Σ' ένα κομμάτι μου με τη νέα μου μπάντα, τους Ηeptagon Ritual, σαμπλάρουμε τον “Μπάλο” του Σαββόπουλου», μου λέει ο Niadoka, που έχει χτυπήσει ένα τατουάζ με τ’ όνομά του στο μέσα σημείο του βραχίονά του, κάπου εκεί κάτω απ’ τον αγκώνα. Η διονυσιακή μουσική του Διονύση -κάτι μεταξύ Zappa, Captain Beefheart και θρακιώτικων-, ένας υπέρτατος ύμνος στο πώς κάποιος ιδιοφυής μουσικός μπορεί ν' αντιληφθεί την παραδοσιακή μουσική μέσα από δυτικότροπες φόρμες, ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία το Niadoka, αυτού του τύπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βέροια ανάμεσα σε ροδακινιές, με συμμαθητή τον Larry Gus, κι είναι ποτισμένος με την καταπιεσμένη μελαγχολία της επαρχίας (που, όμως, μετουσιώνεται συχνά σε δημιουργία, ασφάλεια και πάθος για το μέλλον).
Στη στοά του Kota Nostra, με τις κρεμασμένες απ’ το ταβάνι κότες (φιλοτεχνημένες από διάφορους καλλιτέχνες), κάπως σαν ένα chicken parade, και τα φυτά που δημιουργούν μια σχεδόν οργιώδη βλάστηση στον χώρο, ο Niadoka κάθεται στο μακρύ, μοναστηριακό τραπέζι και πίνει μια μπίρα απ’ το μπουκάλι. «Μικρός άκουγα πολύ psy trance. Άκουγα Super FM και πήγαινα στη Θεσσαλονίκη για ν’ αγοράσω βινύλια απ’ το Noise. Όλη μου η εφηβεία πέρασε γράφοντας μουσική. Είχα ένα “αρχαίο” pc με το Impulse Tracker φορτωμένο κι έγραφα όλη μέρα ηλεκτρονική μουσική διαφόρων ειδών. Σκέψου ότι τότε αποθηκεύαμε σε δισκέτες floppy 5 1/4. Συγχρόνως, μαζί με τον Larry Gus ακούγαμε και πολύ χιπ χοπ. NWA, Eazy E., Dr. Dre και όλη την old school σκηνή της Δυτικής Ακτής. Από συναυλίες ούτε λόγος. Εκείνη την εποχή μόνο κάτι ελληνικά χιπ χοπ ερχόντουσαν στη Βέροια γι’ αρπαχτές».
Παρόλες, όμως, τις επιρροές του, το πρώτο του ντέμο ήταν 4-5 κομμάτια grindcore κι είχε στο εξώφυλλο μια ανατριχιαστική φωτογραφία ενός τύπου με τραυματισμένο μάτι που είχε ανακαλύψει στο rotten.com (ήταν και η εποχή που η ηδονοβλεπτική θεματική του rotten το είχε φέρει στα «ένοχα» bookmarks των πρώιμων κυβερνοναυτών). Και όταν πια ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Γραφιστική, έπεσε στη βαθιά πισίνα της αβανγκάρντ. Warp Records, Autechre, Aphex Twin, Beefcake, σκοτεινές νύχτες στο Dark Sun (που ήταν δίπλα στο σπίτι του), γιαπωνέζικα anime και chobits.
«Το Niadoka δεν σημαίνει τίποτα. Ήταν ένας χαρακτήρας σ’ ένα anime που έβλεπα και τον έλεγαν Nodoka. Παρέφρασα το όνομά του και το υιοθέτησα», μου λέει, ενώ απ’ τα ηχεία του Kota Nostra ακούγεται ένα κομμάτι των Cocorosie, ένα ζευγάρι δίπλα μας παίζει με παροιμιώδη προσήλωση σκάκι, ένας καφετί σκύλος κοιμάται στο δροσερό δάπεδο, ένα μωρό κάθεται πάνω στο μπαρ, το σκηνικό μού θυμίζει το Tacheles στο Βερολίνο, την πιο διάσημη κατάληψη στην Ευρώπη. Ο Niadoka έχει, επίσης, ένα κόλλημα με τα ‘80s, το γαλλικό electro, τον Φρέντι Μέρκιουρι και με ό,τι βγάζει η Valery Records. Το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, που είναι έτοιμο και θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, είναι ένα κράμα από electro, italo disco και ποπ, με φωνητικά και καταπληκτική παραγωγή, που είναι ακριβως στο όριο να γίνει μεγάλη επιτυχία γιατί διαθέτει όλα τα υλικά που θα μπορούσαν να του δώσουν το εισιτήριο για το mainstream οχυρό.
Άλλωστε, ο Niadoka είναι ακομπλεξάριστος. Από τη μια κάνει digging σε ό,τι πιο πειραματικό υπάρχει και απ’ την άλλη έχει κάνει unofficial remixes σε κομμάτια της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, του 50 Cent και της Γκουέν Στεφάνι, ενώ έχει ακόμα 2 πρότζεκτ στα σκαριά, τους Playmokills (ελληνόφωνες χιπ χοπ ρίμες του Zektor με electro υπόκρουση) και τους Heptagon Ritual (μια ιδιόμορφη witch house τριπαρισμένη down tempo electronica). Τώρα, απ’ τα ηχεία ακούγεται ένα κομμάτι της Nina Simone και τα κτίρια που σχηματίζουν αυτή την καταπληκτική στοά μοιάζουν να βγήκαν από σκηνικό ‘50s κατασκοπικής ταινίας.
Ο Niadoka πίνει μια μπίρα ακόμα.
σχόλια