Πριν από 50 χρόνια ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκύλησε το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας»

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Την επιζητούσε την αγάπη του απλού ανθρώπου ο Κοεμτζής, έστω και στιγμιαία, και την επέστρεφε από καρδιάς στο πολλαπλάσιο. Είχε σκυλομετανιώσει για όλα εκείνα τα ακατονόμαστα που είχε πράξει το ξημέρωμα της 25ης Φλεβάρη του ’73, στη «Νεράιδα της Αθήνας», όταν στέρησε τη ζωή από τρεις ανθρώπους.
0

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Νίκου Κοεμτζή (1938-2011) είναι γνωστή σε όλους. Και είναι διατυπωμένη στο δίκτυο, σε διάφορα άρθρα, σε όλα τα σάιτ, με πολλές λεπτομέρειες, με σωστές περιγραφές των γεγονότων (στα λιγότερα άρθρα) και με ποικίλων ειδών λάθη και ανακρίβειες (στα περισσότερα άρθρα).

Εμείς, εδώ, δεν θα πούμε πάρα πολλά από τη μεριά μας. Θα αρκεστούμε, βασικά, στην επαναφορά, στο προσκήνιο, ορισμένων ντοκουμέντων.

Τα ντοκουμέντα αυτά είναι βασικά τέσσερα. Το πρώτο σχετίζεται με τα γεγονότα, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν σε εφημερίδα της εποχής. Το δεύτερο είναι ο λόγος του ίδιου του Νίκου Κοεμτζή, μέσα από το βιβλίο του. Το τρίτο είναι ο λόγος τής τότε Αστυνομίας Πόλεων, μέσα από το δικό της περιοδικό. Και το τέταρτο είναι ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου, που σχετίζεται με το θρυλικό τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».

Κατ’ αρχάς να πούμε πως το σκηνικό του θανάτου (τρεις νεκροί, επτά τραυματίες) θα στηνόταν από τον Νίκο Κοεμτζή στο λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» –στην Αγίου Μελετίου 45, στην Κυψέλη, κοντά στην διασταύρωση με την Ιωάννου Δροσοπούλου– και όχι σκέτο «Νεράιδα», όπως διαβάζουμε εδώ κι εκεί. Δεν πρέπει ο κόσμος να συγχέει την περιώνυμη «Νεράιδα» της Λένας Παμέλα, στο Καλαμάκι (στέκι του Ωνάση κ.ά.), με το λαϊκό μαγαζί της Κυψέλης.

Το σκηνικό του θανάτου (τρεις νεκροί, επτά τραυματίες) θα στηνόταν από τον Νίκο Κοεμτζή στο λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» –στην Αγίου Μελετίου 45, στην Κυψέλη, κοντά στην διασταύρωση με την Ιωάννου Δροσοπούλου– και όχι σκέτο «Νεράιδα», όπως διαβάζουμε εδώ κι εκεί.

Επίσης να πούμε πως ο χαρακτηρισμός «σκυλάδικο», που έχει δοθεί στην «Νεράιδα της Αθήνας» δεν μας βρίσκει και τόσο σύμφωνους. Ο συγκεκριμένος χώρος βρισκόταν στην Κυψέλη, σε μια μεσοαστική περιοχή ακόμη (το 1973), που κρατούσε από τις μέρες του ’60. Δεν ήταν κάποια λούμπεν περιοχή, ούτε καν αμιγώς λαϊκή, στην οποία θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα «σκυλάδικο».

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Το λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας», στο οποίο συνέβησαν τα φονικά του Νίκου Κοεμτζή, τον Φεβρουάριο του ’73.

Αρκεί να σας πούμε πως στο ίδιο μαγαζί, που ήταν και ταβέρνα (δηλαδή είχε φαγητό) τραγουδούσαν πιο πριν, στις αρχές του ’70, ακόμη και «ελαφροί» τραγουδιστές, όπως ο Σώτος Σιδηρόπουλος, ενώ εμφανίζονταν και μίμοι όπως ο Γιάννης Μπουρνέλλης, χωρίς να λείπει φυσικά και το λαϊκό πρόγραμμα (Σπύρος Σκορδίλης-Λένα Νταϊάνα).

Στις αρχές του ’73 το λαϊκό πρόγραμμα φαίνεται πως κυριαρχούσε, πια, στην «Νεράιδα της Αθήνας», αφού επικεφαλής ήταν οι λαϊκοί τραγουδιστές Κώστας Καρουσάκης και Τάκης Αθανασιάδης, ενώ τραγουδούσαν ακόμη οι όχι και τόσο γνωστοί Βικτώρια, Ρέα Κούκα, Θόδωρος Ζαφειράκης και ορισμένοι ακόμη. Το πρώτο όνομα φυσικά ήταν ο Κώστας Καρουσάκης, που είχε ήδη σημαντική πορεία στο λαϊκό τραγούδι, πιο πολύ σαν συνθέτης (συνεργαζόταν στενά με την στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), μα και σαν τραγουδιστής.

Δηλαδή οι Κοεμτζήδες με την παρέα τους δεν πήγαν να διασκεδάσουν σε κάποιο κακόφημο μαγαζί, που σύχναζε υπόκοσμος και περιθωριακά άτομα, σώνει και καλά, αλλά σ’ ένα μαγαζί «καθώς πρέπει». Όχι της «πρώτης κατηγορίας» σαν εκείνα της παραλίας (με Βοσκόπουλο και Μαρινέλλα), αλλά ούτε και σε κανένα ανώνυμο χαμαιτυπείο της Λεωφόρου Καβάλας.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Η «Νεράιδα της Αθήνας» ως κοσμική ταβέρνα, με ελαφρό και λαϊκό πρόγραμμα στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως οι Κοεμτζήδες είχανε φθάσει παράωρα στην «Νεράιδα της Αθήνας», καταλήγοντας εκεί μετά από διασκέδαση σε κάποια ντισκοτέκ(!) της Λεωφόρου Συγγρού, όπως είχε πει τότε στις εφημερίδες ο Δημοσθένης Κοεμτζής (αδελφός του Νίκου Κοεμτζή).

Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί κινούνταν ολούθε, ως φαίνεται, και όχι μόνο στα λαϊκά μαγαζιά, διασκεδάζοντας σε «αντίθετους» χώρους – τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, που, όπως και τώρα, ήταν περίοδος αποκριάς. Όχι η τελευταία Κυριακή, καλή ώρα, αλλά η Κυριακή του Ασώτου – δηλαδή η δεύτερη Κυριακή της αποκριάτικης περιόδου (Τελώνου & Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω, Τυρινής).

Με αυτά που γράψαμε παραπάνω επιθυμούμε να τοποθετήσουμε το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό σε κάποιες πιο ρεαλιστικές διαστάσεις και όχι στις μυθικές, που το έχει τοποθετήσει ο χρόνος.

Συνέβη δηλαδή, εκείνο που συνέβη, σ’ ένα καθημερινό λαϊκό κέντρο διασκέδασης, στο οποίο θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας από εμάς και όχι σε κάποιο κέντρο του υποκόσμου, ούτε σε κάποιο σκληρό «σκυλάδικο». Και είναι η περίοδος της χούντας και ακόμη οι ασπρόμαυρες και γκρίζες φωτογραφίες, που παρασύρουν πολλούς από εμάς σε ποικίλων ειδών φαντασιώσεις. Όχι.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Οι δύο βασικοί τραγουδιστές στη «Νεράιδα της Αθήνας» την εποχή των φονικών του Νίκου Κοεμτζή. Αριστερά ο Κώστας Καρουσάκης και δεξιά ο Τάκης Αθανασιάδης, που έζησε, επειδή τον προστάτεψε ο αστυφύλακας Πεγιάς (που δέχτηκε την δολοφονική μαχαιριά του Νίκου Κοεμτζή).

Ήταν και τότε (1973) ηλιόλουστη η Αθήνα, με πολύ ζωντανά χρώματα, ζωντανότερα μάλλον από τα τωρινά, σίγουρα αθωότερη, σίγουρα πιο ανθρώπινη, με λιγότερο άγχος και η οποία (Αθήνα) διασκέδαζε τη φτώχεια της, ή την ολιγάρκειά της αν θέλετε, όσο μπορούσε καλύτερα.

Τα μαγαζιά ήταν πάμπολλα, και όλων των ειδών, καθώς το καθεστώς αντιλαμβανόταν την πίεση, την ανελευθερία και την βαναυσότητα με την οποίαν αντιμετώπιζε τις καταστάσεις, στο πολιτικό πεδίο, έχοντας αφήσει όλα τα υπόλοιπα να κινούνται σχεδόν ανεξέλεγκτα, ώστε να μετριάζει τις αντιδράσεις. Ήταν κι αυτό μέσα στο παιγνίδι.

Βασικά επικρατούσε ένα χάος στη διασκέδαση (το... ησυχία, τάξη και ασφάλεια, που υποτίθεται ότι βίωνε η χώρα, ήταν όνειρο θερινής νυκτός, καθώς δεν ίσχυε τίποτα από τα τρία), με περιοχές σαν την Πλάκα, ας πούμε, να θεωρούνται κάπως σαν «άβατο», καθώς ήταν παραδομένες στον τουριστικό παροξυσμό και την χωρίς-αύριο εκμετάλλευση.

Τα γεγονότα

Στην εφημερίδα «Μακεδονία» της Τρίτης 27 Φεβρουαρίου 1973 υπάρχει πλήρες και αναλυτικό ρεπορτάζ για τα φοβερά και τρομερά που θα συνέβαιναν στην «Νεράιδα της Αθήνας» και από ’κει μεταφέρουμε, τώρα εδώ, μερικά λόγια:

[4:15 το πρωί της Κυριακής μετεβλήθη σε σφαγείο ανθρώπων η «Νεράιδα της Αθήνας», το νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως στην οδό Αγίου Μελετίου 45, όπου τα δύο αδέλφια «νταήδες», με ένα στιλέτο σκόρπισαν τον θάνατο, γιατί δεν έπαιξαν για χάρη τους μία «παραγγελιά», το «Βεργούλες και με δέρνουνε»[sic] και το αποκριάτικο ξεφάντωμα ανύποπτων ανθρώπων, επνίγη στο αίμα και την κτηνωδία των δύο εγκληματιών.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα» την άλλη μέρα των φονικών (Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 1973).

Τραγικά θύματα της ανθρωποσφαγής, που δεν έχει προηγούμενο, στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά, υπήρξαν δύο αστυνομικά όργανα, ο αστυφύλαξ Δημήτριος Πεγιάς, ετών 31, από τα Βραστά Χαλκιδικής και ο Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης, ετών 28, υπενωμοτάρχης (σ.σ. της Χωροφυλακής), που διασκέδαζαν χωριστά με τις παρέες τους και ένας φίλος τους, που έσπευσε να τους βοηθήσει, όταν οι μαχαιριές είχαν διαδεχθεί στην πίστα τον χορό ευτυχισμένων –μέχρι εκείνη τη στιγμή– ανθρώπων.

Τα πάντα έγιναν τόσο αστραπιαία, που πολλοί από τους θαμώνες του μοιραίου νυκτερινού κέντρου, πάγωσαν από τον τρόμο και την κατάπληξή τους, μένοντας ακίνητοι ως στήλες άλατος.

Όταν οι δύο αιματοβαμμένοι δράστες ουρλιάζοντας και κινώντας προς όλες τις κατευθύνσεις το στιλέτο τους, προκειμένου να ανοίξουν δρόμο, εξηφανίσθησαν στην πίστα και στους στενούς διαδρόμους του κέντρου, εκείντο τα πτώματα των δύο αστυνομικών, ενώ ο φίλος τους, που υπέκυψε αργότερα στο νοσοκομείο και άλλα επτά άτομα σφάδαζαν από τους πόνους, από τις μαχαιριές που είχαν δεχθεί από τους τυφλωμένους, για το τίποτα, δολοφόνους αδελφούς.(...)

«Ο χάρος βγήκε παγανιά» ήταν το τραγούδι, που αντικατέστησε την επιθυμία των δύο αδελφών Κοεμτζή «Βεργούλες και με δέρνουνε», που οι καλλιτέχναι του κέντρου είχαν δηλώσει ότι δεν μπορούσαν να το αποδώσουν, γιατί δεν ήταν στο ρεπερτόριό τους. Και υπό τους ήχους του «Χάρου» τα δύο αδέλφια σκόρπισαν τον θάνατο.

