Θυμάμαι τον Βασίλη Τσάγκλο πριν από μια 20ετία, που είχαμε τελειώσει μόλις τη σχολή κινηματογράφου και γυρίζαμε τα πρώτα μας ταινιάκια. Ξέραμε ότι υπήρχαν και κάποιοι ηθοποιοί αναγνωρίσιμοι που δεν ήθελες και πολύ για να τους πείσεις να εμφανιστούν σε κάτι δικό σου, ακόμη κι αν ήταν πρωτόλειο. Περπατήσαμε ένα μεσημέρι στην Πλάκα, του έδειξα τους χώρους όπου θα κινούμασταν και μόλις άρχισα να του εξηγώ τι θα ήθελα ακριβώς να κάνει, με σταμάτησε και μου είπε με ένα ύφος όλο γλυκύτητα και καθόλου διδακτισμό: «Μη σε νοιάζει, θα κάνω καλά αυτό που θες. Ξέρω, ξέρω...».
Αυτές οι δύο λέξεις, αυτό το «ξέρω, ξέρω» περιείχε όλη του τη θητεία στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση, απ' όπου τον γνωρίσαμε κι εμείς. Διότι ο Τσάγκλος, αν και ποτέ δεν έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους, διέθετε μια φιλμογραφία αξιοζήλευτη, ακόμη και για τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές. Τέσσερις από τις πιο εμβληματικές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου («Μέρες του '36», «Θίασος», «Κυνηγοί», «Ταξίδι στα Κύθηρα»), τον «Αστραπόγιαννο» του Νίκου Τζίμα, το «Εν πλω» του Κωνστανταράκου με τη μουσική της Καραΐνδρου, το «Made in Greece» του Χάρρυ Κλυνν, το «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο» του Γιώργου Ζερβουλάκου και αργότερα τα «Μιρουπάφσιμ» των Κόρρα - Βούπουρα, «Uranya» του Καπάκα, «Ο γιος του φύλακα» του Κουτσιαμπασάκου και «Καντίνα» του Καπλανίδη. Ωστόσο, εγώ τον θυμάμαι και σε μια άλλη μελαγχολική καλτ ταινία, ξεχασμένη ακόμη και απ' αυτούς που συντάσσουν τα λεξικά του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, τις «Νύχτες της Ομόνοιας», που γύρισε το 1987 ο Ανδρέας Ταρνανάς. Εκεί ο Τσάγκλος υποδυόταν τον πατέρα που ξύπναγε το πρωί κι έφτυνε τη μοίρα του την ίδια με τον πικρό καφέ και τα τσιγάρα του – ρόλος που θα μπορούσε να είναι μετεξέλιξη εκείνου του τραγικού πατέρα που αυτοκτονεί όταν το παιδί του τού βγαίνει «πούστης» στον θρυλικό «Άγγελο» (1982) του Κατακουζηνού.
Ανήκε σε μια γενιά δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών που ο πολύς κόσμος μπορεί να μην ήξερε τα ονόματά τους, δεν υπήρχε περίπτωση όμως να μην αναγνωρίσει τη φάτσα τους.
Ο Τσάγκλος μεγαλόδειχνε από σχετικά νέα ηλικία. Το ίδιο ίσχυε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και με την Ελένη Ζαφειρίου, όπως και με την Καίτη Πάνου. Στα 45 του έπαιζε ρόλους του πατέρα ή και του παππού – μόνο ένα καλό μακιγιάζ χρειαζόταν! Ήξερε να αλλάζει τη φωνή του, να σέρνει τις λέξεις βαριές, σα να 'χε γεράσει πριν την ώρα του. Αυτό το γνώριζαν όλοι οι Έλληνες σκηνοθέτες. Έτσι, και εκείνων η δουλειά γινόταν, και ο ίδιος είχε πάντα δουλειά.
Ανήκε σε μια γενιά δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών που ο πολύς κόσμος μπορεί να μην ήξερε τα ονόματά τους, δεν υπήρχε περίπτωση όμως να μην αναγνωρίσει τη φάτσα τους. Ο Τσάγκλος ανήκε δηλαδή στην ίδια κατηγορία με τους βετεράνους ηθοποιούς Μιχάλη Γιαννάτο και Αθηνόδωρο Προύσαλη – όλοι τους απόντες πια, μα αρκετά δημοφιλείς ακόμη, κυρίως από την τηλεόραση.
Και η αλήθεια για τον Τσάγκλο είναι πώς ενώ είχε εμφανιστεί και σε ταινίες του παλιού εμπορικού κινηματογράφου, ενώ είχε κάνει συνεργασίες με τους προαναφερθέντες δημιουργούς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ο κόσμος τον έμαθε από την τηλεόραση, πρώτα την κρατική και μετά την ιδιωτική. Δεκάδες σίριαλ, στα οποία ξεχώριζε με το φιζίκ και τον λόγο του ως ο καλός παππούς συνήθως και ως ο κακός τύπος σπανιότερα. Ενδεικτικοί τίτλοι: «Τα Λαυρεωτικά», «Κάμπινγκ», «Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου», «7 θανάσιμες πεθερές» και «Στο παρά πέντε».
Ο Τσάγκλος θεωρούνταν άριστος επαγγελματίας, με τη μεγάλη του αγάπη να εστιάζεται στο θέατρο παρ' όλα αυτά, και όχι τόσο στον φακό. Καμάρωνε που η θερινή σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Μαραθώνα έφερε το όνομά του, αφού με την καθοδήγηση και την προτροπή εκείνου απέκτησε το 1989 μορφή και δραστηριότητα. Πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία, πάντα με το ΔΗΘΕΜΑ, ήταν η «Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη, για να ακολουθήσουν έργα του Κεχαΐδη, του Κορρέ και του Max Mills. Εγώ, πάλι, τον θυμάμαι να μου μιλάει για το επιτυχημένο εγχείρημά του στον Μαραθώνα, εμπλέκοντας στην κουβέντα μας τις «Γιορτές των Βράχων» του Μίνωα Βολανάκη, μέχρι και το «Θέατρο του Βουνού» του Βασίλη Ρώτα και άλλων «ανταρτών» του πνεύματος.
Ο Βασίλης Τσάγκλος έφυγε από τη ζωή τη Τσικνοπέμπτη του 2017, την ίδια μέρα που «έφυγαν» και οι σημαντικοί εικαστικοί καλλιτέχνες Δημήτρης Μυταράς και Γιάννης Κουνέλλης. Ήταν 77 ετών και δεν είχε απασχολήσει τα ΜΜΕ με δακρύβρεχτες συνεντεύξεις και επιτηδευμένες εξομολογήσεις. Αξιοπρεπής ως το τέλος, εξού και ο χαμός του προξένησε θλίψη μεγάλη στον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας. Για την ακρίβεια, χάσαμε μια ατόφια «νεορεαλιστική» φάτσα, έναν «ετοιμοπόλεμο», δραστήριο ηθοποιό και έναν γλυκύτατο άνθρωπο. Καλό σου ταξίδι, κυρ-Βασίλη...
σχόλια