Πριν από μερικούς μήνες, όταν ανακοινώθηκε η απονομή του βραβείου Νόμπελ στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η αντίδρασή μου ήταν μάλλον τυπική: ποια είναι αυτή πάλι, ρε παιδιά; Δεν το καταργούν το ρημάδι να τελειώνουμε; Μετά μάθαμε ποια είναι και τι κάνει με τις «δημοσιογραφικές μαρτυρίες» της και τις ανώνυμες αφηγήσεις από τη ζωή στα απόνερα του υπαρκτού σοσιαλισμού (αλλά και συγκεκριμένων ολέθρων, όπως το Τσερνόμπιλ). Κάποιοι είπαν ότι αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Κάποιοι άλλοι ότι δεν είναι αυτό το θέμα, αλλά το ότι η θεματική της μοιάζει εντελώς παρωχημένη (όσο και το ίδιο το Νόμπελ ενδεχομένως): Τι να μας πει κι αυτή η κυριούλα, τι να μας μεταδώσει, στην εποχή της σκληρής ύφεσης, της επισφάλειας, της ψηφιακής σύγχυσης, του υπερπληθυσμού (το μεγάλο ταμπού), των προσφύγων, του Ισλαμικού Κράτους; Δεν ξέρω, διαβάζοντας από δω κι από κει σκόρπια κείμενά της με καταγεγραμμένες συνομιλίες «απλών ανθρώπων» (γυναικών βασικά), βρίσκω ότι προκύπτει συχνά κάτι βαθύ και σύνθετο (καθόλου «απλό» δηλαδή) μέσα απ' αυτό τον μη φιλτραρισμένο, εξομολογητικό λόγο. Αυτό ένιωσα και σήμερα, διαβάζοντας στο «New Republic» μια προδημοσίευση του βιβλίου της Secondhand Time (Χρόνος από δεύτερο χέρι). Το απόσπασμα αφορά τη μαρτυρία της Alisa Z., 35 ετών, μάνατζερ διαφημιστικής, πρώην δημοσιογράφου (η συνομιλία έλαβε χώρα πρόσφατα στο τρένο από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη)...
«... Μια φίλη μου αυτοκτόνησε... Ήταν μια δυνατή και επιτυχημένη γυναίκα. Άπειροι φίλοι και θαυμαστές. Πάθαμε όλοι σοκ. Αυτοκτονία; Τι είναι αυτό; Δειλία ή θάρρος; Μια ριζική μεταμόρφωση, κραυγή βοήθειας ή η επιθυμία να γίνεις μάρτυρας; Έξοδος... παγίδα... τιμωρία... Θέλω να... Μπορώ να σου πω, όμως, γιατί εγώ δεν θα αυτοκτονούσα ποτέ... Παραιτήθηκα από την εφημερίδα και βρήκα δουλειά σε διαφημιστική, ο μισθός είναι πολύ καλύτερος. Είναι καλά λεφτά, που λένε. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για την ωραία ζωή, αυτό είναι ό,τι πιο σημαντικό συμβαίνει στη χώρα σήμερα. Άνοιξε την τηλεόραση και θα καταλάβεις. Οι πολιτικές διαδηλώσεις... Ακόμα κι αν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν τακτικά σ' αυτές, τα εκατομμύρια τρέχουν να αγοράσουν κομψά ιταλικά είδη υγιεινής. Όποιον κι αν ρωτήσεις, σου λέει ότι ανακαινίζει το σπίτι του, το διαμέρισμά του. Ταξίδια επίσης. Η Ρωσία ποτέ πριν δεν ήταν έτσι. Δεν διαφημίζουμε αγαθά μόνο, πουλάμε ανάγκες. Δημιουργούμε νέες ανάγκες – εμείς είμαστε αυτοί που μαθαίνουμε στον κόσμο πώς να ζει όμορφα! Εμείς κυβερνάμε αυτή την εποχή... Η διαφήμιση είναι ο καθρέφτης της ρωσικής επανάστασης...
Σήμερα οι singles είναι αυτοί που είναι επιτυχημένοι και ευτυχείς, όχι οι αδύναμοι και οι losers. Έχουν τα πάντα: λεφτά, καριέρες. Είναι επιλογή το να είσαι μόνος σου. Θέλω να συνεχίσω να προχωράω μπροστά. Είμαι κυνηγός, όχι πειθήνιο θήραμα. Έχω κάνει την επιλογή μου. Η μοναξιά είναι ένα είδος ευτυχίας...
... Η ζωή μου είναι γεμάτη μέχρι τα μπούνια. Δεν σκοπεύω να παντρευτώ... Έχω φίλους και όλοι τους σχεδόν είναι πλούσιοι. Ο ένας πλούτισε από το πετρέλαιο, ο άλλος από τα μεταλλικά λιπάσματα... Συναντιόμαστε και τα λέμε. Πάντα σε κάποιο ακριβό εστιατόριο: μαρμάρινη πολυτέλεια, έπιπλα-αντίκες, ακριβοί πίνακες στους τοίχους, πορτιέρηδες που συμπεριφέρονται ως Ρώσοι ευγενείς του 19ου αιώνα... Ένας από τους πιο στενούς μου φίλους είναι κι αυτός single, και δεν έχει επίσης καμιά επιθυμία να παντρευτεί. Του αρέσει να περιφέρεται μόνος στο τριώροφο σπίτι του. Συχνά σκύβει και μου λέει "κοιμήσου δίπλα σε κάποιον, αλλά ζήσε μόνος". Τη μέρα, το κεφάλι του πρήζεται από τις διακυμάνσεις τιμών των μετάλλων στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Χαλκός, μολύβι, νικέλιο... Κυκλοφορεί με τρία κινητά, χτυπάνε κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Δουλεύει δεκατρείς με δεκαπέντε ώρες τη μέρα. Ούτε weekends, ούτε διακοπές. Ευτυχία; Ποια ευτυχία; Είναι ένας άλλος κόσμος... Σήμερα οι singles είναι αυτοί που είναι επιτυχημένοι και ευτυχείς, όχι οι αδύναμοι και οι losers. Έχουν τα πάντα: λεφτά, καριέρες. Είναι επιλογή το να είσαι μόνος σου. Θέλω να συνεχίσω να προχωράω μπροστά. Είμαι κυνηγός, όχι πειθήνιο θήραμα. Έχω κάνει την επιλογή μου. Η μοναξιά είναι ένα είδος ευτυχίας... Ακούστηκε σαν αποκάλυψη αυτό, ε; (μένει σιωπηλή για λίγο). Στ' αλήθεια, τώρα, δεν ήθελα να τα πω σ' εσένα όλα αυτά, σ' εμένα ήθελα...».
Σαν déjà vu μιας οικείας '90s επιπολαιότητας ακούγεται ίσως σ' εμάς αυτό το επικίνδυνο όραμα αυτοτέλειας και απεριόριστης ατομικής ελευθερίας. Στον λόγο της υφέρπει όμως μια ασυνείδητη μελαγχολία και η ενοχλητική ιδέα (την οποία προφανώς δεν θα μπορεί να ξορκίζει για πάντα με απόλυτη επιτυχία) ότι δεν μπορεί να είναι έτσι, δεν στέκει, κάποτε θα σκάσει αδυσώπητη η πραγματικότητα (και η αγέρωχη μοναχικότητα θα γίνει παραλυτική απομόνωση). Το κείμενο μου θύμισε αυτό τον πίνακα του Χόπερ, αυτή την ελεγεία μοναχικότητας (και ποιο έργο του δεν είναι άλλωστε...) με τον τίτλο «New York Movie» (1939), ένα print του οποίου έχω καδράρει προ αιώνων και χαζεύω πού και πού, θέτοντας ερωτήματα για τα οποία δεν υπάρχουν απαντήσεις: Ποια είναι η ταινία στην οθόνη; Τι σκέφτεται, άραγε, η ταξιθέτρια στην άκρη του κάδρου την ώρα που παίζει η ταινία; Προβάλλει στο μυαλό της τη δική της ταινία ή σκέφτεται ότι θα έπρεπε να βρίσκεται η ίδια στη θέση της πρωταγωνίστριας στο πανί;
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.
σχόλια