Όταν είχα φύγει αργά το βράδυ από τα ΝΕΑ όπου εργαζόμουν τότε, ακόμα παιζόταν η εκλογή εκείνη τη νύχτα του Νοέμβρη του '08. Επιστρέφοντας από το πλησιέστερο μπαρ (όπου είχαμε συμφωνήσει με την ομήγυρη να κλείσουμε προσωρινά τα μάτια και τ' αυτιά σε κάθε νέο αποτέλεσμα) μετά από καμιά-δυο ώρες στο γραφείο, είχε μόλις πέσει θριαμβευτικά το Οχάιο. Ο Μπαράκ Χουσέιν Ομπάμα ήταν ο 44ος Πρόεδρος των ΗΠΑ και η συγκίνηση με χτύπησε κατευθείαν στο νευρικό σύστημα (βοήθησε όσο να 'ναι και το αλκοόλ την έντονη συναισθηματική διέγερση). Δεν ήταν τόσο η αίσθηση λύτρωσης μετά από τις δύο θητείες του Μπους υιού, ούτε η βαριά ιστορικότητα της στιγμής («ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος»), αλλά το συγκλονιστικό γεγονός ότι θα γινόταν «πλανητάρχης» κάποιος που έμοιαζε τόσο οικείος και φιλικός προς εμάς, τη γενιά μας, τη φάση μας, στη συμπεριφορά, στις αντιλήψεις, στη διαχείριση ενός τόσο μεγάλου διακυβεύματος. Δεν είχε υπάρξει, ούτε υπήρξε από τότε, κάποιος άλλος πολιτικός ηγέτης μεγάλης δυτικής δημοκρατίας που να εμφανίζεται τόσο ιδανικός χειραγωγός της προδιάθεσης του παγκόσμιου κοινού, μοναδικός στο να σε χαλαρώνει και να σε καθησυχάζει με τη χαλαρή, ευαισθητοποιημένη και συγκροτημένη παρουσία του, σαν να είναι συγχρόνως φίλος αλλά και ο μοναδικός ενήλικας στην παρέα, αυτός που θα ακολουθούσες με ασφάλεια οπουδήποτε.
Αυτά που συνέβησαν στα ράλι του Τραμπ δεν θα ήταν αποδεκτά σε καμιά ευρωπαϊκή συγκέντρωση μεγάλου (και πάντως μη περιθωριακού) πολιτικού φορέα, ακόμα και ακροδεξιού– και συγχρόνως απενοχοποιήθηκαν φριχτές συμπεριφορές και νοσταλγικά φασίζουσες αντιλήψεις, κάτι που δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο βέβαια, όπως καλά γνωρίζουμε.
Ήταν η τελευταία ψευδαίσθηση περί (καλού) «τέλους της Ιστορίας». Μετά μας διέλυσε η κρίση και η κοινωνική αποσύνθεση που εξακολουθούμε να βιώνουμε καθημερινά και δεν παρήγαγε παρά ελάχιστα αντισώματα, να 'χουμε να λέμε τουλάχιστον ότι κάτι καλό θα προκύψει όταν τελειώσει κάποτε αυτή η ζοφερή περιδίνηση. Από τη διαρκώς συγχυσμένη και σε μόνιμη αναζήτηση μιας λειτουργικής ταυτότητας Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαινόταν ότι μπορεί να βγει άκρη, αλλά τουλάχιστον υπήρχε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο Ομπάμα ως μια παρηγοριά, ως ένας μπούσουλας, παρά τις επιμέρους μεγάλες απογοητεύσεις από τη θητεία του, κυρίως όσον αφορά την αδυναμία του να ρεγουλάρει αποτελεσματικά τις πανίσχυρες δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου που συνέχισαν και συνεχίζουν να ξεσαλώνουν αγρίως εις βάρος του 99%. Ένα σημαντικό τμήμα του οποίου αποφάσισε ότι η μόνη λύση είναι «πουτάνα όλα, εδώ και τώρα» με τη μορφή ενός εκκωφαντικού «fuck you» από τους απανταχού κολασμένους και ψεκασμένους προς το «σύστημα» (όπως είπε ο μπούρδας ο Μάικλ Μουρ). Όποιος κι αν έχει βγει (άγνωστο ακόμα την ώρα που γράφονται αυτά εδώ), η ζημιά έχει γίνει: από τον «μεσσιανικό» Ομπάμα πέσαμε στον «μουσολινικό» Τραμπ, η αρρώστια ξεχύθηκε στους δρόμους –αυτά που συνέβησαν στα ράλι του Τραμπ δεν θα ήταν αποδεκτά σε καμιά ευρωπαϊκή συγκέντρωση μεγάλου (και πάντως μη περιθωριακού) πολιτικού φορέα, ακόμα και ακροδεξιού– και συγχρόνως απενοχοποιήθηκαν φριχτές συμπεριφορές και νοσταλγικά φασίζουσες αντιλήψεις, κάτι που δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο βέβαια, όπως καλά γνωρίζουμε.
Τις προηγούμενες μέρες η αμερικανική προεκλογική αρθρογραφία έμοιαζε εγκλωβισμένη σ' ένα παραλυτικό υπαρξιακό δέος με επαναλαμβανόμενες αναφορές στον μύθο του Σίσυφου διά χειρός Καμύ και στη Ναυτία του Σαρτρ, συχνά με εντελώς αντικρουόμενες και αυθαίρετες ερμηνείες. Όποιος (όποια hopefully, το μη χείρον κ.λπ.) κι αν εξελέγη, αυτή η ατμόσφαιρα δύσκολα θα αποσυμφορηθεί διεθνώς στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον όμως εμείς θα λέμε ότι μας τίμησε ο Ομπάμα με το τελευταίο του επίσημο ταξίδι ως Πρόεδρος, 17 χρόνια ακριβώς μετά την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον, τον οποίο, θυμάμαι τότε, ο Γιώργος Γεωργίου είχε παρομοιάσει κολακευτικά, λόγω επιβλητικού αναστήματος και παρά τις μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον του, με τον Ντούσαν Μπάγιεβιτς, επιλέγοντας να παραμερίσει τα έντονα αμφιλεγόμενα και απωθητικά στοιχεία της προσωπικότητας και των δύο. Είναι περίπου βέβαιο ότι η κεντρική ομιλία του θα είναι κάτι μεταξύ διακριτικού απολογισμού της κληρονομιάς που αφήνει ο ίδιος στον πλανήτη και ενθάρρυνσης της κυβέρνησης να συνεχίσει το δύσκολο έργο της («Ich bin ein Athenian» τύπου). Δεν θα χρησιμοποιήσει μάλλον τσιτάτα του Καμύ ή του Σαρτρ, αλλά ούτε και το γνωστό απόφθεγμα του Φράνσις Μπέικον «η ελπίδα είναι καλό πρωινό, αλλά κακό δείπνο», αφού προφανώς δεν θα ήθελε να προσβάλει ούτε τους οικοδεσπότες του αλλά ούτε και το κεντρικό σλόγκαν που ανέδειξε τον ίδιο πριν από οκτώ χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO