Ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν είναι μόνο ο καλύτερος τραγουδοποιός της γενιάς του ‒με στίχους που καταγράφουν μοναδικά το σήμερα‒, είναι και εξαιρετικός συνομιλητής. Λίγο πριν από την έναρξη της επίκαιρης εκδοχής της Ταράτσας στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως, ενός βαριετέ υψηλού επιπέδου με εκλεκτούς καλεσμένους, μιλάει για όλα τα δύσκολα αλλά και δημιουργικά που έχει αναλάβει.
— Πιστεύεις ότι είναι άλλο πράγμα η προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη και άλλο το έργο του; Μπορείς να τα διαχωρίσεις;
Ναι, πιστεύω ότι το έργο ενός ανθρώπου που έγινε σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής του και με συγκεκριμένους συνεργάτες και πρόσωπα που του έδιναν έμπνευση είναι κάτι, έχει ζωή από μόνο του. Όταν το συναντάμε ‒αν μας κερδίσει‒, δεν παίζει ρόλο καμία πληροφορία γύρω απ' αυτό, πέρα από την αδιαμεσολάβητη σχέση που έχουμε εμείς με αυτό. Το αν είναι βέβαια ρατσιστής π.χ. αυτός που το δημιούργησε είναι, πάλι, μια απόλυτη αλήθεια, που περιορίζεται όμως στην εποχή του και στα όρια της μίζερης ζωής του. Το έργο πάει παραπέρα.
— Παράδειγμα ο Mόρισεϊ: δεν είχε καμία σχέση αυτός που γνώρισα εγώ ως πιτσιρικάς, αριστερός καλλιτέχνης, κατά της βασίλισσας και κατά του συστήματος, με αυτό που είναι τώρα.
Πάντως, το «Some girls are bigger than others» π.χ. είναι πανίσχυρο λόγω του θάρρους της έκφρασής του. Λόγω της φωνής του εκείνης της στιγμής, του προβάδικου, των φίλων του, των προσώπων που τον οδήγησαν σ' αυτή την ειρωνεία, σ' αυτήν τη μελαγχολία, σ' αυτές τις λέξεις με αυτήν τη σειρά και σ' αυτόν τον ήχο. Αυτός έφτασε στα δικά μου αυτιά κάποια χρόνια μετά και ενδιαφέρθηκα για τον Mόρισεϊ, αφού συγκλονίστηκα ‒ και όχι αντίστροφα. Σιγά-σιγά, ένα πορτρέτο του σχηματίστηκε μέσα μου. Δεν έχουμε πολλά κοινά, ούτε θα γινόμασταν φίλοι. Δεν με εκπλήσσουν ιδιαίτερα τα πολιτικά σουρσίματα των γηρατειών του. Το τραγούδι, όμως, κάθε φορά που το ακούω είναι εκεί, νέο και θαρραλέο, έτοιμο να με βγάλει απ' τις συνήθειές μου.
Προσωπικά, δεν εκχωρώ τίποτα από την ελευθερία μου ως ατόμου και ως καλλιτέχνη ούτε στον αποστειρωμένο μικροαστισμό ούτε στην τυφλή κορεκτίλα. Στους ολοκληρωτισμούς που έρχονται θέλω κι εγώ να αντιπαρατεθώ ολόκληρος.
— Άκουσες το καινούργιο άλμπουμ του Μπομπ Ντίλαν;
Μου άρεσε πάρα πολύ. Δεν έχει την ωμή δύναμη και την έκπληξη του «Modern Times», έχει όμως ήσυχα, αποχαιρετιστήρια κομψοτεχνήματα από έναν μεγάλο μάστορα. Το «My own version of you», όπου ο Ντίλαν κατασκευάζει, ως άλλος Φρανκενστάιν, έναν άνθρωπο, είναι ιδιοφυές. Το «I contain multitudes», το «I've made up my mind to give myself to you», το «Black Rider» ή το «Mother of Muses» είναι από τα πιο ωραία τραγούδια που έχει γράψει τα τελευταία 20 χρόνια.
