«Ολοκληρώθηκε» λοιπόν –χωρίς, φυσικά, οριστική επίλυση ή ικανοποιητικό κλείσιμο αλλά με μια ύστατη επίκληση στο απόλυτο σκοτάδι, εκεί όπου αρχίζουν και τελειώνουν όλα ξανά και ξανά– η επιστροφή του «Twin Peaks» στην τηλεόραση μετά από 27 χρόνια. Δεν αποτελεί φυσικά spoiler η παραπάνω πρόταση: όποιος έχει ακόμα και την παραμικρή ιδέα περί του ρευστού / αλλόκοτου / μεταφυσικού / υπερβατικού / σαρκαστικού σύμπαντος στο οποίο κινήθηκε η σειρά, ειδικά στη φετινή, επικής κλίμακας εκδοχή της, αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο δεν μπορεί να υπάρξουν spoilers στην πλοκή για όσους έχουν μείνει πίσω αλλά μπορεί κανείς να το ξεκινήσει από το τέλος προς την αρχή και να είναι το ίδιο. Σχεδόν.
Έτσι κι αλλιώς, τα 18 ωριαία επεισόδια που λειτούργησαν αυτό το καλοκαίρι ως αλλόκοσμος (αλλά και αναγνωρίσιμος ταυτόχρονα ως τυπικά «λυντσική» ψυχοδυναμική υφή) αντιπερισπασμός από διαφορετική διάσταση δεν ήταν τόσο η συνέχεια της «σειράς που άλλαξε το τηλεοπτικό τοπίο» κάποτε όσο Το Σώου του David Lynch, που όχι μόνο τα έκανε όλα (ακόμα και για τον «σχεδιασμό του ήχου» ήταν υπεύθυνος) αλλά έκανε και εντελώς ό,τι του κατέβαινε, ενώ μας πήρε και τ' αυτιά γκαρίζοντας ως πανταχού παρών πράκτορας Κόουλ με τα ακουστικά βαρηκοΐας του και τα σημαδιακά όνειρα με τη Μόνικα Μπελούτσι. Στα 71 του, αυτή είναι ίσως η κληρονομιά του στις λεγεώνες των «αρρώστων» που μεγάλωσαν με το εργαστήριο σκοτεινών, πλην όμως απολύτως σαγηνευτικών ονείρων και εξαίσιων ενοράσεων που έχει στήσει εδώ και σαράντα χρόνια, αποτυπώνοντας τις αισθητικές εμμονές του στην οθόνη, για να τρυπώσουν στο μυαλό και κάτω από το δέρμα των παραδομένων θεατών.
Η σειρά που τελείωσε προχθές αρνήθηκε πεισματικά να χαϊδέψει τις επιλεκτικές αναμνήσεις όσων είχαν συνδέσει την αρχική σειρά με τα ανέμελα νιάτα τους, αρκούμενη σε μια παιγνιώδη εκμετάλλευση της «εξωκειμενικότητας» των πολυάριθμων ηθοποιών που παρέλασαν ως επίτιμοι προσκεκλημένοι από τη συνειδητά αποσπασματική αφήγηση.
Πέρα από το ξετύλιγμα της προσωπικής ατζέντας του δημιουργού του (από τον υπερβατικό διαλογισμό μέχρι την υπεράσπιση του καπνίσματος), το «Twin Peaks: Η Επιστροφή», όπως και οποιοδήποτε σχεδόν από τα τεχνουργήματα πάσης φύσεως και παντός πεδίου (από το σινεμά ως τα ζωγραφικά του έργα, το design και τη μουσική) στα οποία έχει κατά καιρούς αφοσιωθεί, υπήρξε κυρίως ένα εικαστικό/αισθητηριακό επίτευγμα που τακτικά έκοβε την ανάσα. Με τη σημαντική αρωγή, εν προκειμένω, της σύγχρονης, καλπάζουσας τεχνολογίας των ψηφιακών οπτικών εφέ (VFX), την οποία όμως αυτός, ο πιο εικαστικός των μεγάλων σκηνοθετών, οικειοποιήθηκε όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως όχημα μιας νέας ματιάς στο παλιό όραμα.
