Προέρχεσαι από μια καλλιτεχνική οικογένεια. Πώς νιώθει ένα μικρό παιδί που μεγαλώνει σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον;
Η γιαγιά μου ήταν η πολύ σπουδαία ζωγράφος Γιάννα Περσάκη, αλλά και η μητέρα μου, η Εύα Περσάκη, είναι επίσης ζωγράφος. Ο παππούς μου ήταν ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Ουσιαστικά, μεγάλωσα μέσα σ’ ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον, μέσα σε καμβάδες, λάδια και ποίηση. Όταν ήμουν πολύ μικρή δεν είχα επίγνωση, αλλά, όσο μεγάλωνα και τους καταλάβαινα, άρχιζα να ρωτάω τον Μίλτο διάφορα πράγματα σχετικά με την ποίηση. Δεν ήθελε, όμως, να μιλάει καθόλου γι’ αυτό. Μου έλεγε: «Δεν θέλω να μιλάω για ποίηση, μίλα μου για σένα. Πες μου για τα σχέδιά σου». Θυμάμαι, βέβαια, που μιλούσε πολύ για τη φιλία του με τον Ελύτη, τότε που έπιναν παρέα τον καφέ τους κι έκαναν πλάκα.
Τι θυμάσαι απ’ τον παππού και τη γιαγιά;
Η γιαγιά πήγαινε κάθε πρωί στις εννιά στο εργαστήριό της, στην Κυψέλη. Το σπίτι της ήταν στη Φωκίωνος Νέγρη, αλλά και ο Μίλτος έμενε κοντά, στην οδό Μηθύμνης. Το μεσημέρι γυρνούσε σπίτι. Μετά πήγαινε στον Μίλτο. Έμεναν σε ξεχωριστά σπίτια και δεν συγκατοίκησαν ποτέ. Θυμάμαι που έλεγε ότι δύο καλλιτέχνες δεν μπορούν να συνυπάρξουν στο ίδιο σπίτι. Ήταν πολύ ιδιαίτερες προσωπικότητες και οι δύο.
Έχεις γεννηθεί στο Νεπάλ;
Ναι, γεννήθηκα στο Κατμαντού. Είχε πάει εκεί η μητέρα μου για σπουδές - παρακολουθούσε μαθήματα σχετικά με τη θιβετιανή αγιογραφία. Έμεινε για δυο-τρία χρόνια κι εκεί γνώρισε και τον πατέρα μου. Έτσι, γεννήθηκα στο Νεπάλ κι έζησα εκεί για τους έξι πρώτους μήνες της ζωής μου, οπότε και γυρίσαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα.
Επέστρεψες ποτέ εκεί από τότε;
Πήγα το 2008 και έμεινα για δυόμισι μήνες. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η φτώχια. Ήταν ένα πολιτισμικό σοκ για μένα.
Άλλα ταξίδια έχεις κάνει;
Το καλοκαίρι που πέρασε πήγαμε με τον πατέρα μου στην Κίνα. Κάναμε τουρνέ σε όλη τη χώρα επί τρεισήμισι μήνες. Είχαμε πάει να δούμε και τους συγγενείς του πατέρα μου. Ο αδελφός του είναι μοναχός σ’ ένα πολύ μεγάλο μοναστήρι και ο άλλος του αδελφός είναι ο βοηθός του Δαλάι Λάμα. Μέσω αυτών, λοιπόν, πήγαμε σε μέρη όπου απαγορεύεται να μπει άνθρωπος, και ειδικά γυναίκα. Αυτά που είδαμε συγκρίνονται μόνο με στρατιωτικό κοιτώνα. Στα μοναστήρια υπάρχει ένας τύπος που κρατάει ένα τεράστιο ξύλινο ραβδί κι επιβάλλει την πειθαρχία με αυτό. Αν δεν κάνεις τη σωστή προσευχή, πέφτει ξύλο, κι αν σηκώσεις τα χέρια να προστατευτείς, αποβάλλεσαι απ’ το μοναστήρι με τον χειρότερο τρόπο: σε βάζουν δεμένο σ’ ένα ξύλινο δοκάρι στη μέση του χωριού και διαλαλούν σε όλους τι έχεις κάνει. Έπειτα, χρησιμοποιούν ένα πυρωμένο σίδερο για να σε σημαδέψουν στο μέτωπο και μ’ αυτό τον τρόπο είσαι απόκληρος για την υπόλοιπη ζωή σου. Είδα γυναίκες που είχαν τέτοια σημάδια.
Με το φαγητό πώς τα πήγες; Έφαγες κάτι που δεν θα έτρωγες ποτέ;
Είχαμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Το παραδοσιακό κινέζικο φαγητό δεν έχει καμία σχέση με το κινέζικο που ξέρουμε εδώ. Αυτό που φάγαμε κατά λάθος, γιατί νομίζαμε ότι ήταν νουντλς, ήταν μέδουσα. Γενικά, εκεί έχουν ένα γνωμικό που λέει ότι οι Κινέζοι τρώνε ό,τι κινείται. Ο πατέρας μου λέει για πλάκα ότι και το αυτοκίνητο το τρώνε. Η νούμερο 1 λιχουδιά, βέβαια, είναι οι πατούσες της κότας. Είναι πολύ αστείο, γιατί το χρησιμοποιούν και για πιπίλα για τα μωρά. Είχαμε τρομάξει όταν σ’ ένα χωριό είδαμε ένα μωρό να έχει μια τέτοια στο στόμα του και να προεξέχουν τα νύχια.
Έχεις περάσει στην Καλών Τεχνών, αλλά δεν αποφοίτησες ποτέ.
