Η Αφροδίτη Μάνου μένει στον 13ο όροφο λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Από το μπαλκόνι της, όπου στεγνώνουν τα χαλιά της, βλέπει τον Λυκαβηττό, τον Υμηττό και τη Σαλαμίνα. Το σαλόνι της είναι γεμάτο βιβλία, βινύλια, CD, DVD, Blu-ray, βραβεία, ένα iMac, ένα media player, μια τεράστια τηλεόραση και διάφορα διάσπαρτα γκάτζετ. Μου φτιάχνει πράσινο τσάι με μέλι («είναι δυνατόν σε σπίτι τραγουδίστριας να μην υπάρχει μέλι;»). Έχω στο μυαλό μου συνέχεια την κρυστάλλινα εύθραυστη φωνή της (σαν κρύσταλλο Βοημίας, νομίζεις ότι θα σπάσει και θα ανασυντεθεί σε δευτερόλεπτα για να τραγουδήσει τον επόμενο στίχο).
«Είμαι πολύ γκατζετάκιας. Δεν έχω iPhone, γιατί είναι πολύ μικρό κι επειδή έχω πρεσβυωπία είναι λίγο κατάρα να τα βλέπεις όλα τόσο μικρά. Έχω iPad όμως. Μου αρέσει πολύ η τεχνολογία. Από το 2002 ασχολούμαι, που είπα ότι δεν μπορεί να περάσει η ζωή μου και να μην έχω ασχοληθεί. Δεν είχα ασχοληθεί συνειδητά μέχρι τότε γιατί ήξερα ότι είχα μια ροπή προς τα κουμπάκια και τα μηχανήματα και ότι θα με έχαναν οι φίλοι μου εντελώς, εάν έμπαινα σε όλο αυτό. Και έτσι έχει γίνει. Το κομπιούτερ έχει υποκαταστήσει πολλές σχέσεις μου. Είναι η πρώτη μου σκέψη το πρωί και η τελευταία το βράδυ.
Επίσης, το κομπιούτερ με ενδιαφέρει ως μέσο. Ψάχνω πώς δουλεύει, πώς λειτουργεί, προσπαθώ να καταλάβω διάφορα δύσκολα προγράμματα. Αλλά διαβάζω και νέα, παίζω παιχνίδια, κατεβάζω και ταινίες - ποιος δεν κατεβάζει;».
Το κομπιούτερ έχει υποκαταστήσει πολλές σχέσεις μου. Είναι η πρώτη μου σκέψη το πρωί και η τελευταία το βράδυ.
Η Αφροδίτη Μάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, στον Ταύρο. Ο πατέρας της Μικρασιάτης από ένα χωριό έξω από την Πέργαμο, η μητέρα της μισή από την Αιτωλοακαρνανία, μισή από την Κορινθία. Η αδερφή της ήταν η Μαρία Δημητριάδη (την έχασε πριν από τρία χρόνια).
«Ο Ταύρος ήταν μια γειτονιά προσφύγων – οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε παράγκες. Χωματόδρομοι, κάρα με άλογα, λίγα αυτοκίνητα, τόσο λίγα, που ξέραμε ποιανού ήταν, ανάλογα με τον ήχο που έκανε όταν το ακούγαμε από μακριά. Άλλος κόσμος, τώρα που το σκέφτομαι. Αλλά, ούτως ή άλλως, η ζωή μου είναι κομματιασμένη σε περίεργες εποχές. Πάντως, όλο αυτό στον Ταύρο ήταν σαν να το έχω διαβάσει κάπου, σαν να μην το έχω ζήσει πραγματικά. Οι γονείς μου τραγουδούσαν και οι δυο στο σπίτι. Τραγουδούσαμε κι εμείς. Αυτοί τραγουδούσαν τραγούδια της εποχής τους, ακόμα κι εκκλησιαστικά τροπάρια κατά περιόδους, όπως το καλοκαίρι, της Παναγίας, που έχει κάτι υπέροχα μελοποιημένα ποιήματα του Ρωμανού του Μελωδού. Δεν τρελαινόμασταν ούτε για τα πολύ λαϊκά ούτε για τα πολύ ελαφρά που υπήρχαν. Με το που έσκασε ο Χατζιδάκις, γίναμε φαν αμέσως και αργότερα, όταν βγήκε ο Θεοδωράκης, αποκτήσαμε πια ρεπερτόριο και εγώ και η αδερφή μου. Αυτό μας άρεσε. Αυτό που μετά αποκάλεσαν έντεχνο ελληνικό τραγούδι».
Η Αφροδίτη ήξερε πάντα ότι ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, ένα ένστικτο την έσπρωχνε από μικρή προς τα εκεί, σαν να έπεφτε με όλο της το βάρος στη θάλασσα και η άνωση να την ανέβαζε γρήγορα πάνω για να μπορέσει να τραγουδήσει («είναι αυτό το χάρισμα, το μουσικό αυτί που λέμε. Είναι κάτι πολύ θελκτικό, πολύ εκμαυλιστικό, και όταν είσαι μικρός σε τραβάει από το χέρι»). Στα 16 της, κοριτσάκι του Λυκείου ακόμα, θα τραγουδήσει τα θρυλικά «Σαν με κοιτάς» και « Ένα καλοκαίρι» του Σπανού για το σάουντρακ της ταινίας Εκείνο το καλοκαίρι με την Έλενα Ναθαναήλ και τον Λάκη Κομνηνό (μια ταινία που έχει χαραχτεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως το απόσταγμα του ρομαντισμού και του καλοκαιρινού έρωτα - ένα Grease πριν απ’ το Grease).
« Έχει πολλή πλάκα ν’ ακούς ένα μικρό κορίτσι να τραγουδάει τόσο σοβαρά ερωτικά τραγούδια. Ακούς τις όποιες φωνητικές ελλείψεις, αλλά το θέμα είναι πώς μπορεί ένα παιδί να αισθανθεί όλα αυτά που λέει. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα κομμάτια έχουν μια περίεργη δροσιά, τι να σου πω...».
Όταν τελείωσε το σχολείο, ξεκίνησε να τραγουδάει στις μπουάτ της Πλάκας με τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Μανώλη Μητσιά και ύστερα από ενάμιση χρόνο, το 1973, τη φώναξε ο Θεοδωράκης για να τον ακολουθήσει σε μια εξαντλητική περιοδεία σε όλο τον κόσμο.
«Κάναμε 156 συναυλίες. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Στην Αμερική γνώρισα τον Αλ Πατσίνο, γιατί τότε ο Σίντνεϊ Λιούμετ γύριζε το Σέρπικο, στο οποίο έκανε τη μουσική ο Μίκης, και είχαμε πάει στο στούντιο για την πρώτη προβολή. Στο Καράκας παίξαμε μπροστά σε 80.000 άτομα σε ένα ανοιχτό γήπεδο, στο Ισραήλ κάτσαμε έναν μήνα, παίξαμε σε κιμπούτς, παντού - ήταν η πρώτη φορά που ο Θεοδωράκης έπαιζε το “Μαουτχάουζεν” στους φυσικούς του παραλήπτες, ήταν φοβερό. Στον Καναδά παίξαμε το Νοέμβριο του ’73, την επομένη του Πολυτεχνείου. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, οι πληροφορίες συγκεχυμένες και όταν βγήκα και τραγούδησα τη “Μέρα Μαγιού” από τον “Επιτάφιο” έπεσαν τόσα γαρύφαλλα πάνω μου, που παραλίγο να με ρίξουν κάτω».
Κομβικό σημείο στην καριέρα της ήταν η γνωριμία της με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Ήταν από αυτούς που ανέβηκαν στην πλωτή πλατφόρμα του περίφημου πάρτι της Βουλιαγμένης το 1983. Ήταν εκείνη που τραγούδησε, ύστερα από μια ιδέα της Άννας Παναγιωτοπούλου, το υπερρεαλιστικό «Μια μέρα μιας Μαίρης». Και ήταν αυτή η γνωριμία που την έκανε ν’ αρχίσει να γράφει η ίδια στίχους και να εξελιχθεί σε μια σπουδαία στιχουργό, πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα.
