Ολόκληρο το –διδακτικού τύπου «τεχνικά», αλλά πλήρες συμπόνιας και κατανόησης– κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά με τίτλο Παραινέσεις ενός πατέρα του καιρού μας (γράφτηκε πριν από μισό αιώνα και βάλε) «έπεσε» ως θέμα της έκθεσης στις φετινές πανελλήνιες εξετάσεις, προκαλώντας, όπως κάθε χρόνο, σχόλια κάθε είδους και προέλευσης. Είναι κάτι σαν άκακος θεσμός, σαν εθνικό χόμπι ο σχολιασμός του θέματος – θεσμός με αυτοτελή ισχύ, ασχέτως της ουσίας των ίδιων των εξετάσεων και παρ' ότι κατά βάθος δυσκολευόμαστε πραγματικά να κατανοήσουμε όχι μόνο τον τρόπο αξιολόγησης του συγκεκριμένου «οικουμενικού» μαθήματος αλλά ακόμα και τον ίδιο τον ακριβή λόγο ύπαρξής του.
Θα μπορούσε, υποθέτω, να γίνει ένα σύγχρονο, επικαιροποιημένο reboot του κειμένου του Θεοτοκά –με social media, ψηφιακό κάψιμο γενικώς, fake news, Εξάρχεια ενδεχομένως και κάθε λογής απόνερα της κρίσης–, αλλά στα μάτια του ταλαίπωρου εξεταζόμενου θα έμοιαζε λιγότερο με σύγχρονη μεταποίηση και περισσότερο με αλύπητο τρολάρισμα. Σε κάθε περίπτωση, θα φαινόταν πολύ λιγότερο ειλικρινές από το αρχικό, παρ' ότι αυτό προέρχεται από μακρινές εποχές: «... Το ύφος σου απέναντί μου έγινε, καθαρά και ξάστερα, κριτικό. Γυρεύεις τα όριά μου και, φυσικά, αρχίζεις να τα ξεχωρίζεις. Με κρίνεις, με συγκρίνεις, με τοποθετείς σιγά-σιγά στη θέση που μου ταιριάζει. Ανακάλυψες κάτι που δεν το είχες φανταστεί, ότι υπάρχουν άνθρωποι καλύτεροι, σοφότεροι, σπουδαιότεροι από μένα. Συζητάς ζωηρά τις γνώμες μου· συχνά τις αντικρούεις. Αμφισβητείς τις πληροφορίες που σου δίνω. Ώρες-ώρες θα έλεγα πως σου αρέσει να προσδίδεις στη συζήτησή μας τον τόνο μιας αντιδικίας των γενεών...». Τουτέστιν, «ντάντι, μας την σπας», που έλεγαν και οι νεολαίοι στα '80s.
Προσωπικά, πάντως, αν έδινα εξετάσεις φέτος, θα είχα αποτύχει μάλλον στο μάθημα της Έκθεσης λόγω αξεπέραστου κολλήματος στην καταληκτική αποστροφή του κειμένου, που είναι σαν να σου λέει και λίγο άσ' τα να πάνε στο διάολο, τι να λέμε τώρα, θα τα δεις και μόνος σου,
Πολύ πιο ενδιαφέρουσες είναι αυτές οι μελαγχολικού ύφους διαπιστώσεις, παρά οι παραινέσεις καθαυτές που για ένα 17χρονο άτομο μοιάζουν σαν εκνευριστικοί απόηχοι της ίδια καλοπροαίρετης, αλλά μονότονης λιτανείας που ακούει ξανά και ξανά από τα ενήλικα χείλη: «Να είσαι γνήσιος, αληθινός, ακέραιος σε ό,τι αισθάνεσαι, λες και πράττεις... να σέβεσαι τον άλλον, να προσπαθείς να τον καταλάβεις· να τον βοηθάς, αν αυτό περνά από το χέρι σου...» κ.λπ. Όπως ήταν λογικό. όμως, στις σχετικές συζητήσεις στα «social» επέπλευσε περισσότερο το «πιασάρικο» εκείνο σημείο –που αποτέλεσε και υποερώτημα των εξετάσεων– με τον μαραγκό που είναι ανώτερος από τον επιστήμονα, εφόσον ο πρώτος μοχθεί και ο δεύτερος το ξύνει.
