Πάνω από ένα μήνα κρατάει το ακαδημαϊκό ζίου-ζίτσου με την επικεφαλίδα «Διάλογος για την Ελληνικότητα», που μαίνεται στις σελίδες του ένθετου «Βιβλιοδρόμιου» των Σαββατιάτικων «Νέων» μεταξύ του «ετεροφοβικού» Κ. Γεωργουσόπουλου από τη μια μεριά του ρινγκ και κάποιων επιφανών «μεταμοντέρνων» καθηγητών νεοελληνικών σπουδών της διασποράς από την άλλη. Στο τελευταίο επεισόδιο, μάλιστα, η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε σε συναρπαστικό βαθμό, με πολλά εντυπωσιακά χτυπήματα κάτω από τη ζώνη εκατέρωθεν. Αισθάνομαι σχεδόν υποχρεωμένος να αναμεταδώσω μερικές από τις καλύτερες φάσεις του ματς, αφού η νέα γενιά -τα τέκνα της υβριδικής κουλτούρας και μπάσταρδα της μεταπολίτευσης-, καλώς ή κακώς, είναι πιο πιθανό να διαβάζει free press παρά ειδικά ένθετα «λογοτεχνίας και ιδεών». Μπορεί να πρόκειται απλά για «τρικυμία σε ρακοπότηρο», αλλά μπορεί επίσης να αποδειχτεί ο πρόλογος σε σενάριο τύπου Εξολοθρευτή, όπου στο μακρινό μέλλον αυτή η περιφερειακή «κουλτουροδιένεξη» θα θεωρηθεί η απαρχή του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε χρόνια μετά. Και όταν λέμε εμφύλιο, δεν εννοούμε απαραίτητα με όπλα. Υποτίθεται, εξάλλου, ότι «η πένα είναι πιο ισχυρή από το ξίφος» που λένε κι οι Αγγλοσάξονες αλλά και οι ελληνικής καταγωγής λακέδες τους, εναντίον των οποίων καταφέρεται ο γνωστός θεατρολόγος, με μένος που θα σόκαρε ακόμα και τη Λιάνα Κανέλλη: «Μάχομαι με τα λύματα και ό,τι κοπρίζει τη γλώσσα μου εναντίον οποιουδήποτε που θέλει να καταστήσει τον τόπο μου πνευματικό προτεκτοράτο πολυεθνικών πολυπολιτισμικών μεταμοντέρνων καρκινωμάτων της παγκοσμιοποίησης». Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Σε προηγούμενο επεισόδιο, αν και στριμωγμένος στα σκοινιά -ένας αλλά λύκος, σαν τον Τρινιτά-, αντεπιτέθηκε στους «σαλίγκαρους που βρήκαν υγρασία και κάνουν τσάρκα», ανακαλώντας τον Ελύτη: «Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν!», ανέκραξε εναντίον των «μεταμοντέρνων μιτσίγγανων» και των απανταχού «σχιζοφρενών εθνοκτόνων με το πριόνι» και των διάφορων οικότροφων αμερικανικών πανεπιστήμιων, τα οποία «χρηματοδοτούνται από πολυεθνικές και πετρελαιάδες» (θα χυθεί αίμα, indeed!).
Απαντώντας στο κράξιμο, ένας από τους εγκαλούμενους μεταμοντέρνους ανθέλληνες διεθνιστές που προτιμούν τον όρο «διασπορά» από τον πιο παραδοσιακό «ομογένεια», ο Στάθης Γουργουρής, καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Κολούμπια, γράφει: «Η φλυαρία για το μεταμοντέρνο είναι όπως η καραμέλα της διαιτησίας για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν η ταυτόχρονη πολλαπλότητα προσεγγίσεων, ο κριτικός αναστοχασμός παγιωμένων μορφών τέχνης μέσω της επιτέλεσής τους σε νέα πλαίσια κ.λπ. είναι μεταμοντερνισμός, τότε ένας μεγάλος Έλληνας μεταμοντέρνος είναι ο Μίμης Πλέσσας». Σωστό εν μέρει, αν σκεφτεί κανείς ότι ο ίδιος άνθρωπος έγραψε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», τις «Θαλασσιές τις χάντρες» και το «Φσσστ, μπόινγκ». Πέρα από την πλάκα όμως, είναι γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός «μεταμοντέρνος», ειδικά όταν εκτοξεύεται απειλητικά κατά δικαίων και αδίκων, είναι σαν το «lifestyle»: Μοιάζει με γάβγισμα (ή με ρέψιμο) και είναι εντελώς κενός νοήματος. Η επικεφαλίδα του συγκεκριμένου άρθρου είχε τίτλο «Ο ελληνισμός δεν είναι ουσία». Τολμηρά πράγματα στην εποχή μας. Είναι σαν να λες «ο Θρύλος δεν είναι ιδέα». Συνεχίζοντας, ο καθηγητής παραθέτει τους «συνήθεις υπόπτους» που αποτελούν το σύγχρονο εναλλακτικό κανόνα: «Το θέατρο του Τερζόπουλου ή του Μαρμαρινού, ο κινηματογράφος του Γιάνναρη ή του Ηλιάδη, η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, της Σαβίνας Γιαννάτου, του Αγγελάκα και του Βελιώτη, του Coti K». Πολλοί από τους παραπάνω βέβαια έχουν περάσει τα πενήντα, αλλά αυτό δείχνει απλά ότι γεράσαμε κι ακόμα είμαστε στην πρώτη μικρή. Oπως σημειώνει, επιχειρώντας να παρέμβει στη διαμάχη πετώντας μια λευκή πετσέτα στο ρινγκ, ο λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στην Οξφόρδη Δημήτρης Παπανικολάου, οι εμπλεκόμενοι «ανήκουν απλώς σε δύο διαφορετικές “κοινότητες λόγου” που έχουν πάψει να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αντιπαράθεση είναι καταδικασμένη να επιτύχει ως επικοινωνιακό (μιντιακό) γεγονός, αλλά να αποτύχει ως απόπειρα επικοινωνίας». Σε ανάλογο διαλλακτικό πνεύμα, ο Τάσος Θεοδωρόπουλος τονίζει το προφανές:
«Ο εθνικός, γλωσσικός, θρησκευτικός ή και πολιτικός προστατευτισμός, με τους φανατισμούς που συνεπάγεται, μπορεί να βολεύει τον τρόμο που μας προκαλούν τα μεγέθη του παγκόσμιου χωριού, όμως, εκτός του ότι είναι πολλές φορές θανατηφόρος στην κυριολεξία, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας δεινότητα με το παρόν».
Ας μην υποτιμάμε το τζέρτζελο που ξεκίνησε και δεν αφορά μόνο το αν ο Καβάφης πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «σπουδαίος γκέι διασπορικός ποιητής» ή «κορυφαίος Έλληνας ποιητής τελεία». Η διαμάχη θα συνεχιστεί στην ίδια αλλά και σε άλλες πίστες. Όπως άλλωστε παραδέχεται και ο κ. Γεωργουσόπουλος, η ελληνικότητα δεν είναι ζήτημα ταυτότητας αλλά «ποιότητας». Η πιο «μοδάτη» λέξη των τελευταίων χρόνων στα αγγλοσαξονικά έντυπα, με τους πιο επιφανείς γραφιάδες να τη χρησιμοποιούν επί παντός επιστητού, είναι η λέξη «hubris», δηλαδή ύβρις.
Πέρα από τον έλεγχό μας
Hubris anhedonia
σχόλια