«Καμιά φορά, αυτοί που γράφουν στίχους, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ακολουθούν κάποιους περίεργους και άγραφους νόμους για να κάνουν ένα κομμάτι πιο εύηχο. Υπάρχουν περίεργοι νόμοι που εγώ δεν μπορώ να τους κωδικοποιήσω. Είμαι πιο χύμα και πιο ανένταχτη. Από τους Έλληνες ποιητές αγαπάω περισσότερο τον Γκάτσο, τον Ελύτη και τον Καββαδία. Πιστεύω, μάλιστα, ότι αυτοί οι τρεις έχουν και το πιο γυναικείο στοιχείο στο έργο τους».
Το 1985 η Αφροδίτη Μάνου γράφει τους στίχους για το κομμάτι «Χαιρετίσματα», που τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (και τελικά εκδόθηκε το 1987, κάνοντας τεράστια επιτυχία), σε μια ταραγμένη πολιτικά εποχή.
Είχε επέλθει μεν η Αλλαγή που ευαγγελιζόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά τα πρώτα σημάδια της παρακμής είχαν φανεί, σαν τον σκόρο που τρώει τα πουκάμισα στην ντουλάπα.
«Από τότε αναρωτιόμουν τι γινόταν με αυτά τα πακέτα Ντελόρ που ακούγαμε συνέχεια. Πού πήγαιναν, ποιος τα έπαιρνε… Μας τα χαρίζανε; Δεν ήμουν, βέβαια, καλή στα οικονομικά για να τα εξηγήσω όλα αυτά, αλλά τώρα, αναδρομικά, καταλάβαμε πολλά για εκείνη την εποχή και για τους λόγους που φτάσαμε ως εδώ. Ο κόσμος από τότε άκουγε το “τραγούδι” και το στήριζε, αλλά δεν καταλάβαινε πόσο θλιβερό ήταν...».
Η αδυσώπητη δεκαετία του ’90, η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η ανατολή του lifestyle εξαφανίζει την Αφροδίτη Μάνου από παντού. Δεν την παίζει κανένα κανάλι, κανένα ραδιόφωνο, μόνο κάτι αμετανόητοι ημιμεθυσμένοι μετα-ρομαντικοί κολλάνε κανένα κομμάτι της μετά από ένα του Morrissey στα σπιτικά πάρτι της εποχής. Για μία δεκαετία περίπου θα μείνει στην αφάνεια, μέχρι που οι Ρέππας-Παπαθανασίου, με την ορμή του φαν, θα τη φωνάξουν να γράψει μουσική για την παράστασή τους Δυόμισι φόνοι κι ένα μπουλντόγκ, που ανέβασαν το 1999 στην Πειραιώς 191. Ήταν η απόλυτη μεταστροφή σε μια «καμένη» καριέρα.
Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται συνέχεια με το δίδυμο στο σινεμά (στο Κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο και στο Οξυγόνο, όσο και στο θέατρο, στην Τσινετσιτά), παραμένοντας όμως συνειδητά εκτός προσωπικής δισκογραφίας και συχνών ζωντανών εμφανίσεων.
Έξω έχει 39 βαθμούς Κελσίου, η ορατότητα από το μπαλκόνι του 13ου ορόφου μειώνεται, η άσφαλτος και το τσιμέντο των πολυκατοικιών βγάζει σχεδόν αόρατες φλόγες, σαν αυτές που βλέπουμε καμιά φορά στο σινεμά στα αμερικάνικα road movies. Φεύγω, ξεχνώντας να της πω ότι προτιμώ τον λυρικό μινιμαλισμό του « Ένα καλοκαίρι» από το «Σαν με κοιτάς». Πού να το είχε ακούσει και η Bjοrk...
σχόλια