Κάποιοι το χαρακτήρισαν ακόμα και «λαϊκίστικο» το συγκεκριμένο απόσπασμα. Από την άλλη, είναι περίπου βέβαιο ότι αν ο Θεοτοκάς ήταν ενεργός σήμερα, θα είχε λοιδορηθεί ως ακροκεντρώος φιλελές, παρά το γεγονός ότι η μικροσκοπική Νέμεσίς του στον ακαδημαϊκό κόσμο –ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε «υποχείριο των κομμουνιστών». Προσωπικά, πάντως, αν έδινα εξετάσεις φέτος, θα είχα αποτύχει μάλλον στο μάθημα της Έκθεσης λόγω αξεπέραστου κολλήματος στην καταληκτική αποστροφή του κειμένου, που είναι σαν να σου λέει και λίγο άσ' τα να πάνε στο διάολο, τι να λέμε τώρα, θα τα δεις και μόνος σου: «Παρασύρθηκα όμως από τα λόγια μου και μου φαίνεται πως ξανάρχισα να συμβουλεύω. Σου το 'πα και πριν· δε ζητώ να σου επιβάλω έτοιμες απόψεις για τον κόσμο, αλλά μονάχα να σε βοηθήσω να ξεκινήσεις. Ύστερα, τράβα το δρόμο σου και σβήσε με, σιγά-σιγά, από τους λογισμούς σου, καθώς το θέλει η ζωή».
Σαφώς, πιο «επίκαιρο» θα φαινόταν ως θέμα ένα άλλο κείμενο του Θεοτοκά περί του ρόλου των νέων (με Ν κεφαλαίο) στο πλαίσιο μιας εθνικής κρίσης με τον τίτλο «Η αποστολή της Νέας Γενεάς» (1965, μετά τα Ιουλιανά), αλλά μάλλον δεν προτιμήθηκε λόγω έντονων σαιξπηρικών αναφορών και επικλήσεων στη δύναμη της μεγάλης ποίησης που, όσο να 'ναι, ξενερώνει και προκαλεί σύγχυση στον μέσο εξεταζόμενο (τι Νορβηγίες και Ελσινόρ και πτώματα μου λες τώρα...): «... Όταν ένας Τόπος παθαίνει έξαφνα μια γενική καθίζηση, σαν αυτή που γνωρίσαμε εμείς φέτος –καθίζηση της πολιτικής, των θεσμών, των ηθών, των ιδεών, των ελπίδων–, φυσικό είναι, ίσως και αναπόφευκτο, να στραφεί ο νους προς τους Νέους... Μαζί τους όλα μπορεί να ξαναγίνουν πιθανά. Μια Νέα... Γενεά είναι μια τεράστια παρακαταθήκη από όνειρα, ιδέες, θελήσεις, δημιουργικές δυνάμεις, ίσως (ποιος ξέρει;) και ιδιοφυΐες. Είναι ο πρίγκηπας της Νορβηγίας που προβάλλει στην τελευταία εικόνα του σαιξπηρικού Άμλετ, με τον στρατό του, όταν η σκηνή είναι γεμάτη πτώματα κι ο αέρας θανάσιμα πάθη και απόγνωση. Αστραφτερός από Νιότη και ομορφιά, ο αναπάντεχος αυτός επισκέπτης του Ελσινόρ προστάζει να σηκώσουν τους νεκρούς και παίρνει στα χέρια του την εξουσία για να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο ζωής. Τέτοια λύτρωση μας δίνει η μεγάλη ποίηση όταν συνταυτίζεται με το αστείρευτο ζωικό ρεύμα, με τον αιώνιο ρυθμό του Κόσμου. Έτσι, λοιπόν, σαφηνίζω την σκέψη μου, αφού μου το ζητούν: πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στη Νιότη, αν πιστεύουμε στον άνθρωπο, στη δημιουργικότητά του και στη ανανεωτική του δύναμη. Αλλά και η Καινούργια Γενεά ας συνειδητοποιήσει καλά τον δύσκολο ρόλο της και τις βαριές ευθύνες της και ας βαλθεί να προετοιμάζεται, χωρίς να καθυστερεί, για την επόμενη φάση της εθνικής μας ζωής...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO