Ξεκινώ από το τέλος πάντα, είπε, καθώς άνοιγε το κουτί με τα γλυκά. Η αρχή θα 'ρθει μετά. Αργεί. Έχουμε καιρό. Λοιπόν τα γλυκά φαίνονται εξαίσια. Θα πάρεις το λευκό;
Μου άνοιξε φορώντας μαύρα και τα γυαλιά της στο πρόσωπο, το ίδιο χρώμα, να της κρύβουν τα μάτια. Περάσαμε στο σαλόνι. Όλα εκεί όπως τα είδα πριν από καιρό. Η τηλεόραση να παίζει χωρίς ήχο. Στους πίνακες, στους τοίχους ένας νέος είχε έρθει. Μια φίλη είχε κάνει με μολύβι τον Θανάση Χειμωνά. Έτσι καθώς γέρνει το κεφάλι φαίνεται να γελά. Άνθη είχε προσθέσει χαμηλά στο λαιμό. Στα χοντρά βιβλία στη γωνία είχαν έρθει κι άλλα. Στα μικροαντικείμενα ένας νέος χαρτοκόπτης. Μια τάξη υπήρχε διαφορετική στο σαλόνι. Το καθετί στη θέση του. Σχεδόν για φωτογράφιση ή ζωγραφική μιας εποχής.
Για φαντάσου, είπε, εγώ πια δεν θέλω να καπνίσω τσιγάρο. Το είπα στον γιατρό και το βρήκε εξαιρετικό. Η μνήμη του τσιγάρου χάθηκε μέσα μου. Όπως ο καπνός ανέβηκε στον ουρανό. Εδώ πάντα καθόμουνα, συνέχισε, και άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Από αμηχανία. Πολλές φορές νόμιζα ότι όλα ήταν καπνός. Ήταν σαν να έφτανα σε μια σάλα όπου οι χορευτές δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, κάνοντας το πιο δύσκολο, και σταμάτησαν από αμηχανία, γιατί ξέρουν πως θέλω να καπνίσω.
Για φαντάσου, είπε, εγώ πια δεν θέλω να καπνίσω τσιγάρο. Το είπα στον γιατρό και το βρήκε εξαιρετικό. Η μνήμη του τσιγάρου χάθηκε μέσα μου. Όπως ο καπνός ανέβηκε στον ουρανό. Εδώ πάντα καθόμουνα, συνέχισε, και άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Από αμηχανία. Πολλές φορές νόμιζα ότι όλα ήταν καπνός.
Όμως εγώ ποτέ δεν έφτασα σε καμιά σάλα χορού. Παλιά στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκίναγα το ταξίδι, βρέθηκα σε σπίτια ποιητών. Οι μουσικές στα πικάπ οδηγούσαν τα πόδια μας στο παρκέ. Άλλοι χειροκροτούσαν. Άλλοι γέλαγαν. Εμείς, με τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, χορεύαμε στα λόγια του τραγουδιού. Ήταν υπέροχο. Μέχρι που ακούστηκε ο πυροβολισμός. Απ' την πλατεία. Όλη τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί. Και τότε κάποιος είπε - το πάρτυ τέλειωσε.
Έφερε νερό. Μια κανάτα νερό. Πίναμε νερό. Και μιλάγαμε. Το γλυκό είχε τελειώσει. Αυτή διάλεξε σοκολατίνα. Άκουγα τον ήχο απ' το νερό που πέφτει στο ποτήρι. Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει να πίνω νερό. Έτσι πίνω πολύ νερό. Είπε. Ενώ πριν δεν έπινα παρά τσάι.
Το όνειρό μου την τρόμαξε. Είδα τον Φώτη στην άκρη του γκρεμού και πίσω ένα κατσίκι. Όποτε έγερνε να πέσει στο κενό το κατσίκι έβγαινε μπροστά και τον σταματούσε. Όποτε πήγαινε αυτό να γκρεμιστεί ο Φώτης το κρατούσε. Η μάχη στο κενό κράτησε πολύ όμως κι οι δυο στο τέλος βγήκαν στην κοιλάδα. Κάτι σαν το Φαράγγι της Σαμαριάς, το σκηνικό του ονείρου. Ένας κόκορας λάλησε και λύθηκαν τα μάγια.
