Μια από τις φράσεις που έχουν αρχίσει να αντηχούν ενοχλητικά και δυσοίωνα στ’ αυτιά μου –σαν να έχουν αποκτήσει νοσηρό υπόβαθρο διά της επαναλήψεως– είναι όταν ακούω κάποιον να λέει ότι θέλει να βρει σπίτι «σε γειτονιά». Λες και μέχρι τώρα έμενε στον πεντηκοστό όροφο γυάλινου ουρανοξύστη. Κι αν είσαι κανένα πλουσιόπαιδο που τώρα αναζητά πάσης φύσεως «αυθεντικότητες», «εντοπιότητες» και άλλες ψευδαισθήσεις κοινότητας στις «γειτονιές» των (πρώην;) υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης, μπορώ να το καταλάβω. Οι υπόλοιποι, που έχουν βιώσει στο εφηβικό πετσί τους τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της ελληνικής μικροαστικής γειτονιάς, τι είδους λοβοτομή έχουν υποστεί; Σε λίγο θα μας πουν ότι πάνε και για πρέφα στο καφενείο. Αφού, αγαπητέ μου φίλε, αυτό που θα ήθελες πραγματικά είναι ένα συγκρότημα με μεζονέτες (και πισίνα ιδανικά) όπου θα μένουν εσύ και όλοι οι κολλητοί σου εφάπαξ… Κι από πότε δηλαδή η έννοια «γειτονιά» απέκτησε θετικό πρόσημο; Εγώ πάντως την έχω συνδέσει ανεπανόρθωτα με την αδιακρισία ανθρώπων (έστω και καλοπροαίρετων) που αναπνέουν στο σβέρκο σου τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Δε λέω, είναι πολύ σημαντικό να λες μια πρόσχαρη καλημέρα/καλησπέρα/καληνύχτα στις απλές συναλλαγές σου (αυτό λειαίνει σημαντικά τις γωνίες της μονοκόμματης καθημερινότητας), αλλά αυτά είναι τυχερά. Αν σου τύχει συμπαθητικός περιπτεράς, συμπαθητικός βενζινάς, συμπαθητικός μηχανικός αυτοκινήτων, συμπαθητικός χασάπης κ.λπ., έχει καλώς. Αν όμως έχω να κάνω με τον «βαρεμένο, στραβωμένο, αιώνιο Έλληνα», που θα έλεγε κι ο Γιώργος Γεωργίου, τι να την κάνω την περίφημη «αίσθηση γειτονιάς»;
Είναι και η «γειτονιά» ένα από τα μόνιμα εκθέματα του «Μαντάμ Τισό» της παραδοσιολατρίας, η οποία μας δέρνει τα τελευταία χρόνια και η κατάσταση μοιάζει μη αναστρέψιμη (στη μεταπολίτευση π.χ. όλοι σχεδόν οι Έλληνες, απελευθερωμένοι από το καταναγκαστικό soundtrack της χούντας, αποκαλούσαν τα δημοτικά «βλάχικα» και κανείς δεν παρεξηγιόταν). Σαν ερασιτέχνες αντικέρ (ρακοσυλλέκτες ουσιαστικά) τοποθετούμε ασυνείδητα μπροστά από οτιδήποτε προσδιορισμούς όπως ιστορικό, κλασικό, θρυλικό, παραδοσιακό, και –εσχάτως– εμβληματικό, τη λέξη που πρέπει να «κάηκε» πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη έκφραση του συρμού στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με το αγγλικό «iconic», που επίσης χρησιμοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώσπου κατάντησε κενό νοήματος. Αν είναι όλα εμβληματικά –από την Ακρόπολη μέχρι και την ταβέρνα του κυρ Σπύρου στη γωνία–, τότε δεν είναι τίποτε. Ούτε καν οι σημαίες και οι εθνικοί ύμνοι (εκτός από τον παλιό ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης ίσως), οπότε ας μη χτυπιούνται οι απανταχού «ελληνόκαυλοι» που ρουφιανεύουν οποιαδήποτε «αντεθνική» δραστηριότητα πέσει στην απολιθωμένη αντίληψη τους, όπως στην περίπτωση του «βλάσφημου» έργου που κατασχέθηκε στο Art Athina.
Άντε πάλι τα ίδια! Πόσες φορές θα το δούμε δηλαδή αυτό το έργο; Μήπως τελικά υπάρχουν «γνωστοί άγνωστοι» προβοκάτορες και ανάμεσα στους καλλιτέχνες (μια σκέψη κάνω); Δεν είναι και απίθανο, αν σκεφτεί κανείς ότι τέτοια «σκανδαλώδη» έργα συνήθως είναι αφόρητα κραυγαλέα και αυτιστικά. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Πότε επιτέλους θα ξεκολλήσουμε απ’ αυτή την πίστα (και τη νοοτροπία «ενορίας» και «γειτονιάς»); Από την εποχή του «αφορισμού» του Καζαντζάκη σχεδόν, έχουμε παραμείνει στο ίδιο κακό τριπ. It’s just so passé, darling…
Αυτό που δεν είναι καθόλου αστείο όμως είναι ότι το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» όχι μόνο δεν έφυγε ποτέ αλλά δοξολογείται καθημε- ρινά από μια ευρύτατη πλειοψηφία (ακόμα και πιτσιρικάδες με άφρο μαλλιά βλέπεις να σταυροκοπιούνται, «σαν να παίζουν μαντολίνο», που έλεγε η γιαγιά μου, μπροστά από εκκλησίες). Μπορεί να μην έχουμε τα επείγοντα ζητήματα της Τουρκίας, αλλά ένας ιδιότυπος εμφύλιος έχει ξεκινήσει κι εδώ. Εδώ ο Χ. Γιανναράς έγραψε (με εξαιρετικό στιλ όπως πάντα) στην «Καθημερινή» ότι ο Βενιζέλος ήταν ο έλληνας Κεμάλ (και δεν εννοούσε ότι ήταν ανάλογου βεληνεκούς «εθνάρχης», αλλά υπονομευτής κι αυτός της θρησκευτικής παράδοσης της χώρας του), κι ο μόνος που βρέθηκε να του την πει από το μουντό ρετιρέ του ήταν ο Α. Ανδριανόπουλος (τι περίπτωση κι αυτή!) Πλήρης σύγχυση…
Υ.Γ. Ο τίτλος στην αποψινή εκπομπή του Δημοσιογράφου ήταν: «Για πρώτη φόρα στην ελληνική τηλεόραση αγοράσαμε άνθρωπο» (αλήθεια!). Σχολιάζει ο γνωστός θίασος λούμπεν (για να είναι και πιο κοντά στον απλό θεατή) τηλεοπτικών celebrities: δημοσιογράφοι, τραγουδιστές (α ρε Πασχάλη, γιατί κι εσύ ρε Πασχάλη;) πολιτικοί, ηθοποιοί, αλλά και πολιτικοί/ηθοποιοί (πώς λέμε μοντέλο-ηθοποιός) όπως ο Γιώργος Βασιλείου. Δε θέλει και πολλή φιλοσοφία ρε παιδιά: Η μοναδική γειτονιά είναι η τηλεόραση.
σχόλια