— Πιστεύεις ότι ενδιαφέρει κανέναν η μουσική σήμερα;
Ναι, αλλά με έναν τρόπο τραυματισμένο από τη συνεχή διάσπαση της αντίληψης. Τη χρειάζεται το σώμα μας, αλλά το μυαλό την πετάει γρήγορα και πάει αλλού. Είναι η εποχή. Βέβαια, όταν ήμουν μικρός, αντιστεκόμουν πάρα πολύ στην ιδέα ότι η εποχή κάνει τη μουσική ή το σινεμά. Πίστευα πως ο καλλιτέχνης είναι δυνατότερος από την εποχή του. Έβλεπα τις ταινίες του Γούντι Άλεν που στα μέσα των '80s ζούσε σε ένα αυτιστικό Μανχάταν, στο οποίο όλοι άκουγαν τζαζ του '30 και ντύνονταν σαν φοιτητές του '50, και μου άρεσε πολύ το ότι αυτός, ανεξάρτητα απ' τη συγκυρία (είτε ήταν ο Ρίγκαν Πρόεδρος είτε ο Μπους), έπαιρνε δύναμη μόνο απ' ό,τι συνέβαινε στο δικό του σύμπαν και την έστελνε και σ' εμένα, στη μακρινή συγκυρία της Αθήνας του ΠΑΣΟΚ. Άκουγα τους μεγάλους να λένε για τα ανεπανάληπτα '60s και θύμωνα.
Τώρα που είμαι μεγάλος και μελετημένος, βλέπω πως οι μεταπολεμικές περίοδοι, επειδή το κακό προηγείται και ο κόσμος ανασυντάσσεται, σαν να σπρώχνουν όλους τους καλλιτέχνες να κάνουν μεγάλες χειρονομίες. Bebop, ροκενρόλ. πανκ και δίπλα ο Γούντι Άλεν, η Σίλβια Πλαθ, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος. Από τους Δίδυμους Πύργους και μετά το παλιό βαμπιρίζει και το νέο κανιβαλίζει. Οι youth και οι urban σχολές διαδέχονται η μία την άλλη και όλα είναι βαρετά. Δεν υπάρχουν ούτε μεγάλα κινήματα ούτε μεγάλοι «αυτιστικοί». Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν auteurs και σήμερα. Τύποι που από δίσκο σε δίσκο, από ταινία σε ταινία, είναι ο εαυτός τους και ο κόσμος τους. Σ' αυτούς πίστευα μικρός, σ' αυτούς και τώρα.
— Δεν είναι μόνο μια εποχή κατά την οποία όλα αλλάζουν αστραπιαία αλλά και η πιο συντηρητική απ' όσες έχω ζήσει.
Ναι, και η κρίση και το lockdown δεν έδρασαν ως ευκαιρία, όπως λένε κάποιοι, αλλά ως φοβική αναδίπλωση. Το ξαναλέω: οι πόλεμοι δεν δημιουργούν μεγάλα πράγματα, οι μεταπόλεμοι το κάνουν, όταν οι άνθρωποι δεν φοβούνται πια.
— Και η ποπ κουλτούρα γεννήθηκε το '55, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν θα μπορούσε να γεννηθεί ούτε το '40 ούτε το '17, τότε ο κόσμος ήταν μαγεμένος από μια μαζική πλάνη και δεν μπορούσε να βγει απ' αυτήν, δηλαδή αν έπρεπε να σκοτωθεί για την πατρίδα του ή αν έπρεπε να φέρει τον εκάστοτε ηγέτη στην εξουσία. Όταν αυτά τελείωσαν και άρχισε πραγματικά να ασχολείται με τις σχέσεις, με τους ανθρώπους, με την οργάνωση των νέων κοινωνιών, τότε έκανε τέχνη.