Όχι δεν μου άνοιξε αυτή τη φορά το δωμάτιο του Γιώργου Χειμωνά. Κλειστό. Σκοτεινό. Το φαντάστηκα. Βαλίτσες. Κούτες δερμάτινες. Πίνακες ζωγραφικής. Καρέκλες. Το τραπέζι. Ο Γιώργος γράφει, σκέφτηκα, με το φως των κεριών. Ο αέρας χτυπάει τα παράθυρα, η βροχή κάνει τα σκυλιά να ουρλιάζουν κι ο μπάτλερ τον ρωτά -θέλει ο Κύριος κάτι; Κι αυτός απαντά. Ένα διπλό λικέρ. Βατόμουρο, παρακαλώ! Κι ευθύς μιλά μόνος στον καθρέφτη. Δεν αγαπώ τα ηδύποτα, γιατί με κάνουν λιώμα. Αλλά να, τρεις μέρες οδηγώ τη Γερτρούδη στο Πανδοχείο ανάμεσα στα σπασμένα αγάλματα. Κι οι νεκροί την στοιχειώνουν. Ζητά ν' ανάψουν το τζάκι. Κρατά σημειώσεις απ' το Λοκάρνο. Το Αμβούργο. Αλλάζει φόρεμα και τηλεφωνεί απελπισμένα. Η γραμμή είναι κομμένη. Παρακαλώ, παρακαλώ, ουρλιάζει, ακούστε με! Ακούστε με!
Πήγε στο Παρίσι, με την Κάτια Λεμπέση κι έφερε ό,τι κρατούσε ο Γιώργος στο Παρίσι, το 2000, μετά το τέλος του. Πού βρήκε τις δυνάμεις; Νόμιζε πως θα σωριαστεί. Σκληρότητα παντού. Σκληρότητα όπως τότε που τον παράτησαν στο διάδρομο ενός εφημερεύοντος νοσοκομείου ημιθανή, και φύγανε. Κι οι γιατροί τον πήραν πολύ αργότερα. Έπρεπε να ήταν εκεί. Της είχε τηλεφωνήσει. Έρχομαι. Αύριο, μεθαύριο επιστρέφω στην Αθήνα.
Ο Άγγλος ποιητής Σέλεϋ απαλύνει τον πόνο με το ποίημα - Άδωνις. Η αγγλική κηδεία. Η παγκόσμια. Έχω την κασέτα με τον Μικ Τζάγκερ να λέει στίχους του στην κηδεία του Μπράιαν Τζόουνς - που βρέθηκε πνιγμένος. «Ζει, ξυπνάει - είναι ο θάνατος που πέθανε, όχι αυτός· / μην πενθείτε τον Άδωνι -εσύ, νεαρή Αυγή, / κάνε όλη σου τη δροσιά να λάμψει, γιατί το πνεύμα / που θρηνείς δεν έχει φύγει μακριά σου. Εσείς σπηλιές και εσείς δάση, σταματήστε να βογκάτε!», λέει σε μια στροφή του ποιήματος ο Σέλεϋ.