Την στιγμή εκείνη στην πίστα χόρευαν ένα προηγούμενο ζεϊμπέκικο, άλλες παρέες, μεταξύ των οποίων και ο ένας από τους αστυνομικούς και συνέχισαν να χορεύουν και τον επόμενο σκοπό, που απεδείχθη και ο μοιραίος.

Τα δύο αδέλφια αξίωσαν από το κέντρο να καθίσουν όλοι στα τραπέζια τους, γιατί η «παραγγελιά» ήταν δική τους. Μέχρις ότου, όμως, να καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο, ο ένας από τα αδέλφια σηκώθηκε, άρπαξε το μικρόφωνο του τραγουδιστού και πρόσταξε: «Δεν ακούτε ρε, είναι παραγγελιά». Ήταν η αρχή της ανθρωποσφαγής.

Ο βασικός τραγουδιστής του κέντρου Καρουσάκης τελείωσε το ρεπερτόριό του με το ρεμπέτικο «Σαν βγαίνη ο χότζας στο τζαμί». Παρέδωσε το μικρόφωνο στο συνάδελφό του Τάκη Αθανασιάδη, ο οποίος είπε το «Ο χάρος βγήκε παγανιά». Επειδή δεν υπήρχε στο ρεπερτόριο το «Βεργούλες και με δέρνουνε» είπε για την παρέα των αδελφών Κοεμτζή το «Στη ζούλα σ’ ανακάλυψα»[sic].

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Από την εφημερίδα «Μακεδονία» της Τρίτης 27 Φεβρουαρίου 1973.

Στην πίστα χόρευαν ζεϊμπέκικο πέντε ή έξι άτομα, μεταξύ των οποίων ο υπενωμοτάρχης Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης και ο αστυφύλακας Δημήτριος Πεγιάς. Ο δεύτερος χόρευε για τελευταία φορά, διότι η παρέα του ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. Είχε ζητήσει μάλιστα να καθυστερήσουν λίγο οι φίλοι του για «να φέρει τις τελευταίες του βόλτες στην πίστα». Η επιθυμία του αυτή στάθηκε μοιραία για τη ζωή του.

Ο Νίκος Κοεμτζής όταν είδε άλλους να διασκεδάζουν με τη δική του «παραγγελιά» σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στην πίστα. Ο τραγουδιστής ανήγγειλε πράγματι από το μικρόφωνο «παραγγελιά». Αμέσως κατόπιν ο Νίκος Κοεμτζής άρπαξε το μικρόφωνο, απευθυνόμενος προς τους θαμώνες του κέντρου λέγοντας: «Δεν ακούτε ρε; Είναι παραγγελιά!».

Η ορχήστρα και ο τραγουδιστής σταμάτησαν. Ο Νίκος Κοεμτζής έδωσε μια γροθιά σε έναν από τους θαμώνες και τον πέταξε από την πίστα. Στη συνέχεια έβγαλε το στιλέτο και έπληξε τον υπενωμοτάρχη. Τον έπληξε στην καρωτίδα, την οποία και απέκοψε. Ο Ιωάννης Κούρτης (σ.σ. ο τρίτος των θυμάτων) σηκώθηκε από το τραπέζι κι έσπευσε σε βοήθεια του φίλου του υπενωμοτάρχη. Ένα πλήγμα στην κοιλιά και ο Κούρτης κυλίστηκε αιμόφυρτος, θανάσιμα τραυματισμένος, στην πίστα.

Το μένος του δράστου στράφηκε προς τον τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη. Ο αστυφύλακας Δημήτριος Πεγιάς αντιλήφθηκε τις προθέσεις τού Νίκου Κοεμτζή και έσπευσε προς το μέρος του Αθανασιάδη, τον οποίο κάλυψε με το σώμα του, για να δεχθεί εκείνος στην κοιλιά το θανατηφόρο πλήγμα.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Από τη δίκη των Κοεμτζήδων, τον Νοέμβρη του 1973. Αριστερά ο Δημοσθένης Κοεμτζής, στην μέση ο Νίκος Κοεμτζής και δεξιά ο Θωμάς Καραμάνης (κατά πάσα πιθανότητα).

Ο δράστης, με το στιλέτο στο χέρι, άρχισε να χτυπάει όποιον εύρισκε μπροστά του, κατά τη φυγή του προς την έξοδο του καταστήματος.

Επτά άτομα τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Θωμάς Καραμάνης. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι προσπάθησε να τον συγκρατήσει. «Πήγα να αποτρέψω τη σφαγή» είπε στους αστυνομικούς, λίγο πριν πέσει σε αφασία.

Τα δύο αδέλφια κατάφεραν να διαφύγουν, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Οι θαμώνες της «Νεράιδας της Αθήνας» έζησαν εφιαλτικές στιγμές. Όλα έγιναν τόσο αστραπιαία, τόσο κεραυνοβόλα, που δεν άφησαν περιθώριο αντιδράσεως.

Η αίθουσα γέμισε από αίματα. Οι τραυματίες βογκούσαν. Ο θάνατος είχε απλωθεί παντού. Ειδοποιήθηκε η Άμεσος Δράσις για την φοβερή σφαγή και περιπολικά από κάθε κατεύθυνση έσπευσαν στην Αγίου Μελετίου.]

Ο Νίκος Κοεμτζής

Όλοι θυμόμαστε τον Νίκο Κοεμτζή, ελεύθερο πλέον (λέμε για το διάστημα 1996-2011) μετά από 23 χρόνια στη φυλακή (κι ενώ είχε γλιτώσει στο τσακ την εσχάτη των ποινών – να βρεθεί δηλαδή μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα), να στέκεται πίσω από ένα μικρό τραπέζι, στο Μοναστηράκι, συνήθως έξω από το σταθμό του ηλεκτρικού, προς την Ηφαίστου, αλλά και σε άλλα σημεία, τις Κυριακές, πουλώντας την αυτοβιογραφία του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο» – που αρχικώς είχε τυπωθεί από τον Εξάντα (1996), ενώ μετά την είχε βγάλει και ο ίδιος, σε κάποιες εκδόσεις ονόματι ΕΡ.

Αν στεκόσουν λίγο παράμερα και παρατηρούσες τη φάση θα έβλεπες πως οι περισσότεροι που περνούσαν από μπροστά του αδιαφορούσαν (ούτε καν έστριβαν το βλέμμα τους, για να δούνε έναν τύπο, που πουλούσε βιβλία), κάποιοι, όμως, κοντοστέκονταν και ορισμένοι, κάπως αμήχανα, τον πλησίαζαν κιόλας, μιλώντας του.

