Στις 17 Νοεμβρίου του 1997 η Γεωργία Σαγρή, πρωτοετής της Σχολής Καλών Τεχνών, γδύθηκε, τυλίχτηκε με γάζες και μπήκε σ’ ένα κουτί με πλέξιγκλας απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ήταν η αρχή μιας αμφιλεγόμενης καριέρας στην performance art, ένα είδος που έτσι κι αλλιώς βλέπουμε σπάνια στην Ελλάδα. Το 2006, έχοντας ήδη λάβει όλα τα βραβεία και τις υποτροφίες που θα μπορούσε να λάβει ένας νέος εικαστικός (βραβείο ΔΕΣΤΕ, υποτροφίες Fulbright, Ωνάση, Λεβέντη), η Σαγρή μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά της παραμένει πολιτική - η ίδια μάλιστα δηλώνει πως δεν ξεχωρίζει την τέχνη της από τη δράση της στην κοινωνία της και την πολιτική. Δεν αποτέλεσε έκπληξη, λοιπόν, όταν μαθεύτηκε ότι ήταν από τους πρωτεργάτες του Occupy Wall Street. Την προηγούμενη εβδομάδα επέστρεψε στην Αθήνα για μια ατομική έκθεση (συνοδευόμενη από τρεις διώρες περφόρμανς) με τίτλο «Αυλές» στην γκαλερί Αndreas Melas / Ηelena Papadopoulos.
Τι είναι οι «Αυλές»;
Είναι ένα έργο που είναι πολλά κομμάτια το ένα μέσα στο άλλο. Αποτελείται από πολλούς χαρακτήρες, οι οποίοι δεν είναι χαρακτήρες θεάτρου αλλά σωματικές σεκάνς. Έχουν κάποια συγκεκριμένη χρονική διάρκεια - φαντάσου ένα ενιαίο έργο μέσα στο οποίο μπαίνουν εμβόλιμα διάφορες σωματικές συνθήκες. Αυτές οι σωματικές διαπραγματεύσεις συγκρούονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του έργου - αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι όλο το έργο έχει ενιαίο χαρακτήρα. Εγώ στηρίχτηκα κυρίως σ’ ένα κείμενο του Alain Badiou που μιλά για την αγάπη. Το έργο έχει να κάνει με τη διαχείριση του χρόνου ή με τον τρόπο που μέσα από όλες αυτές τις σωματικές συνθήκες παράγεται και προκύπτει μια αλήθεια. Αυτό λέει και ο Badiou, ότι η αγάπη είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης του παράδοξου και αυτός ο τόπος του παράδοξου είναι η αλήθεια. Σε μια ενδιάμεση στιγμή οι θεατές αρχίζουν και στοχάζονται σε σχέση με τη δική τους συνθήκη. Με το που αρχίζω να τροφοδοτώ κάποιες σωματικές τάσεις ή δυναμικές, ξαφνικά ο θεατής παρατηρεί, όχι, όμως, εμένα.
Δηλαδη, σκέφτεται τον εαυτό του;
Ναι, το βασικό είναι να σκεφτεί τον εαυτό του -πώς κάθεται, το ότι αυτός δεν κάνει κάτι, ενώ εγώ βρίσκομαι σε εγρήγορση-, να χειραφετηθεί και να γίνει ένας μη παθητικός θεατής. Εξάλλου, είμαι κι εγώ θεατής μαζί με τους υπόλοιπους. Αφουγκραζόμαστε τι συμβαίνει κι εκεί παράγονται τα πράγματα που βλέπει και ο ίδιος ο θεατής στην παράσταση. Το έργο έχει κάποια εργαλεία. Ξέρω πού πάνε κάποια πράγματα, αλλά δεν πιέζομαι. Δεν είναι θέατρο, τίποτα δεν είναι σκηνοθετημένο. Υπάρχουν εργαλεία, οδηγίες, και μετά γεμίζω και τροφοδοτούμαι από αυτό που συμβαίνει. Είναι δύσκολη κατάσταση, γιατί εγώ εξαρτώμαι...
Από τους θεατές και την ενέργειά τους;
Ακριβώς. Η αγάπη και η αλήθεια προκύπτουν από το πόσο μπορούμε ν’ αφεθούμε όλοι μας σε αυτό το έργο. Αυτό είναι το παράδοξο. Δεν γίνεται να κάνω κινήσεις χωρίς να έχω ανταπόκριση, το σχόλιο, τον φόβο, την παρατήρηση, την κυκλοφορία του κόσμου. Δεν γίνεται. Υπάρχει λόγος που οι περφόρμανς που έκανα ήταν τρεις. Πιστεύω πάρα πολύ στον τρόπο που πραγματευόμαστε τη στιγμή της δράσης και ήθελα να δω πώς θα λειτουργούσε σε διαφορετικού τύπου ανθρώπους. Εκεί είναι το παιχνίδι. Στο κατά πόσο αφήνεσαι σε αυτό που δεν μπορείς να εξουσιάσεις.
Και αυτός είναι και ο παραλληλισμός με το κείμενο που λέει ότι με την απουσία των πολιτικών και κοινωνικών ιδεών η αλήθεια προκύπτει μέσα από το συναίσθημα. Πόσο σχέση έχει αυτό το έργο με αυτό που κάνεις στο Occupy στη Νέα Υόρκη;
Εγώ δεν διαχωρίζω τη δράση μου από τα έργα μου. Ως άνθρωπος εμπλέκομαι σε κάποια πράγματα, γίνομαι μέρος μιας κατάστασης, ενός παγκόσμιου γεγονότος. Ζούμε σε μια παγκόσμια συνθήκη, που νομίζω ότι θα μας προβληματίζει για πάρα πολλές δεκαετίες ακόμα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά. Είναι η πρώτη φάση μιας στρατηγικής πολιτικής και οικονομικής σύμπνοιας. Αυτό θα επηρεάσει πολλές γενιές ακόμα. Προσπαθώ, όμως, να μην εικονογραφώ τα έργα μου, να μην τα κάνω προσωπικά.
Για ποιον λόγο;
Γιατί έτσι κι αλλιώς, επειδή είναι περφόρμανς, όλα όσα κουβαλάω ως σώμα κι εμπειρία θα βγουν με τη μορφή των έργων. Δεν χρειάζεται να τα εικονογραφώ εγώ, ως καλλιτέχνης ή δημιουργός. Δε θέλω να τα ελέγχω. Το ζήτημα είναι πώς θ’ αφεθείς σε κάτι και θα του επιτρέψεις να προκύψει κιόλας. Αυτό το παράδοξο συνέβη και με τη Wall Street. Kανείς δεν πίστευε ότι θα γινόταν όλο αυτό. Εγώ, όταν πρωτοπήγα στη Νέα Υόρκη και κοιτούσα γύρω-γύρω να δω τι γίνεται από πολιτικής άποψης, έβλεπα ότι ο κόσμος είχε μπει σ’ ένα εξατομικευμένο κανάλι, με φιλοδοξίες για οικονομική και κοινωνική ισχύ, χωρίς καμία πιθανότητα σκέψης ή φαντασίας σε σχέση με κάτι πέρα από αυτά τα κεκτημένα. Κι όμως, το ιδανικό της Νέας Υόρκης συγκροτείται από όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν πίστεψαν ποτέ στο μοντέλο της εξατομίκευσης ή στον πλούτο. Οι καλλιτέχνες που θαυμάζουμε, η Nico, η Laurie Anderson, η Κim Gordon, ζούσαν σε μια Νέα Υόρκη που βασιζόταν μόνο σε φιλίες. Έχουμε ξεχάσει όλες μας τις ιστορικές πάλες ή διαμαρτυρίες. Δεν μπορείς να έχεις ανθρώπους που ζουν στον δρόμο και μετά να έχεις άλλους που μένουν στον 134ο όροφο ενός ουρανοξύστη. Δεν μπορείς πια να πεις πως δεν ισχύει ότι τεράστιες γειτονιές διαλύονται για να χτιστούν condos. Διώχνεις όλο αυτόν τον κόσμο για να πάει πού; Κάθε εποχή δημιουργεί και τους δικούς της τρόπους αντίστασης. Οι δικοί μας δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι γιατί είμαστε πολύ στην αρχή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πέρα από την αντίσταση. Αν δεν αντισταθούμε, θα δούμε πολλά φρικιαστικά πράγματα. Αυτό διαισθάνομαι και γι’ αυτό χτυπάνε τόσο πολύ το κίνημα, όσο κι αν υπάρχει η εντύπωση ότι είναι πολύ high. Zoύμε σε μια κατάσταση που δεν μπορείς να πεις την άποψη σου. Δεν μπορείς να πεις τίποτα. Ο καπιταλισμός έχει κηρύξει δικτατορία στην πραγματικότητα.