Αυτό το παλιό όραμα ενός ανθρώπου που το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να ζήσει και να κοινωνήσει μια ιδεατή αντίληψη της καλλιτεχνικής ζωής και του «αισθητικού παραδείγματος» αποκρυπτογραφείται από τον ίδιο τον Lynch στο περσινό λιτό, μινιμαλιστικό, αγιογραφικό αλλά και απολύτως διαφωτιστικό ντοκιμαντέρ David Lynch: The art life, όπου αφηγείται την πορεία του από τα ανέμελα παιδικά χρόνια στις ληθαργικές Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι την μποέμικη περίοδο στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Φιλαδέλφεια και την είσοδό του στο (πειραματικό καταρχάς) σινεμά. «Μεγάλοι έρωτες, μεγάλα όνειρα, σκοτεινά ρομαντικά όνειρα...» λέει σε κάποια αποστροφή του λόγου, αναφερόμενος στις πρώτες του εμπειρίες ως εφήβου από τη ζωή της τέχνης, της νύχτας, των κρυφών πόθων και των απόκοσμων περιστάσεων. Σε κάποιο άλλο σημείο θυμάται ότι μάλωσε ανεπανόρθωτα με τον τότε κολλητό και συγκάτοικό του (και μετέπειτα τραγουδιστή των J.Geils Band) Peter Wolf, επειδή ο Lynch βαριόταν και την κοπάνησε από μια συναυλία του Dylan όπου είχαν πάει μαζί. «Κανείς δεν φεύγει έτσι από τον Dylan» του είπε έξαλλος ο Wolf. «Λάθος. Εγώ φεύγω από τον Dylan» ήταν η απάντηση του Lynch – ατάκα που φυσικά μας κάνει να τον αγαπάμε ακόμα περισσότερο.
Εκτός από την αμέριστη αισθητική απόλαυση που τόσο απλόχερα μοίρασε στους «οπαδούς» –όχι τόσο στους σπασίκλες της πρωτότυπης σειράς, πολλοί εκ των οποίων αναρωτήθηκαν φωναχτά αν πρέπει το φετινό πόνημα να φέρει καν τον τίτλο «Twin Peaks», όσο στους ακόλουθους του Lynch γενικώς–, η «Επιστροφή» κατάφερε όχι μόνο να υπονομεύσει τους φορμουλαϊκούς και προβλέψιμους πλέον κώδικες των σειρών υψηλού κύρους και πρεστίζ αλλά και να επιτεθεί στο παραλυτικό κλίμα άγονης νοσταλγίας και ρετροβαμπιρισμού που μαστίζει τη σύγχρονη κουλτούρα. Η σειρά που τελείωσε προχθές αρνήθηκε πεισματικά να χαϊδέψει τις επιλεκτικές αναμνήσεις όσων είχαν συνδέσει την αρχική σειρά με τα ανέμελα νιάτα τους, αρκούμενη σε μια παιγνιώδη εκμετάλλευση της «εξωκειμενικότητας» των πολυάριθμων ηθοποιών που παρέλασαν ως επίτιμοι προσκεκλημένοι από τη συνειδητά αποσπασματική αφήγηση.
Αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς αντιμετωπίστηκε το φετινό 18ωρο αισθητηριακό παραλήρημα από τους θεατές που ήταν αγέννητοι ακόμα όταν προβαλλόταν η αρχική σειρά. Δύσκολο να γίνουν σχετικές αποτιμήσεις ή συγκρίσεις με τη δική μας γενιά. Η διάσπαση ενδιαφέροντος και προσοχής πλέον είναι σε άλλο εντελώς επίπεδο, για όλους, όχι μόνο για τους νεότερους. Αν θεωρήσουμε πάντως ότι το νεανικό αίτημα έχει να κάνει και τώρα και πάντα με μια αίσθηση επικίνδυνης ελευθερίας, τότε υποθέτω ότι πολλοί πιτσιρικάδες καλύφθηκαν επαρκώς: «Ιδού το νερό, ιδού και το πηγάδι. Πιες το όλο και σβήσε».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO