Ανάμεσα στους αμέτρητους επικήδειους που ακολούθησαν την είδηση του θανάτου του Prince, μπορούσε να διαβάσει κανείς και κείμενα που εστίαζαν στην ανεκτίμητη προσφορά του εκλιπόντος στη «μαύρη μουσική». Στο μυαλό μου, αυτή η σύνδεση (και οι συναφείς περιοριστικοί συνειρμοί με τη φανκ παράδοση, τα διονυσιακά χορευτικά στην πίστα της ντίσκο και την περσόνα του Sexy Motherfucker) δεν υπήρξε ποτέ. O Prince δεν ανήκε στη «μαύρη μουσική» με τον τρόπο που αυτή αφαιρετικά ορίζεται (από λευκούς ακροατές που δεν το ψάχνουν και πολύ) ως μια αφηρημένα οργασμική groove κατάσταση, ο Prince στην ακμή του, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '80, ήταν ο πιο προχωρημένος και ο πιο επιτυχημένος εκπρόσωπος μιας «εννοιακής» μετα-ροκ έκφρασης (πολλά χρόνια πριν από τους Radiohead ,φέρ' ειπείν) που ανακάτευε με τον πιο εκλεκτικό τρόπο ποικίλα φανκ, ψυχο-ποπ και electro στοιχεία, δεν φοβόταν όμως την απεριόριστη ισχύ ενός μεγάλου χιτ που σε καθηλώνει και σου κολλάει στον εγκέφαλο. Η αποθέωση αυτής της «εννοιακής» προσέγγισης (και της ωριμότητάς του ως καλλιτέχνη) υπήρξε, βέβαια, το άλμπουμ «Sign o' the Times» του '87, με το ομώνυμο κομμάτι να λειτουργεί ως ρεπορτάζ από την άγρια πλευρά της ζωής στις παρυφές των σύγχρονων μητροπόλεων, εκεί όπου η μόνιμη αίσθηση αποξένωσης και αποστέρησης διαλύει κάθε απόπειρα συγκρότησης κοινότητας και κάθε αντίληψη περί κοινωνικής συνοχής. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι μια άλλη επιτυχία του άλμπουμ, το «If I was your girlfriend», φάνταζε ακόμα πιο προχωρημένη, ως προσπάθεια διαχείρισης (από έναν straight άντρα) πολύπλοκων ζητημάτων πολιτικής φύλου και «ανδρόγυνης» σύγχυσης. Ένα άλλο κομμάτι αυτού του απίστευτου άλμπουμ που με διαφορά επικράτησε στην κορυφή των καλύτερων άλμπουμ εκείνης της χρονιάς, αφήνοντας πολύ πίσω τους πιο επιφανείς εκπροσώπους του «εναλλακτικού» ήχου, φέρει τον τίτλο «Η μπαλάντα της Ντόροθι Πάρκερ». Πιο «λευκό» (και πιο «conceptual») πεθαίνεις...
Ήδη η Polly έχει βρει άσχημα τον μπελά της με το τραγούδι «The Community of Hope», όπου ως αφηγήτρια περιφέρεται συλλέγοντας εντυπώσεις και πληροφορίες για την Πτέρυγα 7 (Ward 7), μία από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές στην περιοχή Anacostia της Ουάσινγκτον.
Με τους απόηχους αυτού του άλμπουμ, που ήρθε ξανά στην επιφάνεια λόγω θλιβερής επικαιρότητας, έκατσα ν' ακούσω (με χαρτί, μολύβι και lyric sheet, θέλουν δουλειά και σπασικλοσύνη τα «σοβαρά» μουσικά έργα) το νέο, εχμμμ... πρότζεκτ της PJ Harvey, το οποίο πριν από το πρώτο άκουσμα ακόμα, έμοιαζε να έχει μπατάρει από το βάρος των προσδοκιών και τη συνοδεία προσδιορισμών όπως «πολιτικό», «εννοιακό», «ερευνητική δημοσιογραφία», «ηχητική εγκατάσταση», «ακτιβισμός». Ήταν ήδη ανησυχητικό το γεγονός ότι μπορούσε να παρακολουθήσει κάποιος (επί πληρωμή) την ηχογράφηση του «The hope six demolition project» σαν να παρακολουθεί εγκατάσταση σε γυάλα πέρσι, στο πλαίσιο του Artangel στο Λονδίνο. Τύπου Μαρίνα Αμπράμοβιτς κατάσταση δηλαδή, δυσοίωνες και κούφιες παραστάσεις εγκλεισμού. Ούτε αυτό, όμως, θα είχε σημασία, αν τα «τραγούδια» (βινιέτες, μουσικές καρτ-ποστάλ, cut-up ρεπορτάζ, οτιδήποτε...) του δίσκου που προέκυψε από ερευνητικά ταξίδια στο Κόσοβο, στο Αφγανιστάν και στα πιο υποβαθμισμένα «γκέτο» (απαγορεύεται πλέον η λέξη, αλλά για να συνεννοηθούμε) της Ουάσινγκτον στέκονταν περήφανα από μόνα τους (όχι ότι είναι άσχημα, για την Polly Jean Harvey μιλάμε, απλώς ακούγονται σαν να είναι ελλιπή και αποσπασματικά) και δεν έμοιαζαν με πρόχειρες σημειώσεις της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, υπό τους ήχους μιας καλόγουστης και καλοπαιγμένης μουσικής επένδυσης.
Και το προηγούμενο άλμπουμ, το «Let England Shake», ήταν «πολιτικό» και conceptual, αλλά διέθετε μια μαγεία, μια απόκοσμη διάσταση, παρά το συγκεκριμένο ιστορικό του πλαίσιο και τον συγκροτημένο δοκιμιακό του χαρακτήρα. Το νέο πόνημα, όμως, μοιάζει να καταπιέζεται από τη δημοσιογραφική πρόζα και την ευθύνη (και τις ενοχές;) του δημιουργού απέναντι στην εξαθλίωση που μαστίζει όχι μόνο τον «άλλο», τον «υπόλοιπο», τον «τρίτο» κόσμο, αλλά και πολλές γειτονιές εδώ δίπλα μας. Ήδη η Polly έχει βρει άσχημα τον μπελά της με το τραγούδι «The Community of Hope», όπου ως αφηγήτρια περιφέρεται συλλέγοντας εντυπώσεις και πληροφορίες για την Πτέρυγα 7 (Ward 7), μία από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές στην περιοχή Anacostia της Ουάσινγκτον. Φράσεις όπως «μονοπάτι προς τον θάνατο», «drug town» και «ζόμπι» αντιμετωπίστηκαν με οργή από την τοπική κοινότητα αλλά και τη δημοτική Αρχή της πόλης, κάνοντας λόγο για «τουρισμό στη φτώχεια και στην εξαθλίωση». Η ίδια επικαλείται (ορθώς) την καλλιτεχνική ελευθερία που παρέχει ένας αμφιλεγόμενος (και όχι απαραίτητα αξιόπιστος) αφηγητής/παρατηρητής που δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον δημιουργό, από την άλλη, όμως, πώς δικαιολογούνται οι στίχοι ενός άλλου τραγουδιού, του «A line in the sand», όπου η «αφηγήτρια» αναστοχάζεται δημοσίως: «πώς να σταματήσουμε τους φόνους; / θα 'πρεπε να 'χουμε μάθει ως τώρα / αν δεν κάνουμε κάτι, είμαστε απάτη / το κακό κατακλύζει το καλό...». Δύσκολα πράγματα και για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πόσο αμήχανη μπορεί να ακουστεί η ροκ έκφραση όταν επιχειρήσει να αποδράσει από τον αυτισμό, τον ατομικισμό, την υπαρξιακή περιδίνηση, τα πάρτι και τις κηδείες που συμβαίνουν εντός του μυαλού, και να ανοιχτεί στα σύγχρονα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.