> Γεννήθηκα στην Πετρούπολη και μεγάλωσα στη Φιλοθέη. Σχολείο πήγα στο Κολέγιο Αθηνών, ένα πολύ καλό σχολείο με εξαιρετικούς καθηγητές, αλλά, κακά τα ψέματα, η μεγαλύτερη επένδυση που κάνεις εκεί είναι οι γνωριμίες και το ότι, με το που διαβάζει κάποιος το βιογραφικό σου, σε κατατάσσει αυτομάτως σε μια συγκεκριμένη ομάδα.
> Ο πατέρας μου, ο Γιάννης Στεβής, είναι αρχισυντάκτης στο «Κέρδος» από το 1983, αλλά έχει περάσει και από τις «24 Ώρες» του Κοσκωτά, τον Σκάι και πολλά άλλα. Γενιά του Πολυτεχνείου, ξύλο, φυλακή, ΚΚΕ, μεγάλωσα με όλα αυτά που πέρασε ο πατέρας μου. Όταν ήμουν μικρή δε, με «πάρκαρε» σε συναδέλφους του. Κάποιες φορές, με κράταγε ο Γιάννης ο Βλαστάρης, κάποιες οι υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ, όπου έκανε ρεπορτάζ ο πατέρας μου.
> Μετά το σχολείο έφυγα απ’ την Ελλάδα και πήγα στην Οξφόρδη να σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες. Όταν τελείωσα, γύρισα πίσω και ξεκίνησα να δουλεύω στη «City Press». Γρήγορα ανέλαβα όλο και περισσότερες ευθύνες, μέχρι που το 2007, σε ηλικία 23 ετών, ανέλαβα τη διεύθυνση της εφημερίδας. Έκανα συνεχώς ταξίδια στις Βρυξέλλες και αλλού για να καλύπτω τις Συνόδους Κορυφής. Είχα βρεθεί στο Κρεμλίνο, στη Μόσχα, την τελευταία ημέρα του Πούτιν, πριν αναλάβει την προεδρία ο Μεντβέντεφ, καθώς και στην ορκωμοσία του Ομπάμα. Ύστερα, αποφάσισα να φύγω ξανά απ’ την Ελλάδα και πήγα στο LSE για ένα διετές MBA πάνω στη Δημόσια Διοίκηση. Ξεκίνησα τις σπουδές μου τον Σεπτέμβρη του 2009 κι έναν μήνα μετά, όταν εκλέχτηκε πρωθυπουργός ο Γιώργος Παπανδρέου, έγραψα ένα κείμενο στην «Guardian», όπου απ' τη μια θεωρούσα μεγάλο προσόν την ανεκτικότητά του, απ' την άλλη, όμως, δεν ήξερα αν θα κατάφερνε ν’ αντεπεξέλθει στην τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν η Ελλάδα τους επόμενους μήνες. Έπεσαν να με φάνε. Μου έστελναν απειλητικά μηνύματα στο Facebook ότι η δουλειά μου ως Eλλληνίδας δημοσιογράφου στα ξένα μέσα είναι να προωθώ τα συμφέροντα της χώρας μου και να μη γράφω αρνητικά.
> Τον Δεκέμβριο του 2009 έγραψα ένα κείμενο στην «Guardian» για τον έναν χρόνο από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, στο οποίο ανέλυα την κοινωνιολογία της αντίδρασης, τα γεγονότα και το πώς τα αίτια δεν βρίσκονταν μόνο στη δολοφονία του παιδιού αλλά στο ότι ζούσαμε σε μια κοινωνία εν βρασμώ, η οποία είχε μέσα της τις φωτιές του 2007, το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, τις ασυδοσίες της Νέας Δημοκρατίας και άλλα πολλά. Το ίδιο βράδυ που βγήκε το κείμενο με πήραν τηλέφωνο απ’ το BBC για να εμφανιστώ σε μια τηλεοπτική εκπομπή πάνω σε αυτό το θέμα. Ύστερα, μου πρότειναν να πηγαίνω δυο φορές τον μήνα σε μια πρωινή εκπομπή και να κάνω οικονομική ανάλυση της τρέχουσας επικαιρότητας πριν ανοίξουν οι αγορές.
> Το Απρίλιο του 2010 ήμουν στο αέρα, στο BBC, την ώρα που κάποιος είπε στην παρουσιάστρια απ’ το ακουστικό ότι σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι στη Marfin, στην Αθήνα. Τότε, αυτή μου μετέφερε την είδηση και με ρώτησε αν η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα. Απάντησα ότι η κάθε χώρα είναι τόσο ασφαλής όσο φιλειρηνικοί είναι οι κάτοικοί της και ότι, προφανώς, μέσα σε τέτοιες συνθήκες χαμού γίνονται φρικτές τραγωδίες, άλλα αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες έχουν διάθεση να θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα οποιουδήποτε επισκέπτη. Βέβαια, ήταν και η περίοδος που η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι όλος ο πλανήτης τούς κοιτούσε και αυτοί απευθύνονταν μόνο στο εγχώριο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να βγαίνει πολύ κακή εικόνα προς τα έξω. Έχουν γίνει, βέβαια, και εγκληματικά πράγματα από τα ξένα media. Ας μην ξεχνάμε τους λαϊκισμούς του «Focus» και του «Spiegel». Αλλά δεν μπορείς να περιμένεις από τους «Financial Times» να είναι καλοί μαζί σου, δεν έχουν αυτή την υποχρέωση.
> Τον Μάιο του 2010 κέρδισα το Βραβείο Οικονομικής Δημοσιογραφίας του «Economist» και δούλεψα εκεί για τέσσερις μήνες. Ο «Economist» είναι το πιο σοβαρό έντυπο του πλανήτη. Λειτουργεί με τη συλλογική συνεισφορά των συντακτών. Δηλαδή, ένα ρεπορτάζ μπορεί να το ‘χει γράψει ένας, μπορεί όμως και και δέκα. Κάθε κείμενο περνάει από έξι γύρους επεξεργασίας. Μέρος της δουλειάς όλων των δημοσιογράφων είναι να διαβάζουν και να επιμελούνται τα κείμενα των υπόλοιπων συναδέλφων τους. Επίσης, όλοι πατάνε πάνω στη μεγάλη «κόκκινη βίβλο», το «Economist Stylebook», ένα βιβλίο που περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια πώς πρέπει να γράφονται τα κείμενα υφολογικά, ποια είναι η σωστή χρήση επιθέτων, ρημάτων και φράσεων. Γι’ αυτό και κανένα κείμενο δεν είναι υπογεγραμμένο. Η γραμμή του είναι ότι «ο Economist μιλάει με μια φωνή». Ακόμα, γίνονται τρεις εξοντωτικές συσκέψεις μέσα στην εβδομάδα που διαρκούν 3-4 ώρες και στις οποίες συμμετέχουν οι πάντες -η γραμματεία, το ατελιέ, οι συντάκτες, οι εξωτερικοί συντάκτες μέσω τηλεδιάσκεψης- και συζητιούνται όλα τα κείμενα του εντύπου. Γίνεται τεράστιο debate για το παραμικρό. Αν ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τη θέση του κειμένου του, τότε αλλάζει η θέση, αρκεί να υπάρχει πλειοψηφία επ’ αυτού. Μπορεί ο «Economist» να είναι προς τα έξω ακραία καπιταλιστικός και σκληρά φιλελεύθερος, αλλά στο εσωτερικό του οι δομές είναι πολύ κομμουνιστικές.
> Το θεωρώ απίθανο να βγούμε απ’ το ευρώ. Κι αυτό γιατί όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στο ίδιο καράβι. Θα προκληθεί ένα ντόμινο που θα έχει επιπτώσεις στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και ίσως και στην Ισπανία και την Ιταλία, και κανένας δεν το θέλει αυτό. Αν επιστρέψουμε στη δραχμή, η φτώχια που θα επέλθει θα είναι ασύλληπτη. Θα δούμε ανθρώπους της μεσαίας τάξης να μην μπορούν ν’ αγοράσουν κρέας.
> Αυτό που βλέπω εγώ στην πλατεία με κάνει χαρούμενη γιατί είναι υγιές, απ’ την άλλη, όμως, είναι ακέφαλο, γιατί χωρίς ελίτ δεν πάει πουθενά κανείς και σ’ αυτήν τη χώρα οι ελίτ είναι πολύ καλοβολεμένες για να επαναστατήσουν και να οδηγήσουν σε κάποια άλλη κατάσταση. Ο Κύρτσος πάντα μου έλεγε ότι αυτή η χώρα δεν έχει ελίτ, έχει αλήτ.
> Η οικονομική κατάρρευση των media παγκοσμίως είναι λογική. Πρέπει να γίνει μια διόρθωση. Ο καθένας που ήθελε να κλείσει ένα συμβόλαιο με την κυβέρνηση ή να βγάζει τη γυναίκα του στα κοσμικά άνοιγε και μια εφημερίδα. Αυτό το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο, ειδικά όταν υπάρχουν σχέσεις με την πολιτική ηγεσία. Εγώ ξέρω πολλούς άξιους δημοσιογράφους στην Ελλάδα, αλλά είναι τέτοια η εσωστρέφεια, τέτοια τα μοντέλα διαπλοκής και συμφερόντων, που και διάθεση να έχεις για έρευνα, χτυπάς σε τοίχους, αυτό γίνεται συνήθεια και μετά ξεκινάμε όλοι έναν αγώνα προς τα κάτω, κάτι που οδηγεί τον Τύπο στην απώλεια του δημοκρατικού του ρόλου.
> Δεν μπορώ να πω ότι με καθόρισε κάτι συγκεκριμένο. Δεν θα πω οτι διάβασα ένα βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή. Δεν θα δω κάτι και θ’ αλλάξει η κοσμοθεωρία μου. Έχω μια διαδικασία εκλογίκευσης στο κεφάλι μου. Τα μόνα που με καθόρισαν είναι η οικογένειά μου, το σχολείο που πήγα και το ότι έχω δει ανθρώπους εξυπνότερους από μένα να δουλεύουν πιο σκληρά από μένα. Στα σχολεία που πήγα έμαθα ότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από σένα και τη δουλειά σου, πρέπει να δουλεύεις σαν σκυλί και γι’ αυτό και μπορώ και δουλεύω τώρα.