Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του καθησυχαστικά vintage Πτι Παλαί από το δεύτερο υπόγειο, όπου είναι η κεντρική αίθουσα (στο πρώτο είναι ο εξώστης), προς την έξοδο, ακούγεται μουσική από το φουαγέ, κάτι σαν πειραγμένο λάτιν που σε επαναφέρει στην πραγματικότητα μετά την τελευταία κυριακάτικη προβολή του Γιου του Σαούλ. Όχι ότι είχα χαθεί ακριβώς στο αμπατουάρ του Άουσβιτς τις δύο προηγούμενες ώρες, όπως ένιωσαν πολλοί που είδαν (και δεν μπορούν να «ξεδούν») το εντυπωσιακό ντεμπούτο του Λάσλο Νέμες, ο οποίος έχει δηλώσει στις συνεντεύξεις του ότι είναι απολύτως ανήθικο να μετουσιώσεις σε θέαμα την απόλυτη φρίκη, ανακαλώντας άμεσα ή έμμεσα τη γνωστή ρήση του Αντόρνο ότι είναι αδύνατον να γραφτεί ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα, φράση που, όπως και η «κοινοτοπία του κακού» της Χ. Άρεντ, έχει φθαρεί λόγω κατάχρησης, καταντώντας πασπαρτού κοινοτοπία. Κι όμως, περί αυτού πρόκειται: ίσως όχι ποίηση ακριβώς, αλλά εξαιρετικής έμπνευσης σύγχρονο αφηγηματικό σινεμά, όπου η μυθοπλασία όχι μόνο δεν καταρρέει υπό το βάρος του Γεγονότος αλλά αποθεώνεται από τις ιδιοφυείς τεχνικές χειραγωγήσεις, το ντελιριακό γύρισμα και την έξοχη φωτογραφία. Η αλήθεια μιας κατάστασης, μιας εμπειρίας, σπανίως μεταδίδεται με τη στεγνή καταγραφή και τις ασκήσεις συναισθηματικής γυμναστικής του σινεμά βεριτέ και των ιστορικών ντοκιμαντέρ.
Το αποτέλεσμα είναι μια υπνωτική κι απόκοσμη συμφωνία φωνών και ελεγειακών πλάνων στα τοπία της αίρεσης του θανάτου. Οι εικόνες είναι στυλιζαρισμένες, στημένες, και η αλληλουχία των πλάνων προϊόν εξαντλητικού μοντάζ.
Αν θέλει κανείς σώνει και καλά μια συμπληρωματική (τεράστια όμως) υποσημείωση στην ταινία του Νέμες, μπορεί να αναζητήσει τη δεκάωρη (περιφέρονται μικρά και μεγάλα σπαράγματα στο YouTube με ή χωρίς υπότιτλους) ταινία Shoa (η εβραϊκή λέξη για την καταστροφή, το ολοκαύτωμα), που είναι ντοκιμαντέρ, αλλά δεν είναι κιόλας, είναι κάτι άλλο, μοναδικό κι αξέχαστο. Το κολοσσιαίο δημιούργημα του Κλοντ Λανζμάν (πριν από λίγες μέρες, στις 27 Νοεμβρίου, έκλεισε τα 90 του χρόνια), ενός Ζέλιγκ των κύκλων διανοουμένων του Παρισιού και εραστή της Σιμόν ντε Μποβουάρ, εμφανίστηκε το 1985 και αμέσως χαρακτηρίστηκε το φιλμικό γεγονός του αιώνα, πριν αποσυρθεί για να κάνει σποραδικές εμφανίσεις, στοιχειώνοντας διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπου κατά καιρούς έχει προβληθεί. Η ταινία δεν περιλαμβάνει ούτε στιγμή αρχειακού υλικού ή voice over αφήγησης, παρά μόνο συνεντεύξεις με επιζώντες των στρατοπέδων της Πολωνίας (για τον Λανζμάν, ο αντισημιτισμός στη χώρα αυτή υπήρξε μία από τις «βασικές συνθήκες» που επέτρεψαν το Ολοκαύτωμα, κάτι που πρέπει να βρίσκεται πάντα στην άκρη του μυαλού μας, ειδικά στην Ελλάδα, όπου υπήρξε και υπάρχει σοβαρό αντίστοιχο ζήτημα), με ναζί αξιωματικούς, καταδικασθέντες και μη (χρησιμοποιώντας κρυφή κάμερα και κάμερα-ψείρα για να τους αποσπάσει συγκλονιστικές μαρτυρίες), καθώς και με Πολωνούς «περίοικους» που έβλεπαν, απαθείς συνήθως, τα καμιόνια να έρχονται και τους καπνούς να βγαίνουν από τα στρατόπεδα. Το αποτέλεσμα είναι μια υπνωτική κι απόκοσμη συμφωνία φωνών και ελεγειακών πλάνων στα τοπία της αίρεσης του θανάτου. Οι εικόνες είναι στυλιζαρισμένες, στημένες, και η αλληλουχία των πλάνων προϊόν εξαντλητικού μοντάζ. Ο Λανζμάν αποκάλεσε την ταινία «μυθοπλασία του πραγματικού», θολώνοντας επίτηδες τα όρια μεταξύ επινόησης και αντικειμενικής αλήθειας, όπως τα θολά, χαμηλής εστίασης πλάνα στον Γιο του Σαούλ, όπου δεν διακρίνεται ακριβώς τι συμβαίνει, αλλά σίγουρα συμβαίνουν σκηνές ολέθρου, παράνοιας και ανείπωτης φρίκης.
Η μεγάλη αλήθεια σπανίως εξυπηρετείται από το εξονυχιστικό ρεπορτάζ και τη λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων. Πιο καλά το έχει πει, βέβαια, ο Βέρνερ Χέρτζογκ, ο μαέστρος της χειραγώγησης και της επιθετικής κατάργησης των ορίων μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ (ασχέτως αν κάνει πλάκα ή όχι, ασχέτως αν μας δουλεύει και λίγο, ασχέτως αν πετάει και τα τρελά του, που τα λέει όμως τόσο ωραία), όταν το 1999 έγραψε ένα μίνι μανιφέστο περί της «εκστατικής αλήθειας»: «... Το γεγονός (fact) δημιουργεί νόρμες, ενώ η αλήθεια διαφώτιση. Υπάρχουν βαθύτερα επίπεδα αλήθειας στο σινεμά, και υπάρχει κάτι που λέγεται ποιητική, εκστατική αλήθεια. Είναι μυστηριώδης και ξεγλιστρά, και μπορεί να την ακουμπήσει κανείς μόνο διά της επινόησης, της φαντασίας και του στυλιζαρίσματος... Το φεγγάρι είναι μουντό. Η Μητέρα Φύση δεν σε καλεί, δεν σου μιλά, παρόλο που μπορείς ν' ακούσεις έναν παγετώνα να κλάνει κάποια στιγμή. Μην ακούς όμως το Τραγούδι της Ζωής. Οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες που το Σύμπαν δεν έχει ιδέα από χαμόγελα. Η ζωή βαθιά στους ωκεανούς πρέπει να είναι σκέτη κόλαση. Μια απέραντη, ανάλγητη κόλαση μόνιμου και άμεσου κινδύνου. Τόσο κόλαση, ώστε κατά την εξέλιξη κάποια είδη –όπως ο άνθρωπος– σύρθηκαν, πέταξαν σε στέρεα κομμάτια γης, όπου τα Μαθήματα του Σκότους συνεχίζονται...».
σχόλια