Γίνονται όλα πια πολύ ύπουλα και μετά καταλήγεις σε αυτό που συνέβη στη Naomi Klein, που τη συνέλαβαν με βραδινό φόρεμα στο πεζοδρόμιο της Νέας Υόρκης επειδή έλεγε τη γνώμη της.
Πρέπει να παρακολουθείς τι συμβαίνει και να είσαι ανοιχτός στα ερεθίσματα. Τα βλέπεις στην καθημερινότητά σου, διαβάζεις, ακούς πράγματα. Εγώ ανήκω σ’ έναν κύκλο ανθρώπων που βλέπουν ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Δεν είναι δυνατόν άνθρωποι της ηλικίας μας, στα 30, να μην είναι σε θέση όχι ν’ αγοράσουν αμάξι και σπίτι αλλά ούτε και να σκεφτούν μια ζωή που δεν θα είναι σκέτη επιβίωση.
Πώς ανακατεύτηκες με το Οccupy;
Ήταν ζήτημα συγκυριών. Έγινε μια συνάντηση για να συζητήσουμε για τις ανοιχτές συνελεύσεις που θα κάναμε. Την ιδια περίοδο το καναδικό περιοδικό «Αdbusters» έκανε ένα κάλεσμα για το Occupy Wall Street κι έδεσε κάπως όλο το πράγμα. Για μένα είναι μέρος της καθημερινότητας. Ενημερώνεσαι και προσπαθείς να συμμετέχεις. Παίρνει μερος πολύς κόσμος σε όλο αυτό. Αυτήν τη στιγμή γίνονται πιο πολλά πράγματα από ποτέ. Επειδή καθάρισε η πλατεία, δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν πράγματα.
Σου έχει δημιουργήσει προβλήματα στην παραμονή σου εκεί η συμμετοχή σου στο κίνημα του Occupy;
Όχι. Μέχρι τώρα έχω κάνει πολλές εκθέσεις, έχω φίλους στην Αμερική κι ένα πολύ μεγάλο δίκτυο ανθρώπων που με υποστηρίζουν, οπότε σε περίπτωση που δεν θα ανανεωνόταν η βίζα μου, θα έκανα μεγάλη φασαρία. Τώρα ετοιμάζω και μια έκθεση για την Μπιενάλε του Μουσείου Whitney. Είμαι πολύ ευθύς άνθρωπος. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτού του τύπου η σχέση και οι μάχες με την εξουσία πρέπει να γίνονται ανοιχτά.
Στην προηγουμένή μας συνέντευξη το 2007 μου είχες πει: «Αν δεν είσαι καλτ ή κιτς, είναι αδύνατον να κανείς οτιδήποτε στην Ελλάδα».
Όχι, αυτό δεν το πιστεύω καθόλου πια. Έχει σκάσει αυτή η φούσκα, αν και θα ήθελα να δω κόσμο που να πιστεύει στις ικανότητες αυτού του τόπου, όχι εθνικά, αλλά στο τι έχει να δώσει αυτός ο τόπος σε διεθνές επίπεδο. Αυτήν τη στιγμή διεθνώς όλοι κοιτάζουν την Ελλάδα.
Με τι έργο θα πας στην Μπιενάλε του Μουσείου Whitney;
Το έργο βασίζεται σε μια συζήτηση που έχω εδώ και πολλά χρόνια με θέμα τη μη μισθωτή εργασία μ’ έναν από τους καταστασιακούς καλλιτέχνες που ονομάζεται Μουσταφά Καγιατί. Δουλεύω πάνω στην Aπεργία του Σεργκέι Αϊζενστάιν και θα επιμεληθώ κάποιες συζητήσεις με φίλους, ακαδημαϊκούς, ακτιβιστές, τα πρακτικά των οποίων θα γίνουν το υλικό της περφόρμανς.
Πώς νιώθεις όταν γυρνάς εδώ σε σχέση με τη δουλειά σου;
Νιώθω περίεργα σε σχέση με παλιότερα. Η Αθήνα είναι πια πολύ πιο ενδιαφέρουσα, σαφώς πιο ενδιαφέρουσα από το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Ρώμη. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να συγκρίνω αυτές τις πόλεις με την Αθήνα.
σχόλια