Η ποιήτρια και πεζογράφος Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1932, στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης. Ήταν προικισμένη και ταραγμένη ποιήτρια, γνωστή για το εξομολογητικό ύφος στο έργο της. Το ενδιαφέρον της για το γράψιμο εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία και ξεκίνησε από τη διατήρηση ενός ημερολογίου. Μετά τη δημοσίευση ενός αριθμού έργων της, η Πλαθ κέρδισε υποτροφία για το Smith College το 1950.
Ενώ ήταν φοιτήτρια, η Σύλβια Πλαθ πέρασε το καλοκαίρι του 1953 στη Νέα Υόρκη, προσκεκλημένη του περιοδικού Mademoiselle, ώστε να αρθρογραφήσει για λογαριασμό του. Λίγο αργότερα, η Πλαθ προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας υπνωτικά χάπια. Τελικά ανάρρωσε, αφού έλαβε θεραπεία κατά τη διάρκεια διαμονής της σε ένα ψυχιατρικό κέντρο. Επέστρεψε στο Smith και τελείωσε τις σπουδές της το 1955.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο, αφού έκλεισε πρώτα όλες τις χαραμάδες της κουζίνας με ταινία. Προτού πεθάνει, είχε ετοιμάσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της και το είχε αφήσει δίπλα στα κρεβατάκια τους.
Μια υποτροφία του Ιδρύματος Fulbright έφερε τη Σύλβια Πλαθ στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Αγγλία. Παράλληλα με τις σπουδές στο Newnham College, συνάντησε τον ποιητή Τεντ Χιούζ. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1956 και είχαν μια θυελλώδη σχέση. Το 1957, πήγε στη Μασαχουσέτη για να μελετήσει με τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ. Στο διάστημα αυτό θα γνωριζόταν με την ποιήτρια και φοιτήτρια Αν Σέξτον. Επέστρεψε στην Αγγλία το 1959.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σύλβια Πλαθ "ο Κολοσσός", εκδόθηκε στην Αγγλία το 1960. Τον ίδιο χρόνο, γέννησε το πρώτο της παιδί, την Φρίντα. Δύο χρόνια αργότερα, η Πλαθ και ο Χιούζ έφεραν στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, ένα γιο, τον Νίκολας. Ο γάμος του ζευγαριού όμως κατέρρεε.
Όταν ο Χιούζ την άφησε για άλλη γυναίκα το 1962, η Σύλβια Πλαθ έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά της και ξεκίνησε τις διαδικασίες χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Παλεύοντας με την ψυχική ασθένεια της, έγραψε το The Bell Jar (1963), το μοναδικό μυθιστόρημα της, το οποίο βασίστηκε στη ζωή της και έχει θέμα την ψυχική κατάρρευση μιας νεαρής γυναίκας. Η Πλαθ δημοσίευσε το μυθιστόρημα με το ψευδώνυμο Victoria Lucas. Έγραψε επίσης, τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Ariel (1965), που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο, αφού έκλεισε πρώτα όλες τις χαραμάδες της κουζίνας με ταινία. Προτού πεθάνει, είχε ετοιμάσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της και το είχε αφήσει δίπλα στα κρεβατάκια τους. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
Προς μεγάλη απογοήτευση κάποιων θαυμαστών της Σύλβια Πλαθ, ο Χιούζ έγινε ο εκτελεστής της διαθήκης της και διαχειριστής της προσωπικής και λογοτεχνικής περιουσίας της. Προετοίμασε την έκδοση των χειρογράφων της και κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Πλαθ, όπου εξιστορούσε με λεπτομέρειες τον καιρό που πέρασαν μαζί. Το 1982, η Πλαθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μετά θάνατον. (Για Τα Συλλογικά Ποιήματα). Πολλοί κριτικοί, συχνά φεμινιστές, έχουν κατηγορήσει τον Χιούζ πως προσπάθησε να ελέγξει τις εκδόσεις για δικούς του σκοπούς.
Η ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ταραγμένης ζωής και του τραγικού θανάτου, ήταν η βάση για την βιογραφική ταινία του 2003 με πρωταγωνίστρια τη Γκουίνεθ Πάλτροου.
6 πράγματα που ίσως δεν γνωρίζατε για τη Σύλβια Πλαθ
Αποφθέγματα
- Βρέχει. Έχω την παρόρμηση να γράψω ένα ποίημα. Αλλά θυμάμαι κάτι σε ένα απορριπτικό σημείωμα: μετά από μια καταρρακτώδη βροχή, ποιήματα με τίτλο "βροχή" καταφτάνουν από κάθε γωνιά της χώρας.
- Μιλάω στο Θεό αλλά ο ουρανός είναι άδειος.
- Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
- Φίλησέ με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι.
- Ίσως, όταν βρεθούμε στο σημείο να θέλουμε τα πάντα, να συμβαίνει επειδή βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να μη θέλουμε τίποτα.
- Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία. Και αυτή η εποχή πλησίαζε στο τέλος της.
- Κλείνω τα μάτια μου κι όλος ο κόσμος πέφτει νεκρός. Ανοίγω τα βλέφαρά μου, και ξαναγεννιέται.
- Πήρα μια βαθιά αναπνοή και άκουσα την παλιά καυχησιά της καρδιάς μου: είμαι, είμαι, είμαι.
- Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2015 από την Α.Κολοβού.©LIFO 2015
σχόλια