Ναι, μπήκα επειδή μου άρεσε πολύ το σχέδιο και ήταν επιθυμία της γιαγιάς αλλά και της μητέρας μου να περάσω. Δεν με κράτησε όμως, γιατί δεν μου άρεσε καθόλου το περιβάλλον. Με το που μπήκα στη σχολή, ένιωσα κατευθείαν τελείως μόνη μου. Περίμενα άλλη αντιμετώπιση. Δεν νομίζω ότι θα την τελειώσω ποτέ και δεν πιστεύω ότι μ’ ένα πτυχίο γίνεσαι και καλός ζωγράφος.
Πώς ξεκίνησες να ζωγραφίζεις στον δρόμο;
Ξεκίνησα να κάνω γκράφιτι στην εφηβεία μου, το ‘97, όταν γνώρισα μια παρέα γκραφιτάδων. Το πρώτο πράγμα που ζωγράφισα ήταν φιγούρες. Τα γράμματα πάντα τα θεωρούσα πολύ βαρετά.
Το όνομά σου είναι αληθινό ή πρόκειται για ψευδώνυμο;
Είναι αληθινό κι έχει τις ρίζες του στο Θιβέτ. Σημαίνει αυτήν που κρατά την τύχη και την ευτυχία. Ξεκίνησα να το χρησιμοποιώ ως υπογραφή στα γκράφιτι που έκανα κι έτσι αρκετοί νόμιζαν ότι επρόκειτο για ψευδώνυμο.
Η γιαγιά σου τι έλεγε τότε; Είχε δει κάποιο γκράφιτι δικό σου;
Ναι, και της άρεσαν πολύ. Βέβαια, φοβόταν και μου έλεγε, «να προσέχεις να μη σε πιάσουν». Φυσικά, επειδή είχε περάσει Κατοχή κι είχε φίλους αντιστασιακούς, είχε κάνει τότε κάτι αρκετά συγγενές με το γκράφιτι: έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Ένα βράδυ είχαν πάει με τον τότε άντρα της, τον Κουλεντιανό, που ήταν γλύπτης, να γράψουν συνθήματα στους τοίχους. Κάποιος τους πυροβόλησε, αλλά η σφαίρα ευτυχώς πέρασε ξυστά στο κεφάλι της. «Δεν είχα καταλάβει τίποτα, ένιωσα σαν να είχε περάσει αεράκι πάνω απ’ τα μαλλιά μου», μου είχε πει.
Σου έχει πει άλλες ιστορίες από τα παλιά;
Θυμάμαι την ιστορία που μου διηγήθηκε όταν είχε δει τον Νταλί, που ήταν ήδη πολύ διάσημος και του άρεσε πολύ να κάνει δημόσιες εμφανίσεις που να σοκάρουν τον κόσμο. Το είχε δει να εμφανίζεται πάνω σ’ ένα καμιόνι γεμάτο με λάχανα που τα πετούσε πάνω στον κόσμο κι είχε γίνει σάλος τότε. «Είναι τρελός ο Νταλί», μου είχε πει όταν μου διηγούνταν την ιστορία.
Ποιοι είναι οι καλλιτέχνες που σε εμπνέουν;
Οι καλλιτέχνες που με εμπνέουν είναι ο Yoshitomo Nara για τις απλές φιγούρες του και τις εγκαταστάσεις του, ο Takashi Murakami για τα χρώματα και την ποπ αρτ αισθητική του, ο Hayao Miyazaki για τις ιστορίες του και τον μαγικό κόσμο που πλάθει με τα κόμικ και τις ταινίες του, η Junko Mizuno για τα σκοτεινά χαριτωμένα σχέδιά της, η Tamara de Lempicka για τις συνθέσεις και τους δυναμικούς της πίνακες και η γιαγιά μου, Γιάννα Περσάκη, που υπήρξε πρωτοπόρος της αφαιρετικής ζωγραφικής στην Ελλάδα.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας νέος ζωγράφος στην Αθήνα σήμερα;
Από πού ν’ αρχίσω… Εδώ υπάρχουν κάποιες γκαλερί που, εάν δεν έχεις τελειώσει την Καλών Τεχνών, δεν δέχονται να εκθέσουν έργα σου. Υπάρχει ένα δογματικό μονοπώλιο, κατά κάποιον τρόπο.
Εξακολουθείς να κάνεις γκράφιτι;
Ναι, αλλά πιο επιλεκτικά πια. Τελευταία φορά που έβαψα ήταν στις αρχές Νοεμβρίου για το πρότζεκτ «Γέφυρες» στον σταθμό του ΗΣΑΠ στον Άγιο Ελευθέριο. Έκανα ένα κορίτσι τέσσερα μέτρα ύψος επί τέσσερα πλάτος.
Ποια κόμικ διαβάζεις;
Μικρή διάβαζα τα κλασικά Μίκι Μάους, Βαβούρα, Κόναν και όλη την ευρωπαϊκή γκάμα του 1980, όπως ο Λούκυ Λουκ, ο Τεν-Τεν, ο Ιζνογκούντ, η Μαφάλντα. Αργότερα πέρασα σε πιο «βαριά» κόμικ, όπως αυτά των Enki Bilal, Jodorowski, Milo Manara, Moebius, Edika και άλλων Ευρωπαίων σχεδιαστών και συγγραφέων. Μου αρέσουν πολύ και τα σκοτεινά κόμικ των Junji Ito (Uzumaki), Johnen Vasquez (Johnny the homicidal maniac), Shintaro Kago (Holy Night) και Eiji Otsuka (MPD Psycho).
σχόλια