— Μετά από τόσους αγώνες και τόσες δυσκολίες, πώς φτάσαμε στο σημερινό σημείο, να βρίζει και να προσβάλλει κανείς τους πάντες τόσο εύκολα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Και να ενδιαφέρεται για το gossip πιο πολύ απ' το έργο κάποιου;
Λοιπόν, πιστεύω ότι με έναν ανώμαλο τρόπο ο φωτιστής της ζωής, αν υπάρχει δηλαδή ένας τύπος που κρατάει έναν προβολέα από πάνω μας, αντί να φωτίσει το έργο, φωτίζει το εργαστήριο. Τα ξεκατινιάσματα των ανθρώπων ήταν κάτι που πάντα υπήρχε, μόνο που ήταν στο περιθώριο. Μέσα από τις βρισιές δημιουργούνταν σιγά-σιγά ιδέες, αντιθέσεις. Κι ερχόταν ένας δημιουργός και το έκανε όλο αυτό έργο και ο προβολέας ήταν τοποθετημένος στο έργο. Αυτήν τη στιγμή, στο YouTube κάθε πιτσιρικάς θα μελετήσει με δεκάδες τρόπους το πώς ένα πράγμα μιξάρεται, ηχογραφείται, πώς επιτυγχάνεται ο ήχος ενός νέου trend, πώς ντύνεσαι, πώς δημιουργείς gossip, το έργο που προκύπτει απ' αυτά όμως δεν το βλέπουμε ποτέ. Παλιά, όλα αυτά που λέμε υπήρχαν. Για να γίνει η μεγάλη τέχνη που αναφέραμε, προϋπήρχαν τα σκάνδαλα, τα βρισίδια, οι μικρότητες, τα χυδαία λεφτά, η εκπόρνευση, οι μέντορες, οι ενορχηστρωτές και οι τεχνικοί. Στο τέλος, όμως, ο Νουρέγιεφ χόρευε, ο Ντίλαν έγραφε τετρασέλιδα τραγούδια, ο Χίτσκοκ έκανε το Ψυχώ. Και άλλαζε η ανθρωπότητα. Τα κουτσομπολιά τα μαθαίναμε εκ των υστέρων, τώρα βλέπουμε τον τσακωμό πριν από το έργο και το έργο μας διαφεύγει.
— Στην ελληνική μουσική σκηνή τι βλέπεις;
Ένα πράγμα που μου κάνει εντύπωση είναι που έρχονται διάφοροι πιτσιρικάδες και μου λένε «γαμώτο, δεν μπορώ να γράψω ελληνικά γιατί είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κουλ την ελληνική γλώσσα». Τους λέω, δεν είναι αλήθεια αυτό, αντίστοιχα είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κουλ την αγγλική γλώσσα, πρέπει να τη μιλάς συνέχεια, να ξέρεις τις συμβάσεις της γλώσσας, της οικογένειας, και των ανθρώπων με τους οποίους κινείσαι, και να τις σπας. Αν θες να γράψεις κουλ ελληνικό στίχο δεν έχεις παρά να ακούσεις Βαμβακάρη ή Σαββόπουλο. Αν θες να κάνεις ελληνικό ήχο φιλτραρισμένο και σημερινό, πάλι πρέπει να δεις πώς το αποστακτήριο του Βαμβακάρη το πήρε ο Χατζιδάκις και έκανε τη δική του κίνηση, μετά το πήρε ο Θεοδωράκης και έκανε μια άλλη κίνηση, το πήραν ο Μαρκόπουλος και ο Ξαρχάκος και έκαναν μια άλλη κίνηση, στη συνέχεια ο Σαββόπουλος, η Πλάτωνος, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Κραουνάκης, οι Κατσιμίχα, οι Τρύπες, οι Στέρεο Νοβα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και πάει λέγοντας. Αυτά είναι τα κεφάλαια, μόνο μέσα απ' αυτά θα γίνεις κουλ και σημερινός, τίποτε άλλο. Δεν θα ξανακάνεις το ρεμπέτικο, ούτε τον Χατζιδάκι, αλλά οφείλεις να είσαι σε θέση να εκτιμήσεις πόσο γιγάντιο βήμα ήταν το ένα σε σχέση με το άλλο και για μένα αυτό είναι το παρασκήνιο του κουλ. Μπορεί να ακούγεται συντηρητικό, αλλά η συνείδηση της αλυσίδας φέρνει το σπάσιμό της.
Γενικά, πάντως, πιστεύω ότι δεν θα πάψουν να υπάρχουν καλλιτέχνες που κλείνουν την πόρτα σε αυτό που προϋπήρξε και ανοίγουν την πόρτα σε κάτι επόμενο. Αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε τον Boy, τoν Παντελή Δημητριάδη, τον Lex. Aν βρεθείς σε ένα μέρος που έχει πλήθος θα δεις δύο-τρεις μορφές που θα ξεχωρίζουν. Όλοι οι άλλοι είναι εκεί, στην ουρά, για να βγάλουν το νέο τους ΑΦΜ ή να τους βάλει κάποιος σφραγίδα σε κάποιο έγγραφο.
— Τι γίνεται αυτήν τη στιγμή με τα πνευματικά δικαιώματα;
Έχουμε μια ιστορική ευκαιρία να φύγουμε από τον παράτυπο, χρεωκοπημένο τρόπο της ΑΕΠΙ και να φτιάξουμε κι εμείς έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τώρα που τον χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Το δικαίωμα ως δικαίωμα διασπάται σε χίλιες πηγές, δεν είναι πια οι δίσκοι και οι πωλήσεις τους. Είναι διασπαρμένο το πράγμα στα ψηφιακά. Ένα τραγούδι μου εξακολουθούν να το ακούνε χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα, αλλά όχι από τη φυσική του πηγή, από μια ψηφιακή της αναμετάδοση. Λοιπόν, αυτό το πράγμα πρέπει να ελεγχθεί, και να ελεγχθεί από τους ίδιους τους δημιουργούς. Γι' αυτό μπήκαμε μπροστά κυρίως άτομα 40-45 χρονών. Διότι το τοπίο που θα κληροδοτήσουμε στους επόμενους και που θα μας ζήσει κι εμάς στα τελευταία μας χρόνια είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που κληρονομήσαμε. Μοιραία συγκρουόμαστε με το προηγούμενο καθεστώς και τους θεσμούς, με τους πολιτειακούς παράγοντες και τις κυβερνήσεις, και μεταξύ μας πολλές φορές. Η περιπέτεια κλείνει 8 χρόνια φέτος. Δεν θα σταματήσουμε, όμως, αν δεν τα καταφέρουμε.
Η κρίση και το lockdown δεν έδρασαν ως ευκαιρία, όπως λένε κάποιοι, αλλά ως φοβική αναδίπλωση. Το ξαναλέω: οι πόλεμοι δεν δημιουργούν μεγάλα πράγματα, οι μεταπόλεμοι το κάνουν, όταν οι άνθρωποι δεν φοβούνται πια.
— Αυτήν τη στιγμή δεν παίρνετε από πουθενά δικαιώματα;
Παίρνουμε, αλλά πολύ λίγα, γιατί το τοπίο είναι υπό διαμόρφωση.
— Πώς μπορούν να ελέγξουν πόσα πρέπει να πάρει ο καλλιτέχνης;
Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, όπως λειτουργούν παντού στον κόσμο, έχουν πολιτικές, θεσμούς και κανονισμούς ζυμωμένους μετά από δεκάδες χρόνια. Και κάθε δεκαετία προστίθενται νέες πηγές ήχου, τις οποίες πάλι ελέγχουν οι δημιουργοί με φιλοσοφία και με συνεργατική διάθεση. Αυτό έχει δύο σκέλη: την είσπραξη αφενός, το πώς βρίσκεις όλες τις πηγές που παίζουν μουσική για κέρδος και τις πείθεις να σεβαστούν το πνευματικό δικαίωμα. Τη διανομή αφετέρου: υπάρχουν μουσικοί που δεν έχουν πολλά views, αλλά το τραγούδι τους παίζεται σε όλα τα ταβερνάκια της χώρας και υπάρχουν άλλοι που δεν παίζεται ούτε ένα τραγούδι τους ζωντανά, αλλά κάνουν 20 εκατομμύρια views. Άρα, πρέπει με πολύ σοφά μελετημένες παραμέτρους να πάρει ο καθένας ό,τι στ' αλήθεια του αναλογεί.
— Τώρα, πού βρίσκεται το πράγμα;
Τώρα είμαστε στην περίοδο πριν από την τελική λύση. Καταφέραμε να πάρουμε άδεια για έναν φρέσκο οργανισμό που δεν θα ελέγχεται ούτε από ξένους οργανισμούς ούτε από ιδιώτες, αλλά από τους Έλληνες δημιουργούς και εκδότες και θα συστεγάσει ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο, όπως γίνεται παντού στον κόσμο. Τον ονομάσαμε ΕΔΕΜ, από μια παλιά ιδέα του Νίκου Γκάτσου, και μόλις τον παραδώσαμε σε μια ομάδα τεχνοκρατών. Αποφασίσαμε όλοι μαζί ότι η Λούκα Κατσέλη ως γενική του διευθύντρια ήταν μια καλή περίπτωση, διότι είναι εκτός των παθών του χώρου, έχει οικονομικό και νομικό κύρος, διεθνή εμπειρία και θα μας βοηθήσει στα θεσμικά προβλήματα που έχουμε αυτήν τη στιγμή, διαλέγοντας τους σωστούς τεχνοκράτες για να κάνουν τη δουλειά που πρέπει. Θα βοηθήσει, ελπίζουμε, και στην ένωση του διασπασμένου χώρου. Ταυτόχρονα, εμείς θα εκλέγουμε κάθε δύο ή τρία χρόνια την ομάδα εκείνων των δημιουργών που θα ελέγχουν αν όλα γίνονται σωστά και καθαρά. Βρισκόμαστε, μετά από παρεξηγήσεις, σε φάση συνεργατική με την πολιτεία. Ξεκινάμε την εποχή του κορωνοϊού. Αν βοηθηθούμε αποτελεσματικά, το αποτέλεσμα θα είναι ιστορικό και τα νέα παιδιά θα έχουν την καλύτερη πηγή χρηματοδότησης για τις επόμενες δουλειές τους, το ίδιο τους το έργο.
— Από τη «Λυσιστράτη» γιατί αποχώρησες;
Γιατί συνέπεσε με τον δύσκολο αγώνα της ΕΔΕΜ. Είμαι ο εκλεγμένος πρόεδρος του Δ.Σ. της και μπήκα μπροστά πολλές φορές για να εξηγήσω, να παλέψω, να λύσω τις παρεξηγήσεις, να φωνάξω και να πιέσω για ταχύτερες λύσεις. Δεν ήθελα να πει κανείς ότι αυτό το εκμεταλλεύομαι, κάνοντας ταυτόχρονα μια δουλειά με έναν εθνικό θεσμό ή, αντίστροφα, να μην μπορώ να φωνάξω για την ΕΔΕΜ αν χρειαστεί, επειδή έχω μια δουλειά με έναν εθνικό θεσμό. Αποφάσισα ότι το πιο έντιμο από την πλευρά μου ήταν, όσο αγωνίζομαι γι' αυτό και μέχρι αυτό να πετύχει, να δουλεύω με ιδιώτες, όπως δουλεύω έτσι κι αλλιώς πάντα. Θα ήταν η πρώτη φορά που θα είχα εργοδότη το κράτος. Μου έγινε πολύ τιμητική πρόταση από το Εθνικό και από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο τον περασμένο Οκτώβριο να κάνω την πρώτη μου μουσική στην Επίδαυρο Τη θυσίασα και μου στοίχισε, καλλιτεχνικά και συναισθηματικά. Ας πάνε όλα καλά με την ΕΔΕΜ όμως, ας λήξει αυτή η ευθύνη μου αισίως και μετά, αν είμαι τυχερός, θα έχω την ευκαιρία να ζήσω αυτήν τη σημαντική για κάθε συνθέτη εμπειρία.
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα αυτήν τη στιγμή;
Πολιτικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παντού στον κόσμο, υπάρχει ο πολύ μεγάλος κίνδυνος οι δημοκρατίες να γίνουν όλες πουτινικές ή τραμπικές. Δηλαδή να ελέγχονται απολύτως η πληροφορία, το σύστημα διαβίωσης, οι προσωπικές σχέσεις και η ελευθερία του λόγου. Κι αυτό να γίνεται με έναν τρόπο πιο απροκάλυπτο απ' ό,τι σε άλλες εποχές. Δεν είναι μόνο η αναβίωση των εθνικισμών ή η αναβίωση των αντιδικαιωματικών πολιτικών, περιπτώσεις που είναι από μόνες τους πολύ ανησυχητικές, αλλά, αν μη τι άλλο, ορατές, μπορείς να τις πολεμήσεις, να τις χτυπήσεις, να τις κοροϊδέψεις. Είναι γενικά ο τρόπος με τον οποίο ζούμε. Δείτε τις παρέες σας: πριν από 15 χρόνια όλη τους η λειτουργία ήταν καλώς εννοούμενα αναρχική. Επέλεγαν τη μουσική απόλυτα ελεύθερα, την πολιτική τους αντίδραση απέναντι σε οτιδήποτε συνέβαινε στην κοινωνία απόλυτα ελεύθερα. Από ένα σημείο κι έπειτα ένα μεγάλο κομμάτι προσχώρησε σε έναν νεοσυντηρητισμό με φοβικό πρόσημο και το άλλο, το μικρότερο, ευνούχισε το δίκιο και την ελευθερία του με μανιχαϊσμούς και correct ακρότητες. Προσωπικά, δεν εκχωρώ τίποτα από την ελευθερία μου ως ατόμου και ως καλλιτέχνη ούτε στον αποστειρωμένο μικροαστισμό ούτε στην τυφλή κορεκτίλα. Στους ολοκληρωτισμούς που έρχονται θέλω κι εγώ να αντιπαρατεθώ ολόκληρος.
— Τι σου λείπει πιο πολύ σήμερα;
Θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναδώ τον τύπο εκείνο του ανθρώπου που τα κοροϊδεύει όλα εξίσου και βουτάει με το κεφάλι του στην κοινωνικότητα και στο έργο, πληρώνοντας το τίμημα εντελώς προσωπικά, και όχι θαμμένος πίσω από τη λογοκρισία ή την αυτολογοκρισία. Αυτό το πράγμα μού λείπει πάρα πολύ. Χειρονομίες σαν αυτές του πρώτου δίσκου του Πανούση, σαν το «01» τις νοσταλγώ όλο και περισσότερο. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερχόταν μια περίοδος που θα χρειαζόταν να υπερασπιστώ το «Ερωτοδικείο» ή τη μεταμεσονύκτια τηλεόραση της δεκαετίας του '90. Το κάνω όμως γιατί η συνθήκη που τα επέτρεπε, επέτρεπε και στο Seven X να δείξει το Salo ή τις ταινίες του Κοκτό και του Νίκου Νικολαΐδη . Αυτό δεν θα γινόταν σήμερα. Αυτό το πράγμα ήταν μια κατάκτηση την οποία πάρα πολύ γρήγορα βάλαμε πάλι στη γωνία της. Τον χειμώνα έγραψα ένα κωμικό τραγούδι που έπαιζα στο Kύτταρο και οφείλει τη γέννησή του, μεταξύ πολλών άλλων κυριαρχικών αρσενικών της εποχής, και στον Άδωνη Γεωργιάδη. Ο ίδιος έκρινε πως έπρεπε να μου αντεπιτεθεί επί προσωπικού. Με παρουσίασε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως εχθρό του έθνους, με αφορμή μάλιστα τη στάση μου στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων. Εντάξει, κολακευτικό, κατά μία έννοια. Ο κίνδυνος όμως εδώ είναι ο εξής: να παρουσιαστεί η αυθόρμητη και ανεξήγητη σατιρική μου διάθεση ως στράτευση. Ε, όχι. Σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική μου δέσμευση, είμαι φανατικά λιποτάκτης. Από κει και πέρα, είδα πώς είναι να σου επιτίθενται οι στρατοί των κρατικών τρολ. Για τρεις μέρες ρίχνουν συνέχεια λάδι στα κοινωνικά σου δίκτυα κι όταν δουν πως δεν ενδιαφέρεσαι να απαντήσεις, εξαφανίζονται, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το τραγούδι θα κυκλοφορήσει τον χειμώνα. Μόνη μου έγνοια να είναι καλό.
Φοίβος Δεληβοριάς - Η Ταράτσα Του Φοίβου
— Τι κάνεις εδώ, στο Άλσος;
Είχα κάνει τρία χρόνια την ταράτσα του Φοίβου στο Γκάζι, αναβιώνοντας έναν σκελετό, ο οποίος μου ήταν πολύ ελκυστικός, ακριβώς γιατί είχε πεθάνει. Τον σκελετό του βαριετέ, του αναψυκτηρίου. Στο μυαλό μου υπήρχε ένα πηχτό μείγμα από Αττίκ, Μάπετ Σόου και τη Δολοφονία ενός Κινέζου μπούκμεϊκερ του Κασσαβέτη. Πέρασα τρία υπέροχα καλοκαίρια και όταν είδα ότι φτάνει στο απώτατο σημείο της επιθυμίας μου, είπα «τώρα θα το τελειώσουμε». Φέτος είχα εντελώς άλλα σχέδια, αλλά, μαζί με την ταράτσα, τέλειωσε και ο κόσμος όπως τον ξέραμε. Οπότε, όταν βγήκαμε ζαλισμένοι από το lockdown για φαγητό με τους φίλους απ' την Ταράτσα, τον Θανάση Αλευρά, τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, τη Νεφέλη Φασούλη, τον Άγγελο Τριανταφύλλου, είπαμε πως καλύτερη στιγμή για βαριετέ –και μάλιστα σκληρό‒ δεν μπορεί να ξαναϋπάρξει.
Ο κορωνοϊός έχει κάτι το ηγεμονικό. Φοράει κορώνα, εξαπλώνεται και κατακτά τον κόσμο. Μπορείς να τον κοροϊδέψεις με κάθε δυνατό τρόπο, μπορείς να κοροϊδέψεις αυτό που κάνει στις ζωές μας, να πατήσεις πάνω στους φόβους που τόσο εύκολα μας εξουσιάζουν και να τους κάνεις θεραπευτικό θέαμα. Αποφάσισα, λοιπόν, να ξανακάνω μια επίκαιρη εκδοχή της Ταράτσας για λίγες μόνο παραστάσεις στο άλσος του Πεδίου του Άρεως, που είναι και ιδανικός χώρος και από υγειονομικής απόψεως. Πάλι με καλεσμένους πάσης φύσεως και από διάφορα είδη μουσικής, από τη Νατάσσα Μποφίλιου ως τον Βασιλικό, από τον Εισβολέα μέχρι τη Μάρθα Φριντζήλα, από τους Χατζηφραγκέτα μέχρι την Καίτη Γαρμπή και από τον Κραουνάκη μέχρι τον Νικολόπουλο. Πολύ διαφορετικές σχολές, πολύ διαφορετικές γειτονιές, σε ένα λαϊκό, χειροποίητο πολυθέαμα, το οποίο θα «δαγκώνει». Αυτό θέλω να κάνω. Ταυτόχρονα, θα ηχογραφήσω και τον καινούργιο μου δίσκο στην Inner Ear ‒ είναι υλικό που πρωτοδοκίμασα στο Kύτταρο λίγο πριν κλειστούμε, το οποίο είναι η καθαρά προσωπική κατάθεσή μου πέντε χρόνια μετά την «Καλλιθέα». Οι δίσκοι μου είναι το κέντρο της ζωής μου, γι' αυτό χρειάζονται περισσότερο χρόνο απ' όλα τα άλλα.
— Πώς το βλέπεις το μέλλον;
Νομίζω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν μόνο όταν γίνει ο καταμερισμός των χρημάτων, δηλαδή όταν όλοι αυτοί οι πόλεμοι, ο πόλεμος της οικονομικής κρίσης και ο πόλεμος του κορωνοϊού, θα καταμερίσουν τα οφέλη στις διάφορες δυνάμεις του κόσμου. Αυτό που έγινε και μετά τον Β' Παγκόσμιο δηλαδή. Όσο ο κόσμος πολεμάει και βρίσκεται στο κυνήγι της επιβίωσης, η εικόνα είναι σαν κι αυτή που είδαμε φέτος στα Παράσιτα, οι τάξεις πολεμάνε ή μία την άλλη και, δυστυχώς, ανάμεσα στους λούμπεν γίνονται οι πιο επώδυνοι και πιο άδικοι πόλεμοι. Δεδομένου όμως ότι η δεκαετία του 2010 θύμιζε πάρα πολύ τη δεκαετία του 1930, αν υποθέσουμε ότι και του 2020 θα θυμίζει τη δεκαετία του 1940, τότε ελπίζω, από το 2025 και μετά, να αρχίσει η επάνοδος του ανθρώπινου πνεύματος στη θέση του.
O Φοίβος Δεληβοριάς και η Ταράτσα του Φοίβου
23, 30/7 & 6 & 27/8, 3, 10, 17, 24/9 & 1/10, Άλσος Πεδίου Άρεως, Ευελπίδων 4, Πεδίον του Άρεως
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια