Η υπόθεση Φαμπρ. Το σκάνδαλο Φαμπρ. Το πρωτόκολλο Φαμπρ ίσως; Τέλος πάντων, ο τίτλος θα βρισκόταν, αν κάποιος δημιουργούσε μια παράσταση, ένα λιμπρέτο, μια περφόρμανς γενικά με θέμα τον viral χαμό, το όργιο σπέκουλας και παραφιλολογίας και τις αντιδράσεις «ένθεν και ένθεν» που προκάλεσε το στόρι με τον Γιαν Φαμπρ, το οποίο αποδείχτηκε, εκτός όλων των άλλων, σωτήριο για τα media (κανoνικά και social) και εξαιρετικά ανθεκτικό, κυριαρχώντας σε διαδοχικούς «24ωρους κύκλους ειδήσεων» για τόσες μέρες και με τόση ένταση. Θεωρητικά, αφού το πρόγραμμα μοιάζει να βρίσκεται στον αέρα, προλαβαίνει κάποιος να στήσει τη σχετική παράσταση τώρα, άμεσα, για να προλάβει να παιχτεί στο προσεχές Ελληνικό Φεστιβάλ (στο μυαλό μου, είναι πάντα Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά άσχετο). Εφόσον αυτό προλάβει να συγκροτηθεί μέχρι το καλοκαίρι. Που θα έχει και Euro χωρίς την Εθνική (πόσοι αιώνες έχουν περάσει από το μυθικό 2004;), και ενδεχομένως με το ελληνικό ποδόσφαιρο αποκλεισμένο από κάθε διεθνή διοργάνωση. Εκεί να δεις αναταράξεις που έχουν να συμβούν, τύφλα να 'χει ο Φαμπρ, τον οποίο κάποιοι δικοί μας παρατρεχάμενοι σίγουρα θα πρόλαβαν να τον αποκαλέσουν «μίστερ» σκέτο (όπως «δις γουέι, μίστερ»), όπως παλιότερα τους ξένους προπονητές πριν φύγουν νύχτα. Δεν είναι τόσο άσχετα αυτά. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού δεν λέγαμε μέχρι πρόσφατα;
«Τσουρέκια μάς τα 'χατε κάνει με τον Λούκο, τσουρέκια μάς τα κάνατε και με τον Φαμπρ, έλεος με το Φεστιβάλ, ρε φίλε!». Σ' εμένα απευθυνόταν αυτό το ξέσπασμα φίλου αργά το προηγούμενο Σάββατο, ως εκπρόσωπο, ξέρω 'γω, του «culture section» των ελληνικών media.
Πολιτισμό μπορεί να μην έχουμε μπόλικο –όχι με την έννοια της κληρονομιάς και του μαυσωλείου, αλλά με την έννοια της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής διεθνούς κλάσης και απήχησης–, εκτός κάποιων λαμπρών εξαιρέσεων, έχουμε όμως μπόλικο πολιτιστικό ρεπορτάζ που διεξάγεται με τους ίδιους βαρετούς και κρατικοδίαιτης αντίληψης όρους που ισχύουν στα τμήματα των παραδοσιακών πολιτιστικών τμημάτων των εφημερίδων από την αυγή της Μεταπολίτευσης (τουλάχιστον). Στην περίπτωση της εβδομάδας των παθών του Φαμπρ (σταύρωση, ανάσταση, άντε γεια) και του Ελληνικού Φεστιβάλ, η αλληλεπίδραση μεταξύ έντονων απόψεων στα social media και πολιτιστικού ρεπορτάζ ήταν εκρηκτική και διαχύθηκε ακόμα και στα πιο mainstream media και τις πιο trash τηλεοπτικές εκπομπές, για να κυριαρχήσει σε κάποια φάση του σίριαλ το αφήγημα του Φαμπρ ως κακού Eurotrash λύκου, στεγνού αποικιοκράτη ή ακόμα και φαλλοκράτη/πατριάρχη (ω, ναι, υπήρξαν επιθέσεις και από τα φεμινιστικά μπλοκ, όχι μόνο από τους χουντόκαυλους και τις θεούσες). Κι όλος αυτός ο κακός χαμός για κάτι που στην πραγματικότητα δεν αφορά άμεσα πολύ κόσμο.
Ο Γιαν Φαμπρ ήλθε, είδε, άκουσε τα εξ αμάξης και απήλθε ως persona non grata από τη χώρα της αξιοπρέπειας, του μπάχαλου και της επιταχυνόμενης φτωχοποίησης, επιστρέφοντας στη χώρα που για δύο χρόνια δεν είχε κυβέρνηση και ουδείς προβληματίστηκε (πολιτισμός, παιδί μου), αφήνοντας πίσω του, δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία, μια αίσθηση ότι πάλι μείναμε να βαδίσουμε παρέα με την εσωστρέφειά μας στο λυκόφως των εξελίξεων. Και μια αμήχανη οργή. «Τσουρέκια μάς τα 'χατε κάνει με τον Λούκο, τσουρέκια μάς τα κάνατε και με τον Φαμπρ, έλεος με το Φεστιβάλ, ρε φίλε!». Σ' εμένα απευθυνόταν αυτό το ξέσπασμα φίλου αργά το προηγούμενο Σάββατο, ως εκπρόσωπο, ξέρω 'γω, του «culture section» των ελληνικών media. Σ' εμένα, που ζήτημα είναι αν έχω πάει σε δέκα παραστάσεις του Φεστιβάλ στη ζωή μου (είναι όπως στο θέατρο, ξεκινάς οπλισμένος με κουράγιο, παρακολουθείς μια φρίκη και μετά κάνεις να ξαναπάς δύο χρόνια, έτσι την είχα πατήσει και στο Φεστιβάλ έπειτα από κάτι Σαουμπίνες). Εννοείται ότι σέβομαι τους ανθρώπους που έχουν συνδέσει το Φεστιβάλ με την ιδέα ενός ιδανικού καλοκαιριού, πλαισιωμένου από σημαντικές παραστάσεις θεάτρου, χορού και μουσικής, και φάνηκαν να ταράζονται βαθιά με την αποπομπή Λούκου και ό,τι ακολούθησε, απλώς δεν μπορώ να μοιραστώ τον καημό. Θα θυμάμαι πάντα, όμως, εκείνο το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν γαλαξία πολύ μακριά (το 1990, τριτοετής φοιτητής Αγγλικής Φιλολογίας, με όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά μου), όταν είχε ακόμα μια «λούμπεν ΕΟΤ» υφή η διαχείριση του θεσμού (και είμαστε ντυμένοι εντελώς σαν γκαρσόνια), είχα δει όμως να περνάνε κυριολεκτικά από μπροστά μου, μεταξύ άλλων, η Μάρθα Γκράχαμ στα 100 της σχεδόν (πέθανε την επόμενη χρονιά), ο Χατζιδάκις, ο Πιατσόλα (πέθαναν λίγα χρόνια μετά), ο Μορίς Μπεζάρ (πέθανε το '07), ο Πιερ Μπουλέζ (πέθανε πριν από μερικούς μήνες). Επίσης, χειροφίλησα τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ (το έκανε ο διπλανός μου, το έκανα κι εγώ) και σήκωσα πάνω από τρεις από τις κυρίες που σωριάζονταν η μία μετά την άλλη το βράδυ που τραγούδησε ο Χοσέ Καρέρας και η βροχή είχε κάνει τα πατώματα καρμανιόλες για τα ψηλά τακούνια.
Το άρθρο είναι από την έντυπη έκδοση της LIFO
σχόλια