίζει το μέγεθος της ισχύος της.
Ο εχθρός εκμεταλλεύεται πάντα τις αδυναμίες του αντιπάλου και ο Ερντογάν δεν έχει τη φήμη του καλού Σαμαρείτη για να ελπίζει κανείς ότι θα αποτελούσε την εξαίρεση.
Το πιο καυτό ζήτημα και το πιο επείγον, ως ώριμο αίτημα της κοινωνίας από καιρό, είναι η κατάργηση του ακαταδίωκτου των υπουργών. Η αλλαγή, δηλαδή, του διαβόητου νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Θέλει όμως η κυβέρνηση Τσίπρα πραγματικά να τον καταργήσει, όπως δεσμευόταν προεκλογικά; Οι πράξεις της δεν το δείχνουν.
Όταν μια χώρα πέφτει σε αδυναμία, πολλοί είναι εκείνοι που επιδιώκουν να κερδίσουν κάτι από την κατάσταση αυτή. Το κάνουν οι «εταίροι», δεν θα το έκαναν οι «αντίπαλοι»; Είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι φροντίζει να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της χώρας για να επιτύχει τους σκοπούς του.
Ας μην ξεχνάμε ότι το κράτος της Τουρκίας είχε σπεύσει να εκμεταλλευτεί και πάλι την κατάσταση, όταν, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε γίνει πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης, την περίοδο που δεν είχε καταφέρει όμως ακόμα να αποκτήσει τον έλεγχο και να σταθεροποιήσει την εξουσία του. Ήταν εκείνη η συγκυρία που επέλεξαν για να γκριζάρουν τα Ίμια και το έκαναν με επιτυχία.
Ο Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίστηκε για άλλη μια φορά ότι ο Αλέξης Τσίπρας του είχε υποσχεθεί ότι θα του δώσει τους οκτώ Τούρκους που κατηγορεί ως πραξικοπηματίες. Και γι' άλλη μια φορά ο Τσίπρας απέφυγε να τον διαψεύσει.
Αν ο ισχυρισμός είναι αληθής, είναι να απορεί κανείς πώς φανταζόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ότι θα το έκανε αυτό, παρακάμπτοντας τη Δικαιοσύνη. Βέβαια, πριν από λίγο καιρό ο Τσίπρας την είχε αποκαλέσει θεσμικό εμπόδιο που γνωρίζει πώς να παρακάμψει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για την ελληνική κυβέρνηση οι οκτώ Τούρκοι είναι μια καυτή πατάτα που δεν θέλουν στα χέρια τους.
Μέχρι πρότινος, η κυβέρνηση συνεργαζόταν με το καθεστώς Ερντογάν στο θέμα της απώθησης Tούρκων αντικαθεστωτικών και υπάρχουν καταγγελίες, όπως αυτή σχετικά με τον Τούρκο δημοσιογράφο Μουράτ Τσαπάν, ότι οι ελληνικές Αρχές, παρατύπως και μυστικά, μόλις πέρασε τα σύνορα, τον έπιασαν και τον παρέδωσαν στις τουρκικές Αρχές, οι οποίες τον έστειλαν κατευθείαν στη φυλακή (επειδή είχε κάνει ένα εξώφυλλο που δεν άρεσε στον Ερντογάν).
Η υπόθεση των οκτώ, όμως, έλαβε εξαρχής μεγάλη δημοσιότητα, γεγονός που λειτούργησε αντικειμενικά ως προστασία τους. Παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν είχε διαψεύσει στην αρχή πως συσχέτιζε τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ Τούρκους στρατιωτικούς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό δεν είναι η αλήθεια.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, λειτουργώντας ενδεχομένως ως «λαγός», υποστήριξε ότι «εάν αποδειχτεί η συμμετοχή τους στο πραξικόπημα, δεν δικαιούνται την προστασία που προβλέπει η Συνθήκη της Γενεύης και δεν είναι υποχρεωμένη η Ελλάδα να τους δεχτεί στο έδαφός της».
Μια τέτοια λύση, να μην τους δώσει στην Τουρκία, αλλά να μην τους δεχτεί και στην Ελλάδα, είναι στη σκέψη και των ενοίκων του Μαξίμου, καθώς θεωρούν ότι μια τέτοια αλά Οτσαλάν, επί Σημίτη, αντιμετώπιση θα έδιωχνε το πρόβλημα από πάνω τους.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε την επικαιρότητα αυτή την εβδομάδα ήταν η περίφημη συνταγματική αναθεώρηση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. έχει μπει στον τέταρτο χρόνο, αλλά το μόνο που έχει κάνει είναι να συστήσει μια επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία ανακοινώθηκε εν χορδαίς και οργάνοις, αλλά εσχάτως αγνοείται η τύχη της. Και είναι γνωστό στην Ελλάδα πως όταν ένας πολιτικός θέλει να αποφύγει να ασχοληθεί με ένα θέμα συστήνει μια επιτροπή γι' αυτό.
Το πιο καυτό ζήτημα και το πιο επείγον, ως ώριμο αίτημα της κοινωνίας από καιρό, είναι η κατάργηση του ακαταδίωκτου των υπουργών. Η αλλαγή, δηλαδή, του διαβόητου νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Θέλει όμως η κυβέρνηση Τσίπρα πραγματικά να τον καταργήσει, όπως δεσμευόταν προεκλογικά; Οι πράξεις της δεν το δείχνουν.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας ενδιαφερόταν να προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση, θα μπορούσε να έχει κινήσει τη διαδικασία εδώ και καιρό, καθώς είναι ήδη τριάμισι χρόνια πρωθυπουργός.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ευρωβουλευτής Κώστας Χρυσόγονος, που συμμετείχε στην επιτροπή των συνταγματολόγων που είχε συστηθεί γι' αυτόν το σκοπό, μίλησε πρόσφατα για εμπαιγμό, αποκαλύπτοντας ότι ο Τσίπρας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να τους συναντήσει και να ακούσει έστω τις προτάσεις τους.
Όσο για τη διαδικασία διαλόγου με τον λαό για τη συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Χρυσόγονος τη χαρακτήρισε, με έκδηλη ειρωνεία, θεατρική παράσταση που επιμελήθηκε ο Γιώργος Κιμούλης.
Η ουσία στο θέμα αυτό, πάντως, είναι –γιατί υπάρχει και πολλή υποκρισία από τα κόμματα– ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση χωρίς να αλλάξει το άρθρο 86, που παρέχει ασυλία σε υπουργούς και πρώην υπουργούς.
Είναι πρόθυμος ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του να αποποιηθούν αυτή την προστασία, όταν γνωρίζουν ότι πιθανόν να μην είναι οι ίδιοι στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές; Ο κ. Χρυσόγονος που εξελέγη με τον ΣΥΡΙΖΑ και συμμετείχε στις αρχικές διεργασίες προέβλεψε ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι τόσο αφελής.