Αν ζούσε η Αγαύη, ο πόνος μου, είπε η Κυρία Αναγνωστάκη, θα ήταν απαλότερος. Στεκόταν απέναντι και με κοιτούσε. Στα μάτια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γάτες κοιτούν τον άλλο στα μάτια. Γιατί διαλέγουν από όλο το σώμα το πρόσωπο κι από το πρόσωπο τα μάτια. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθω. Ήταν η χαρά για όλους μας. Ο Γιώργος τη λάτρευε. Ανέβαινε στα χέρια του. Τον περίμενε. Το ίδιο και τον Θανάση. Και άνθρωπος να ήταν θα καταλάβαινε λιγότερα απ' όσα αυτή η γάτα. Πολλές φορές νομίζω πως θα πέσω πάνω της. Γυρίζει στα δωμάτια. Αναζητεί μια συντροφιά. Ένα βλέμμα δειλό πίσω από την πόρτα. Όταν οι πόρτες είναι κλειστές σχηματίζει τις εικόνες στο κεφάλι της. Τα φαντάζεται όλα. Δεν υπάρχουν γι' αυτήν πόρτες κλειστές. Παρελάσεις. Πλατείες με προτομές. Πυροβολισμοί. Βροχή. Δάκρυα. Γιατί τα βλέπει μπροστά της. Η δραματουργός αυτού του σπιτιού είναι η γάτα Αγαύη. Όμως πάει, έφυγε. Πέθανε. Αφού έζησε, όπως στα παραμύθια. Αιώνια.
Φαντάσου, είπα, ένα έργο όπου η πρωταγωνίστρια στη σκηνή κάθεται όπως εγώ στην καρέκλα, καθώς πίσω της το μισό σκηνικό έχει καταρρεύσει, και τ' άλλο μισό φλέγεται. Κι αυτή αρχίζει να θυμάται από την αρχή τι έγινε. Τι γίνηκε... Τότε σηκώθηκε και μου ζήτησε να βγω στο μπαλκόνι να δω το φως που λιγόστευε κι έλουζε την πλατεία. Μια όψη του Υμηττού, απέναντι, από τα κεραμίδια, ξεχώριζε λαμπρή. Κοίτα, τι ωραία που είναι! Είπε. Εδώ θα βάλω ένα τραπέζι να καθόμαστε. Το καλοκαίρι φυσάει και έχει ρεύμα το στενό. Δεν είναι ωραία; Είπε.
Κανείς δεν μας διέκοψε. Κανείς δεν ήρθε. Δεν έφτασε. Ο Θανάσης είχε έρθει από ταξίδι και κοιμότανε. Δεν χτύπησε ούτε μία φορά το τηλέφωνο. Δεν ακούστηκε η φράση του τηλεφωνητή στη σάλα -κι αν ακόμη νομίζετε πως ο αριθμός σας μου είναι γνωστός, αφήστε τον ξανά...
Κάθομαι, είπε, εδώ και αφήνω το μυαλό μου να ξεκουράζεται. Δεν γράφω, δεν σημειώνω τίποτα. Αναπαύομαι. Αυτό μου φτάνει. Περιμένω την Πέμπτη τον Γιώργο Ζεβελάκη να πάμε στον οδοντίατρο...
Μιλήσαμε για τη διατροφή που βοηθάει να είμαστε υγιείς. Τρώω απ' όλα, είπε, από λίγο. Σχεδόν κάθε τρεις τέσσερις ώρες. Όποτε ξεχνώ αναπληρώνω το κενό. Και φακές. Και σαλάτες. Μαύρο ψωμί., λίγο κρέας. Σχεδόν δεν το θέλω. Θυμήθηκα, τότε, είχε φτιάξει γεμιστά και ο Χειμωνάς μιλούσε καθώς το φως χαμηλά τον έκανε να ιερουργεί ζητώντας στοιχεία για το σινεμά που περιέγραφα.
Μιλήσαμε για τα τραγούδια στο θέατρο. Για τις παραστάσεις στο θέατρο του Καρόλου Κουν και αλλού. Αρχίζω από το τέλος γιατί η αρχή αργεί και θα 'ρθει εύκολα, με τα έργα: Η Νίκη, Ο Ουρανός Κατακόκκινος, Σ΄ εσάς που με ακούτε, τώρα κυκλοφόρησαν, στον Κέδρο, είπε. Με βασάνισε πολύ αυτό το βιβλίο. Δεν το ήθελα πάνω στου Γιώργου το ταξίδι. Το καθυστερούσα.
Κοιτάω το εξώφυλλο. Αχνό πρόσωπο. Δέρμα ρυζιού, γυαλιά που διακρίνεις τα μάτια. Μια ομίχλη έχει καθίσει στην πόλη. Κάποιοι γλάροι πετούν χαμηλά. Οι διαβάτες ανταλλάσσουν βιαστικές ματιές. Ίσα που διακρίνονται. Φορούν καμπαρντίνες. Οι γυναίκες παλτά. Ένα παιδί κυλάει ένα σιδερένιο στεφάνι. Οι πεζοί του ανοίγουν δρόμο που δεν διακρίνουν.
Ανοίγω τη σελίδα 73. Σκηνικές οδηγίες της Λούλας Αναγνωστάκη: Ο χώρος άδειος. Η γυναίκα έντονα μακιγιαρισμένη. Φόρεμα βελούδινο ή μεταξωτό. Κάλτσες χοντρές λευκές και μποτάκια. Κάθεται, αλλά, μπορεί και να κινείται μέσα στο χώρο. (Λέει): Ιδού εγώ. Εγώ. Here I am an old woman in a dry month. Εγώ...
Θυμάμαι την παράσταση, σαν τώρα, με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου. Το έργο: Ο Ουρανός Κατακόκκινος.
Από την αρχή κάθε κίνηση σ' αυτό το σπίτι, σ' αυτή την επίσκεψη της Κυριακής, ήξερα πως θα ήταν όπως σ' ένα έργο. Τα αρχετυπικά μας ήταν παρακαταθήκη στις σκηνές δραματουργών αυτής της τέχνης που η αρχή της αρχίζει από τ' αρχαία χρόνια και συνεχίζεται σε κάθε σπίτι, σε κάθε τόπο. Στον καθένα, αν προσέξει και δει μέσα του.
Ο ήλιος έδυε πίσω από τα φύλλα του Εθνικού Κήπου και τα έκανε πιο σκοτεινά. Τα πουλιά κελαηδούσαν το τελευταίο τραγούδι της ημέρας δίπλα στη λεωφόρο χωρίς το φόβο κανονιοβολισμού Εθνικής Επετείου ή νίκης σε ποδοσφαιρικό αγώνα.
Το ραντεβού μας ήταν στις 7. Κυριακή. Αυτά πριν να έρθω. Κοίταξα το ρολόι έδειχνε 10.00. Καληνύχτα είπα μέσα μου και συνέχισα το δρόμο προς το σπίτι.
Θέλω να πάμε μια νύχτα στον Πειραιά, δίπλα στη θάλασσα, μου είπε φεύγοντας. Μια μέρα ήσυχη; Ρώτησα. Όχι, μια μέρα θορυβώδη. Να 'χει κόσμο. Παρασκευή! Σάββατο! Ψάρι, σαλάτα. Έγινε, είπα.
Και συνέχισα.
Bio
• Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και από το 1965 που εμφανίστηκε στο θέατρο, με την τριλογία της Πόλης (Η Διανυκτέρευση, H Πόλη, Η Παρέλαση), άλλαξε την έννοια του σημαντικού στο ελληνικό θέατρο.
• Ακολούθησαν Η Συναναστροφή (1967), Ο Αντόνιο ή το Μήνυμα (1972), Η Νίκη (1978), Η Κασέτα (1982), Ο Ήχος του Όπλου (1987), Διαμάντια και Μπλουζ (1990), Το Ταξίδι Μακριά (1997), Ο Ουρανός Κατακόκκινος (1998), Σ' εσάς που μ' ακούτε (2003). Τα τρία τελευταία βιβλία μόλις εκδόθηκαν στον Κέδρο. Όλα τα έργα της έχουν ανέβει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με μεγάλη επιτυχία. Και εξαιρετικές κριτικές.
• Από το γάμο της με τον συγγραφέα, μεταφραστή του Σαίξπηρ και των Αρχαίων τραγικών Γιώργου Χειμωνά, έγινε μητέρα του Θανάση Χειμωνά, συγγραφέα επίσης βιβλίων.
σχόλια