Αναγνώριζαν ποιος ήταν και τα αισθήματά τους ήταν, πάντοτε, ανάμικτα.

Κάποιοι τον λυπόνταν, άλλοι τον θαύμαζαν όχι για τα εγκλήματα φυσικά, που είχε διαπράξει, αλλά γιατί θα κατόρθωνε να βγει από τη φυλακή καλύτερος άνθρωπος –κάτι όχι προδιαγεγραμμένο–, ενώ κάποιοι άλλοι, ενδόμυχα, ίσως να τον φοβόντουσαν ακόμη.

Αν, μέσα σ’ εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, έδειχνες στον Κοεμτζή πως τον πλησίαζες ειλικρινά και τον εμπιστευόσουν (ίσως το μόνο, που είχε αληθινά ανάγκη), στο έδειχνε κι εκείνος με το παραπάνω, γράφοντας λίγους στίχους στις πρώτες κενές σελίδες του αντιτύπου τού βιβλίου του, που το πουλούσε (γιατί ζούσε απ’ αυτό), καταλήγοντας σχεδόν πάντα με τη φράση «με αδελφική αγάπη, Νίκος Κοεμτζής».

Την επιζητούσε την αγάπη του απλού ανθρώπου ο Κοεμτζής, έστω και στιγμιαία, και την επέστρεφε από καρδιάς στο πολλαπλάσιο. Είχε σκυλομετανιώσει για όλα εκείνα τα ακατονόμαστα που είχε πράξει το ξημέρωμα της 25ης Φλεβάρη του ’73, στη «Νεράιδα της Αθήνας», όταν στέρησε τη ζωή από τρεις ανθρώπους, αναζητώντας εναγωνίως και από παντού το έλεος – που ποτέ δεν θα ήταν αρκετό, για να επουλώσει την πληγή του. Αυτό το αντιλαμβανόσουν σχεδόν αμέσως. Οι Ερινύες τον κατέκαιαν...

Με τα δικά του λόγια, από το βιβλίο του:

[Ονομάζομαι Νικόλαος Κοεμτζής ή Κουγιουμτζής. Γεννήθηκα στο Αιγίνιο Κατερίνης στις 17 Ιανουαρίου 1938, μετά τα μεσάνυχτα. Οι γονείς μου είναι βουλγαρο-πρόσφυγες. Αγρότες. Γράμματα δεν μπόρεσα να μάθω, δεν με αφήσανε οι καταστάσεις της κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο κυριότερος παράγοντας για την αμάθειά μου ήτανε η μεγάλη φτώχεια, γιατί από μικρός έπεσα στα δυσκολοδιάβατα μονοπάτια και τα διαμερίσματά της. Πολλά υπόφερα μέχρι που έφτασα στη θέση αυτή.

Ο πατέρας μου έτυχε να είναι γνήσιος πατριώτης και φανατικός θερμόαιμος υποστηρικτής της λευτεριάς και της δημοκρατίας. Με το που πάτησαν τη χώρα μας οι Ιταλοφασίστες και οι κατακτητές Γερμανοί, βγήκε αντάρτης στα βουνά, στο λαϊκό στρατό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολέμησε τον κατακτητή και τον ντόπιο συνεργάτη των Γερμανών. Τραυματίστηκε βαριά στο τέλος του πολέμου. Το 1946 με τον Εμφύλιο κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και φυλακίστηκε.

Αυτά που έζησα, έπαθα, άκουσα και είδα μου μείνανε στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, με εφιαλτικές εικόνες που μου θυμίζουν πολέμους, σκοτωμούς, διωγμούς και άγρια κυνηγητά, ξυλοδαρμούς, φωτιές, στολές, μπότες και φυλακές, εκτελέσεις, εγκλήματα, τρομοκρατίες, βιασμούς, βαναυσότητες, τις πιο απάνθρωπες βαρβαρότητες, ταπεινώσεις, περιφρονήσεις, και αδίστακτες εκμεταλλεύσεις. Έζησα και γνώρισα τι θα πει πείνα, παγωνιά, πίκρα, κλάμα, δυστυχία και απελπισία. Γνώρισα τη φτώχεια σε όλο της το μεγαλείο.(...)]

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Ο Νίκος Κοεμτζής μπαίνει στην «κλούβα».

Πάμε όμως και στα γεγονότα, από το βιβλίο του Νίκου Κοεμτζή «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Αφηγείται στην αρχή όχι ο Κοεμτζής, αλλά ο φίλος του Θωμάς Καραμάνης, που ήταν ένας από τους σοβαρά τραυματισμένους:

[Όταν ανέβηκε στην πίστα ο Δημοσθένης να χορέψει, ανεβήκανε και κάτι άλλοι θαμώνες, για να χορέψουν κι εκείνοι. Ο τραγουδιστής τούς έκανε νόημα να κατέβουν από την πίστα, γιατί το τραγούδι ήτανε παραγγελιά και τους φώναξε με το μεγάφωνο και τους είπε, παιδιά είναι παραγγελιά το τραγούδι, με τη σειρά θα χορέψετε κι εσείς.

Βλέποντας ο Δημοσθένης που δεν κατεβαίνανε ρώτησε τον τραγουδιστή, που ήτανε ο Αθανασιάδης και γνωστός του μάλιστα: «Ρε Τάκη δικό μου είναι το τραγούδι ή των παιδιών;». Ο τραγουδιστής απάντησε: «Εγώ τους το ’πα ρε Δημοσθένη πως είναι παραγγελιά το τραγούδι. Αν θέλεις πες τους το κι εσύ». Κι έβαλε το μικρόφωνο στο στόμα του Δημοσθένη. Τότες ο Δημοσθένης φώναξε με το μικρόφωνο και τους είπε: «Παιδιά παραγγελιά είναι το τραγούδι, δεν ακούσατε;».

Όχι δηλαδή όπως το γράφανε οι εφημερίδες πως δήθεν το άρπαξε βίαια το μικρόφωνο από τα χέρια του τραγουδιστή. Αυτό που γράψανε οι εφημερίδες είναι καθαρό ψέμα, γιατί κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Μόλις μίλησε τον πλησίασε κάποιος από τους τέσσερις, που ήτανε πάνω στην πίστα κι έβρισε τον Δημοσθένη, και ταυτοχρόνως τον έσπρωξε πάνω στους άλλους τρεις τής παρέας του. Εκείνοι τον ξανασπρώξανε. Και τότες ο Δημοσθένης έδωσε μια μπουνιά στον πρώτο, που άρχισε τη φασαρία, κι αργότερα έμαθα ότι ήταν κι αυτός αστυνομικός, όπως και η παρέα του – κάτι, που αποδείχτηκε μετά το κακό που έγινε.]

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Ο Νίκος Κοεμτζής στο Μοναστηράκι, όταν πουλούσε το βιβλίο του «Το μακρύ ζεϊμπέκικο».

Τώρα μιλάει ο Κοεμτζής:

[Όση ώρα μιλούσε ο Θωμάς, τον άκουγα χωρίς να τον διακόψω. Τώρα όμως τον διέκοψα και ρώτησα τον Δημοσθένη να μου πει τι είδους βρισιά ήταν αυτή που του είπαν.

«Ο πρώτος που μ’ έβρισε» μου απάντησε, «μου είπε, “άντε ρε φλώρε, που θέλεις κι ειδική παραγγελιά να χορέψεις”. Και πριν του απαντήσω μου έδωσε μια σπρωξιά κι έπεσα πάνω στους τρεις, κι εκείνοι με τη σειρά τους με ξανασπρώξανε».

«Καλά» του είπα και του έκανα νόημα να σταματήσει. Και γυρίζοντας προς τον Θωμά του είπα να μου πει τι έκανα εγώ εκείνη τη στιγμή και πώς βρέθηκα απάνω στην πίστα και σκόρπισα το θάνατο σε τόσους ανθρώπους.]

Η συγκλονιστική στιγμή αυτή φαίνεται πως είχε διαγραφεί από τη μνήμη του Κοεμτζή, οπότε αναλαμβάνει ο Θωμάς Καραμάνης να του την θυμίσει:

[«Εσύ» μου λέει «καθόσουνα στο τραπέζι και δεν μιλούσες με κανέναν. Όταν όμως άρχισε ο Δημοσθένης να ουρλιάζει, την ώρα που τον ρίξανε κάτω και τον πατάγανε απάνω στα σπασμένα γυαλιά της πίστας, εσύ σαλτάρισες σαν ελατήριο από τη θέση σου και κοιτούσες δεξιά κι αριστερά. Σε άκουσα να μιλάς και να λες: “Τον Δημοσθένη, τον Δημοσθένη τον σκοτώνουνε!”. Κι έτρεξες προς την πίστα.

Ταυτοχρόνως είδα το χέρι σου, που κάτι τράβηξε απ’ τη ζώνη σου. Νόμισα πως είχες περίστροφο κι όρμησα ξοπίσω σου να σ’ εμποδίσω και σ’ έπιασα από τη μέση.

Την ώρα που πάταγες απάνω στην πίστα γυρίζεις και μου ρίχνεις μια μαχαιριά στην κοιλιά. Σε κοίταξα απορημένος. Πήγα να σου πω γιατί, αλλά είδα τα μάτια σου να είναι γυρισμένα προς τα πάνω. Τότε κατάλαβα ότι τρελάθηκες. Μπήκες στη φασαρία και έσφαξες τους τρεις, που ήταν οι πρωταίτιοι. Τραυμάτισες άλλους έξι, κι εμένα εφτά.

Το χτύπημα που μου ’δωσες με γονάτισε, και μ’ έπιασε αιμορραγία. Κρατώντας την κοιλιά μου και στηριζόμενος από τραπέζι σε τραπέζι, έφθασα μέχρι την κουζίνα με το ζόρι. Εκεί βρήκα τον Δημοσθένη να τον χτυπάνε καμιά δεκαριά άτομα. Φώναξα με όση δύναμη που απέμενε: “Αφήστε τον ρε παιδιά αυτόνε και πιάστε τον άλλον που τρελάθηκε και σφάζει. Δεν βλέπετε, εμένα μ’ έσφαξε και είναι ο καλύτερός μου φίλος”.]

Στα «Αστυνομικά Χρονικά»

Το να δολοφονηθεί αστυνομικός δεν είναι ένα απλό έγκλημα (αν και δεν υπάρχει «απλό έγκλημα»). Είναι κάτι παραπάνω. Είναι σφήνα στην καρδιά του κράτους. Του κάθε κράτους. Πόσο μάλλον όταν το κράτος ήταν στα χέρια μιας χουντικής κυβέρνησης, όπως συνέβαινε το 1973, που στηριζόταν αποκλειστικά στο Στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας.

Κι έτσι κάπως θα έπεφτε «σύρμα» από το καθεστώς σε όλα τα μίντια της εποχής, να παρουσιάσουν τον φονιά Κοεμτζή με τα χειρότερα λόγια. Να καταστεί, ούτως ειπείν, στη συνείδηση του κόσμου ως ο ειδεχθέστερος των εγκληματιών, ένα έκτρωμα, το έσχατο απόβρασμα της κοινωνίας, αντιμετωπίζοντας, περαιτέρω (το καθεστώς), τις απώλειες των αστυνομικών οργάνων με τη λογική του εθνικού πένθους. Όλα λογικά και αναμενόμενα, όταν θα τα δεις μέσα στην πολιτικοκοινωνική περιπέτεια και συγκυρία εκείνων των ετών.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Το περιοδικό της τότε Αστυνομίας Πόλεων «Αστυνομικά Χρονικά» (τεύχος #443, Απρίλιος 1973) με τον αδικοχαμένο αστυφύλακα Δημήτρη Πεγιά στο εξώφυλλο.

Το περιοδικό της Αστυνομίας Πόλεων «Αστυνομικά Χρονικά» κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1973 (τεύχος #443) με τον αδικοχαμένο αστυφύλακα Δημήτρη Πεγιά στο εξώφυλλο. Στις σελίδες υπάρχει ένα κείμενο, που αξίζει να το μεταφέρουμε κι εδώ στο μεγαλύτερο μέρος του, για να δούμε πώς σκεφτόταν και η άλλη πλευρά (εκείνη του θύματος):

[Τι ώθησε, αληθινά, το τριαντάχρονο παλικάρι στο βωμό του μαρτυρίου; Μήπως δόξας δίψα, συμφέροντος υλικού προσμονή, κατάκτηση βαθμού και καλυτέρας θέσεως; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Κάτι άλλο εκίνησε τον αείμνηστο αστυφύλακα. Κάτι, που αισθάνονται οι μεγάλοι μόνο άνθρωποι. Κάτι που νοιώθουν σαν ανάγκη οι μεγάλες μόνο ψυχές.

Και η ανάγκη και η δίψα, που οδήγησε το Δημήτρη Πεγιά στο στιλέτο μπροστά τού δολοφόνου, δεν ήταν άλλη από την υψηλή επιταγή του χρέους.

Ο Δημήτρης Πεγιάς, ο χαρούμενος αστυφύλακας, δεν ήταν από εκείνους που τα ανθρωπόμορφα τέρατα δολοφόνησαν από την πρώτη στιγμή. Ο Δημήτρης Πεγιάς θυσιάστηκε για να σώσει τον άλλο, τον συνάνθρωπο. Ο Δημήτρης Πεγιάς όρθωσε περήφανα το κορμί του, τείχος μπροστά στη θηριωδία του κτήνους, αδιάφορος για το μακελειό που γινόταν γύρω του, άφοβος από το αίμα που κόχλαζε κοντά του.

Ο Δημήτρης Πεγιάς έσπευσε να προφτάσει τον τρομαγμένο τραγουδιστή (σ.σ. τον Τάκη Αθανασιάδη), που ανίσχυρος αντίκριζε την κοφτερή λάμα να σειέται απειλητική στο χέρι του υπανθρώπου. Ο Δημήτρης Πεγιάς έσωσε εκείνο τον αθώο, τον άφταιγο, το φτωχό βιοπαλαιστή.

Όμως ο ίδιος στέρησε στον εαυτό του το δικαίωμα να ζήσει. Και το ’κανε εκείνη τη στιγμή του χαλασμού, χωρίς καθόλου σκέψη, χωρίς ίχνου δισταγμού, χωρίς σκιά φόβου.

Δε μπορούσε, αλήθεια, να κάνει αλλιώς. Ήταν ο αστυφύλακας Πεγιάς. Ένας από τους χιλιάδες αφανείς ήρωες, που διακονούν τα ιδεώδη της Αστυνομίας Πόλεων. Αυτά τα ιδεώδη που διδάχτηκε από την πρώτη στιγμή, όταν αγνό χωριατόπαιδο κάθισε στα μαθητικά θρανία της Αστυνομικής Σχολής. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.(...).]

Περιττό να το πούμε πως για τον Πεγιά δεν γράφτηκε ποτέ κανένα τραγούδι. Ούτε από εκείνους που ήταν με τους «νικητές» στον Εμφύλιο, που είχαν την παραπάνω υποχρέωση να το κάνουν...

«Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», το «Τρία Κλικ Αριστερά» και η «Παραγγελιά»

Στις 11 Νοεμβρίου 1973, Κυριακή μεσημέρι, μέσα στην δίνη των γεγονότων του Πολυτεχνείου, το Κακουργιοδικείον Αθηνών ανακοινώνει την απόφασή του για τους τρεις. Τρις εις θάνατον ο Νίκος Κοεμτζής, τρία χρόνια φυλακή ο Δημοσθένης Κοεμτζής, ενώ αθώος κηρύσσεται ο Θωμάς Καραμάνης.

Ο Νίκος Κοεμτζής θα πει: «Ζητώ συγγνώμην από τις οικογένειες των θυμάτων. Είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω το εκτελεστικό απόσπασμα». Ο Δημοσθένης Κοεμτζής θα δηλώσει: «Θλίβομαι για την καταδίκη σε θάνατο του αδελφού μου. Οι δικοί μου θα με βλέπουν τώρα διαφορετικά». Και ο Θωμάς Καραμάνης: «Λυπάμαι για τα θύματα και τους συγγενείς τους. Εγώ πρώτος θέλησα να τα βοηθήσω».

Στο σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 7, στην παράγραφο 3, διαβάζουμε: «Θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, δεν επιβάλλεται». Δεν καταργείται η θανατική ποινή, αλλά υπάρχουν πλέον όλες οι προϋποθέσεις ώστε να μην εκτελείται. Και κάπως έτσι τον Μάρτιο του 1977 ο Κοεμτζής θα πληροφορηθεί πως η αρχική ποινή του (της εκτέλεσης) δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί και πως ο ίδιος, τελικά, θα ζούσε, καταδικασμένος σε ισόβια.

Το 1978 στον χώρο της Τέχνης, της κουλτούρας αν θέλετε, το όνομα του Νίκου Κοεμτζή αρχίζει να αποκτά μιαν άλλη οντότητα. Κάποιοι αρχίζουν να τον βλέπουν διαφορετικά, επιχειρώντας να «απενοχοποιήσουν», κατά μίαν έννοια τα εγκλήματά του, ή και να δουν πίσω απ’ αυτά, εντοπίζοντας στους κώδικες αξιών των κοινωνικού περιθωρίου στοιχεία πλουραλισμού και επέκτασης της ομπρέλας μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Κατερίνα Γώγου «Τρία Κλικ Αριστερά» [Καστανιώτης, 1978]

Τρία ονόματα για αρχή. Η ποιήτρια (και ηθοποιός) Κατερίνα Γώγου, ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος και ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος. Από κοντά και ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης, που δεν ήταν καλλιτέχνης, αλλά περιέγραφε και αυτός ανάλογους προβληματισμούς (τυπώνοντας και σχετικό βιβλίο στον Κάκτο). Υπάρχει βεβαίως και το κίνημα για τα δικαιώματα των φυλακισμένων, που αρχίζει και αυτό, στα πρώτα χρόνια του ’80, να δυναμώνει, μέσα από ποικίλες δράσεις. Και ήταν τότε, όταν θα τυπωνόταν και το περιοδικό «της φυλακής...», με υπεύθυνη έκδοσης την δικηγόρο Κατερίνα Ιατροπούλου.

Η Κατερίνα Γώγου στο τέταρτο ποίημά της από το βιβλίο της «Τρία Κλικ Αριστερά» [Καστανιώτης, 1978] αποφαίνεται πως... «Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες», ενώ δύο χρόνια αργότερα θα την βλέπαμε και στο σινεμά, στην ταινία «Παραγγελιά» (1980) του Παύλου Τάσιου (υπήρξε σύζυγός της), που αποτύπωνε στο πανί την ιστορία των Κοεμτζήδων (με τους Αντώνη Αντωνίου και Αντώνη Καφετζόπουλο στους ρόλους των Νίκου και Δημοσθένη Κοεμτζή αντιστοίχως).

Ακόμη, η Γώγου, και πάντα στο «Τρία Κλικ Αριστερά», έχει και το εξής: «Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι συ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια. Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε;».

Εδώ η Γώγου μοιάζει να απευθύνει ανοιχτό μήνυμα προς τον Κοεμτζή, ο οποίος την ώρα της σύλληψής του, κάπου στην άνω Δάφνη, είχε πυροβοληθεί όντως στα πόδια από αστυνομικούς. Το «στο μυαλό είναι ο στόχος» έχει να κάνει, φυσικά με τις τότε σκληρές mental therapies (ηλεκτροσόκ κ.λπ.), στις οποίες υποβάλλονταν οι σχετικοί ασθενείς.

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Ο Αντώνης Αντωνίου (ως Νίκος Κοεμτζής) στην ταινία «Παραγγελιά» (1980) του Παύλου Τάσιου.

Πολύ σημαντική παρέμβαση στο θέμα –σίγουρα η σημαντικότερη όλων–, ήταν εκείνη του Διονύση Σαββόπουλου με το εκπληκτικό τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», που ακούγεται και μαθαίνεται καιρό πριν κυκλοφορήσει σε δίσκο, κάτι που θα γινόταν τον Οκτώβριο του 1979, μέσω του double LP «Η Ρεζέρβα» [Lyra].

Τον Μάρτιο του 1979 στο τεύχος #16 του περιοδικού «Μουσική» υπάρχει πλήρες ρεπορτάζ και συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλο στον Γιώργο Κυριαζίδη, με αφορμή την ηχογράφηση της «Ρεζέρβας», στην οποία γίνεται λόγος και για το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», τραγούδι που θα ακουγόταν και στις ζωντανές παραστάσεις στην μπουάτ Ρήγας, στην Πλάκα.

Το καλοκαίρι του ’79 το τραγούδι έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη μεταξύ των «σαββοπουλικών», μήνες πριν αυτό αποτυπωθεί στο βινύλιο. Κι έτσι σε μια συζήτηση του Διονύση Σαββόπουλου με τον Περικλή Κοροβέση, για το περιοδικό «Το Δέντρο» [τεύχος #9, Ιούλιος-Αύγουστος 1979] διαβάζουμε μερικά πολύ ωραία πράγματα για το θέμα μας. Λέει κάπου ο Σαββόπουλος:

«Τώρα, για τον Κοεμτζή. Δεν αρνούμαι ότι έκανε αδικία να σκοτώσει, αλλά μέσα στην δραματική του ζωή, απ’ όπου άντλησα για το τραγούδι μου, θα δούμε και το γενικότερο θέμα αυτού που λέγεται υπόκοσμος. Αν θεωρούμε φυσικό να ζητάμε την ανεξαρτησία μας, την αυτονομία μας, απέναντι λ.χ. της Αμερικής, γιατί αλλιώς επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, τότε γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν και άνθρωποι, ομάδες, που ζητούν κάποια αυτονομία απέναντι στην κοινωνία μας; Δεν λέω να μας επιβάλλουν το ιδιόμορφο δίκαιό τους και το πνεύμα τους, αλλά να το λάβουμε κάπως υπ’ όψιν, όταν πρόκειται να κρίνουμε τις τραγωδίες τους. Σκέφτηκε κανείς ότι τα μπουζουξίδικα και τα σκυλάδικα λειτουργούν, για την ψυχολογία αυτού που λέγεται υπόκοσμος, σαν χώρος κουλτούρας και ασύλου, κι ότι η καταπάτηση κανόνων της διασκέδασης γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι για εμάς όπως η προσβολή του οικογενειακού ασύλου; Αν δεν το καταλαβαίνουμε αυτό, τότε τι αυτονομία ζητάμε; Αυτό λέγεται αυταρχισμός. Πώς θα προοδεύσουμε, αν εξορίζουμε τις μειονότητες, τους ομοφυλόφιλους π.χ.; Είναι λιγότερο ικανοί από μας για ευγενικά αισθήματα; Είναι λιγότερο γενναιόδωροι; Είναι λιγότερο εκφραστικοί; (…) Ο άνθρωπος πρέπει μεν να ζει με την τρέλα του, με την απόγνωσή του, αυτή είναι η ουσία του, αλλά πρέπει να τα βλέπει αυτά και με κάποιαν απόσταση ψυχραιμίας, τέτοια, ώστε να μην τα καταργεί αυτά, αν θέλει να υψωθεί στον Πολιτισμό και την Δικαιοσύνη. Ο Κοεμτζής θέλησε να φτιάξει μιαν απόσταση από το πάθος του, που να μην το προδώσει, αλλά να το υψώσει. Γι’ αυτό ξεχωρίζει από οποιονδήποτε απεγνωσμένο. Αλλά δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί. Γι’ αυτό κατρακύλησε στη φριχτή αδικία να σκοτώσει ανθρώπους. Είναι τραγικό πρόσωπο».

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής αιματοκυλά το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» Facebook Twitter
Διονύσης Σαββόπουλος «Η Ρεζέρβα» [Lyra, Οκτ. 1979]

Όπως είπαμε το «μακρύ ζεϊμπέκικο» γίνεται γνωστό πριν από την κυκλοφορία τής «Ρεζέρβας», ενώ και οι στίχοι του εμφανίζονται σε μερικά έντυπα, π.χ. στο περιοδικό «Θεατρικά Κινηματογραφικά Τηλεοπτικά» [τεύχος #34-35, Σεπτ.-Οκτ. 1979]. Φυσικά, οι στίχοι, καταγράφονται αλογόκριτοι και στο ροζ booklet της «Ρεζέρβας», ενώ, και όπως όλοι γνωρίζουν, το τραγούδι θα αποτυπωνόταν την ίδιαν ώρα λογοκριμένο στο βινύλιο.

Δηλαδή τα λόγια ως στίχος για τραγούδια περνούσαν από προληπτική λογοκρισία και κόβονταν, ενώ τα ίδια λόγια, ως τυπωμένα σε βιβλιαράκι, δεν είχαν κανένα θέμα, καθώς η προληπτική λογοκρισία σε σχέση με τα έντυπα είχε καταργηθεί από την χούντα, από το 1969. Έγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο booklet:

«Η λέξη “κουφούς” (σ.σ. κουφοί ίσον δικαστές, από τον στίχο “καθώς διηγόταν τη ζωή του σε κουφούς”) και οι στίχοι “το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω”, απορρίφθηκαν από την Υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Προτίμησα να μην αλλάξω επί το ηπιότερον, όπως θα απαιτούσε μια “ομαλή” ακρόαση αυτούς τους στίχους, γιατί θα ήταν σαν να συμφωνούσα, βρίσκοντάς τους ακατάλληλους. Έτσι στο μιξάζ οι απαγορευμένες λέξεις αντικαταστάθηκαν απλώς με τον ήχο μαγνητοταινίας, που σβήνει. Ελπίζω το άκουσμα να είναι αρκετά δυσάρεστο και για μας και για τους υπαίτιους. Αυτό έλειπε να πούμε κι ευχαριστώ».

Το έχουμε ξαναπεί αυτό – για ποιο λόγο συνέβαινε έτσι. Το βιβλίο το διαβάζει ο καθένας μόνος του, κάτι όχι... επικίνδυνο, και συνεπώς δεν υπάρχει εμφανής λόγος για να κόψεις μια λέξη ή μια φράση. Με το τραγούδι όμως τα πράγματα δεν είναι το ίδιο. Το τραγούδι μπορεί να ακουστεί μαζικά από πολλούς, ταυτόχρονα, έχοντας την ικανότητα να υποδαυλίσει εξεγερσιακές καταστάσεις ή να τις γιγαντώσει.

Μόνο η μουσική, από τις Τέχνες, έχει αυτή τη δύναμη. Και το σινεμά την έχει, σ’ ένα βαθμό (γι’ αυτό κι εκεί έπεφτε «μαχαίρι»), αλλά όχι τόσο όσο μια συναυλία – που μπορεί, στην εξέλιξή της, να πάρει τελείως ανεξέλεγκτη τροπή. Πολλά τα παραδείγματα. Συνεπώς το τραγούδι... το προσέχανε, κάτι που συνέβαινε, πρακτικά και θεωρητικά, από την μεριά του κράτους, μέχρι το 1991.

Το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», που έχει διάρκεια 13:36 (δηλαδή μεγάλη) καταλαμβάνει όλη την τρίτη πλευρά του δίσκου, και αποτελεί τραγούδι «ορόσημο» όχι μόνον για την «Ρεζέρβα» και για τον Σαββόπουλο γενικότερα, μα και για το ελληνικό τραγούδι συνολικά.

Φυσικά το τραγούδι άρεσε στον Νίκο Κοεμτζή, αλλιώς και ο ίδιος δεν θα τιτλοφορούσε το βιβλίο του «Το μακρύ ζεϊμπέκικο». Είναι τραγούδι μεγάλης στιχουργικής δύναμης, με στίχους που πλέον διαθέτουν παροιμιακή ισχύ μέσα στην κοινωνία («είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει», «στο χώρο του αοράτου», «οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του», «της Δικαιοσύνης την γαλέρα», «τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά» κ.λπ.).

Κάποιοι τύποι, για να μειώσουν τον Σαββόπουλο, λένε πως (ο Σαββόπουλος) πήρε το «μακρύ ζεϊμπέκικο» από τον Bob Dylan και το δικό του “Hurricane” (για τον φυλακισμένο μποξέρ Rubin “Hurricane” Carter). Τρίχες. Μόνον ο... πρωτόπλαστος Αδάμ δεν είχε επηρεαστεί από κάποιον άλλον.

Το τραγούδι του Σαββόπουλου δεν έχει ουδεμία σχέση με το τραγούδι του Dylan σε κανένα επίπεδο, παρά το φαινομενικώς ανάλογο θέμα, ενώ και σαν ποιητική δύναμη και γενικότερο «βάρος» το ελληνικό τραγούδι, για εμάς, δεν συγκρίνεται με το “Hurricane”. Είναι απείρως ανώτερο. Μόνο κάποιος με συμπλέγματα θα μπορούσε να βρει κάτι το μεμπτόν σ’ αυτό το σπάνιο άσμα.

Ο Νίκος Κοεμτζής θα βρεθεί νεκρός, τον Σεπτέμβρη του 2011, στο Μοναστηράκι, πεσμένος πάνω-δίπλα στο τραπεζάκι με τα βιβλία του, προδομένος από την καρδιά του. Είπαν πως αιτία ήταν η καταβολή του από το καλοκαιρινό λιοπύρι της Αθήνας και κυρίως από την ασιτία...

Παραγγελιά ρε! Δικό μας το κομμάτι...

Διονύσης Σαββόπουλος - Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο - Official Audio Release 

Σαν Σήμερα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σαν σήμερα πέθανε η Κατερίνα Γώγου, ένα απρόθυμο είδωλο της σκοτεινής ποίησης

Βιβλίο / Σαν σήμερα πέθανε η Κατερίνα Γώγου, ένα απρόθυμο είδωλο της σκοτεινής ποίησης

Γιατί μετά από τόσα χρόνια η ρηξικέλευθη περίπτωση της Κατερίνας Γώγου, που πέθανε σαν σήμερα το 1993, προκαλεί το ενδιαφέρον; Ήταν ένα ποιητικό σύμβολο της πιο ζόρικης και αθώας εποχής των Εξαρχείων ή μια γυναίκα που χάθηκε μέσα της, καταλήγοντας ηττημένη και μόνη - είδωλο με το στανιό;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει ακαταμάχητος μετά από τόσα χρόνια;

Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα / Γιατί ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει ακαταμάχητος μετά από τόσα χρόνια;

Στις 19/12/2001 έκανε πρεμιέρα η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», το πρώτο μέρος του κινηματογραφικού άθλου του Πίτερ Τζάκσον που καθόρισε το σινεμά του φανταστικού.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Κάτι έχει γίνει, μυρίζει μπαρούτι η ατμόσφαιρα»: Ένα χρονικό βίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008

Σαν σήμερα / «Κάτι έχει γίνει, μυρίζει μπαρούτι η ατμόσφαιρα»: Ένα χρονικό βίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008

Όσα συνέβησαν μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τις δύο εβδομάδες που θα μείνουν στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας ως τα «σύγχρονα Δεκεμβριανά»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪ́ΤΗΣ